Το κείμενο αναρτήθηκε στις 13 Ιουνίου, στο μπλογκ του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης Σάιμον Ρεν-Λιούις, και προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις στους κύκλους των προοδευτικών οικονομολόγων. Ο τίτλος του ήταν: «Πώς το ελληνικό δράμα έγινε μια οικουμενική τραγωδία».

Ο Βρετανός συγγραφέας υποστηρίζει, με δυο λόγια, πως το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που υπέκυψε στα χτυπήματα της «τρόικας μοίρας» (έκφραση του Μίμη Ανδρουλάκη αυτή) δεν ήταν απλώς ένα δράμα για την ίδια. Ήταν μια ατυχία και μια συμφορά για την Ευρώπη και τον κόσμο.
Γιατί; Επειδή η ελληνική περίπτωση ήταν μια εξαίρεση. Η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα στον κόσμο της οποίας το πρόβλημα ήταν πράγματι δημοσιονομικό, της οποίας τα οικονομικά προβλήματα οφείλονταν σε μια σπάνια περίπτωση δημοσιονομικής κραιπάλης. Αλλά το γεγονός ότι ήταν η πρώτη χώρα που χρειάστηκε να «διασωθεί» παρέσυρε (ή επέτρεψε στο Βερολίνο να παρασύρει) την Ευρώπη σε μια λάθος διάγνωση της κρίσης (ως συνολικά δημοσιονομικής κρίσης) και σε μια λάθος συνταγή αντιμετώπισης της κρίσης (λιτότητα). Με αποτέλεσμα όλη η ζώνη του ευρώ να παρασύρεται προς την ύφεση, σε όλον τον κόσμο έντρομες κυβερνήσεις να πέσουν στα φρένα της λιτότητας, η ανάκαμψη να καθυστερεί και, παρεμπιπτόντως, να γίνεται πολύ δυσκολότερη και η θέση της Ελλάδας της ίδιας. Αν, αντίθετα, όπως έγραφε ο Πιζανί-Φερί, αντί για την Ελλάδα ήταν η δημοσιονομικώς υγιέστατη Ιρλανδία που ζητούσε πρώτη «διάσωση» (λόγω των τραπεζών της), η συνταγή των διασώσεων θα ήταν διαφορετική και η μοίρα της ευρωζώνης ολόκληρης καλύτερη.

Αν το δούμε από την ευρωπαϊκή οπτική γωνία, το συμπέρασμα είναι ότι η Ευρώπη πρέπει να απαλλαγεί το ταχύτερο από την «ελληνική κατάρα», από τον «ζουρλομανδύα της λιτότητας», για να σωθεί η παγκόσμια οικονομία από μια διαιώνιση της κρίσης. Αν το δούμε από τη δική μας οπτική γωνία, από την οπτική γωνία μιας χώρας καταδικασμένης να υποστεί κάποιο μείγμα (λιγότερο αναποτελεσματικό και άδικο από το εφαρμοσθέν) λιτότητας, το κρίσιμο ερώτημα είναι: Και γιατί να είναι η Ελλάδα η πρώτη χώρα που έπεσε στην ανάγκη της τρόικας; Γιατί, ενώ τον πρώτο καιρό της κρίσης η Ιρλανδία ήταν η πρώτη υποψήφια για «διάσωση», εμείς τους προλάβαμε στην στροφή, πέσαμε στον γκρεμό πρώτοι – και πήραμε και την υπόλοιπη Ευρώπη στον λαιμό μας;

Η απάντηση στο ερώτημά μας οδηγεί στη δεύτερη όψη της «ελληνικής εξαίρεσης». Η Ελλάδα δεν ήταν, απλώς, η μόνη χώρα με εκρηκτικό δημοσιονομικό πρόβλημα. Ήταν επίσης και η μόνη χώρα της οποίας το υπερπολωμένο πολιτικό σύστημα αρνήθηκε να ακούσει τα καμπανάκια που προειδοποιούσαν για τη συμφορά και αρνήθηκε να αντιδράσει προτού είναι αργά. Το ελληνικό κομματικό σύστημα επέμενε να ανταγωνίζεται για τη νομή της εξουσίας, την ώρα που οι Ιρλανδοί, οι Ισπανοί ή οι Πορτογάλοι ψήφιζαν, με συναίνεση των κομμάτων και των συνδικάτων, μέτρα ήπιας λιτότητας. Ότι τα μέτρα δεν απέδωσαν, δεν τους έσωσαν, είναι άλλη συζήτηση. Τους βοήθησαν, πάντως, να κερδίσουν τόσο χρόνο, όσο να προλάβουμε εμείς να πέσουμε – παίζοντας αμέριμνοι το παιχνίδι της πολιτικής πόλωσης – στο στόμα των λύκων της αγοράς.

Και να, λοιπόν, που βρεθήκαμε τώρα με μια κυβέρνηση συνεργασίας των δύο αντίπαλων πόλων του ισχυρού δικομματισμού της Μεταπολίτευσης. Και μάλιστα με μια κυβέρνηση στην οποία συμπράττουν οι δυο τους, μόνοι, δίχως μεσολαβητή.

Από μια άποψη είναι μια πράξη πολιτικής δικαιοσύνης – ο τρώσας και ιάσεται. Από μια άλλη άποψη μπορεί να είναι και η προαναγγελία μιας τεκτονικής αλλαγής στην πολιτική μας γεωγραφία.

Ο Γιάννης Πρετεντέρης το υπαινίχθηκε ήδη τις προάλλες, συγκρίνοντας την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου με την κυβέρνηση Σοφούλη-Τσαλδάρη του 1947. Την κυβέρνηση στην οποία συνέπραξαν, στην πιο επώδυνη καμπή του Εμφυλίου, οι δύο όχθες του αβυσσαλέου εθνικού διχασμού, ανάμεσα στις οποίες είχαν κυλήσει ποταμοί μίσους, αίματος και το άγος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Προσθέτω απλώς ότι στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές, το 1950, οι Λαϊκοί και οι Φιλελεύθεροι πήραν, αθροιστικά, μόλις 36%, για να εξαερωθούν εντελώς στα επόμενα χρόνια. Και ότι για την ανασύσταση του προπολεμικού διπολισμού, γύρω από άλλα σχήματα και πρόσωπα, χρειάστηκε να περάσουν δέκα και κάτι χρόνια…