Κάποιος πρόσθεσε στο κείμενο του ευαγγελιστή Λουκά ετούτα εδώ τα (δήθεν) λόγια του Ιησού: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν» (23:34). Δηλαδή: «Πατέρα, συγχώρησέ τους γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Στα κείμενα των άλλων ευαγγελιστών (Ματθαίου, Μάρκου και Ιωάννη) τα ως άνω «λόγια» του Ιησού δεν υπάρχουν. Αυτός που «έχωσε» στο κείμενο του Λουκά λόγια του Ιησού που δεν ειπώθηκαν, διέπραξε όχι μόνο ασέβεια αλλά κατασκεύασε και μια κραυγαλέα αντίφαση. Ας τη δούμε.

Στο «Σύμβολο της Πίστεως» συναντούμε έναν Ιησού που δεν ήρθε στη Γη για να ζήσει μέχρι τα βαθειά του γηρατειά: ήρθε στη Γη για να πεθάνει, σχετικά νωρίς, ν’ αναστηθεί, ν’ ανέλθει στους ουρανούς και να καθίσει «εκ δεξιών του Πατρός». Λέει το «Σύμβολο της Πίστεως», μεταξύ άλλων:
«Τον δι’ υμάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της παρθένου και ενανθρωπίσαντα. Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα. Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς».
Δηλαδή: «Αυτόν [τον Κύριον Ιησούν Χριστόν] που για μας τους ανθρώπους και για τη δική μας σωτηρία κατέβηκε από τους ουρανούς, πήρε σάρκα από το Άγιο Πνεύμα και από τη Μαρία την παρθένα, κι έγινε άνθρωπος. Σταυρώθηκε για μας, όταν ηγεμόνευε ο Πόντιος Πιλάτος, βασανίστηκε κι ενταφιάστηκε. Και την τρίτη μέρα αναστήθηκε, σύμφωνα με τις Γραφές».

Η ΚΡΑΥΓΑΛΕΑ ΑΝΤΙΦΑΣΗ

Όταν οι «Άγιες Γραφές» προφητεύουν ότι ο Ιησούς θ’ αναστηθεί την τρίτη μέρα, δεν υπάρχει περιθώριο να γίνει κάτι άλλο. Εξάλλου ο ίδιος ο Ιησούς γνώριζε τι τον περίμενε. Ο ευαγγελιστής Λουκάς το ξεκαθαρίζει, όταν παρουσιάζει τον Ιησού να λέει στους μαθητές του:
«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιερουαλήμ, και τελεσθήσεται πάντα τα γεγραμμένα δια των προφητών τω υιώ του ανθρώπου. Παραδοθήσεται γαρ τοις έθνεσιν και εμπαιχθήσεται και υβρισθήσεται και εμπτυσθήσεται και μαστιγώσαντες αποκτενούσιν αυτόν, και τη ημέρα τη τρίτη αναστήσεται» (18:31-3).
Δηλαδή: «Να, ανεβαίνουμε στην Ιερουσαλήμ και θα πραγματοποιηθούν όλα όσα έχουν γράψει οι προφήτες για τον γιο του ανθρώπου: θα παραδοθεί στους εθνικούς, οι οποίοι θα τον εμπαίξουν, θα τον βρίσουν, θα τον φτύσουν και, αφού τον μαστιγώσουν, θα τον σκοτώσουν. Και την τρίτη μέρα θ’ αναστηθεί».
Επιπλέον έχουμε το «μυστικό δείπνο» και ακούμε τον Ιησού να λέει στους μαθητές του: «Τούτό εστιν το σώμα μου το υπέρ υμών διδόμενον . . . τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου το υπέρ υμών εκχυννόμενον . . . ο υιός μεν του ανθρώπου κατά το ωρισμένον πορεύεται» (Λουκάς, 22:19-20).
Δηλαδή: «Αυτό [το κομμάτι το ψωμί] είναι το σώμα μου που προσφέρεται [θυσία] για εσάς . . . αυτό το ποτήρι [με το κρασί] είναι η καινούργια διαθήκη, σφραγισμένη με το αίμα μου που θα χυθεί για εσάς . . . ο γιος του ανθρώπου βαδίζει σύμφωνα με αυτό που έχει προκαθοριστεί».

Τα πιο πάνω δείχνουν ότι ο Ιησούς γνώριζε τι τον περίμενε: τον περίμενε ο σταυρός, αλλά και η ανάστασή του – μια ανάσταση για την οποία ο ίδιος μίλησε στους μαθητές, χωρίς αυτοί να καταλαβαίνουν τι εννοούσε («ουκ εγίνωσκον τα λεγόμενα»). Συνεπώς, είναι αδύνατο να είχε στρίψει ο Ιησούς, την ώρα που τον σταύρωναν, και να πει: «Πατέρα, συγχώρησέ τους γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Αυτό που έκαναν οι σταυρωτές του αποτελούσε εφαρμογή «θεϊκού σχεδίου». Έτσι ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν «κάρφωσε» τον Ιησού στα κέρατα αυτής της κραυγαλέας αντίφασης, δηλ. να τον βάλει από τη μια να λέει ότι ήρθε στη Γη για να θυσιαστεί, και από την άλλη να λέει ότι οι θύτες του δεν ήξεραν τι έκαναν, γιατί αν ήξεραν δεν θα το έκαναν!

Βέβαια, εδώ μπορεί ν’ αντιτείνει κάποιος ή κάποια ότι οι σταυρωτές του Ιησού, αν και υλοποιούσαν «θεϊκό σχέδιο», οι ίδιοι ωστόσο δεν ήξεραν τι έκαναν, δηλ. δεν γνώριζαν ότι εκτελούσαν το καθήκον τους. Προφανώς νόμιζαν ότι σταύρωναν κάποιον που κρίθηκε ένοχος. Άλλωστε ήταν δύσκολο να φανταστούν – και με το δίκιο τους – ότι πάνω στον ξύλινο σταυρό κάρφωναν τον ίδιο τον Θεό ή τον γιο του Θεού!

Αυτό το δέχομαι. Όντως, οι άνθρωποι δεν ήξεραν ποιον σταύρωναν. Αλλά ο Ιησούς ήξερε, κι επομένως δεν χρειαζόταν να παρακαλέσει τον Πατέρα του να μην τιμωρηθούν αυτοί που ενεργούσαν «κατά τας Γραφάς».

ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Όμως ποιος «έχωσε» μέσα στο ευαγγέλιο του Λουκά το ψευδεπίγραφο «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν»; Ομολογώ πως δεν έχω απάντηση, ούτε διαθέτω χρόνο να ψάξω να τη βρω. Απάντηση δεν έχω και στο ερώτημα: Γιατί τιμωρήθηκε ο Ιούδας, που και αυτός βοήθησε στην εκτέλεση θεϊκού σχεδίου; Ο Ιησούς χρειαζόταν έναν προδότη, εφόσον ο ίδιος δεν σκόπευε να παραδοθεί στις αρχές μόνος του.

Το δράμα του Ιούδα ταρακουνά τη φτωχή μου μυαλοθήκη, καθώς χοροπηδά το μεγάλο ερώτημα: Γνώριζε ή όχι ο Ιησούς όταν καλούσε τον Ιούδα να τον ακολουθήσει ως μαθητής του ότι τον καταδίκαζε σε θάνατο; Αν το γνώριζε, τότε ο Ιούδας παγιδεύτηκε από την πρώτη στιγμή στο «θεϊκό σχέδιο» κι έχασε τη ζωή του. Αν δεν το γνώριζε, τότε ασφαλώς το γνώριζε ο Πατέρας Θεός που θα έπρεπε να είχε μεταβιβάσει τη γνώση αυτή και στον Υιό για να μη χαθεί άδικα ο άνθρωπος. Με λυπεί που ο Ιούδας έχασε τη ζωή του από κάποιες τύψεις που δεν έπρεπε να έχει . . .

Κλείνοντας, εύχομαι στους φίλους μου χριστιανούς –αν υπάρχουν– Καλό Πάσχα! Τους θαμώνες του Φιλοσοφικού Καφενείου θα τους δω την ερχόμενη Τρίτη στο κτήριο του Παναρκαδικού Συλλόγου. Ευτυχείτε!