Πώς από εκεί που μας έλουζαν έπαινοι για τις θυσίες μας και τα δημοσιονομικά μας κατορθώματα βρεθήκαμε αίφνης λοιδορούμενοι για καθυστερήσεις και άργητα; Πώς ξεπέσαμε πάλι να μας προγκάνε ανώνυμοι αξιωματούχοι της ευρωζώνης, πως δεν θα μας επιτρέψουν να τους χαλάσουμε τις χειμερινές τους διακοπές για σκι με τη δυστροπία μας; Και πώς από εκεί που περιμέναμε να μας χαμογελάσει στη γωνιά του δρόμου ένα αύριο φωτεινό και λέγαμε δόξα τω Θεώ ξαναγυρίσαμε στο βοήθα Παναγιά;

Πώς από εκεί που θα γινόμασταν υπόδειγμα επιτυχούς οικονομικής διαχείρισης κινδυνεύουμε να ξαναγίνουμε στα απύλωτα στόματα ανώνυμων (και επώνυμων) ευρωαξιωματούχων «μαύρο πρόβατο»;

Πόσο πραγματική είναι αυτή η μετάπτωση και πόσο καθρεφτίζει πολιτικές και επικοινωνιακές σκοπιμότητες της στιγμής;
Η αλήθεια είναι ότι τα αντικειμενικά δεδομένα (όσο αντικειμενικά μπορούν να θεωρούνται τα δεδομένα της ευέλικτης και ευφάνταστης επιστήμης της στατιστικής) δεν έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.

Το αντίθετο. Τα στοιχεία από την εκτέλεση του προϋπολογισμού επιβεβαιώνουν ότι η χρονιά θα κλείσει με ένα μικρό, έστω, πρωτογενές πλεόνασμα. Ανεξάρτητα πώς επιτεύχθηκε αυτός ο άθλος -και εδώ σηκώνει πολλή και πικρή συζήτηση-, οι λογαριασμοί του κράτους, προ τόκων, θα κλείσουν φέτος με θετικό πρόσημο για πρώτη φορά ύστερα από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.

Τα στοιχεία για την ύφεση δείχνουν κι αυτά επιδόσεις πολύ καλύτερες των προβλέψεων. Το τρίτο τρίμηνο του χρόνου, χάρη και στα τουριστικά έσοδα, μπορεί να ρίξει τον ετήσιο ρυθμό ύφεσης έως και 0,5% κάτω από την πρόβλεψη για ύφεση 4,2% για το 2013.
Και τα στοιχεία των δημόσιων εσόδων δείχνουν κι αυτά, παρά πάσαν προσδοκίαν, να διαψεύδουν τους φόβους για κατάρρευση. Ωστε συνολικά το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό να είναι, στο πρώτο δεκάμηνο του έτους, κατά 60% μικρότερο από το προβλεπόμενο.
Γιατί λοιπόν με τα ίδια και καλύτερα από τα προ του θέρους δημοσιονομικά δεδομένα άλλαξε τόσο απότομα το κλίμα κι από την ξαστεριά του success story βρεθήκαμε στο βαρομετρικό χαμηλό του αλπικού σκι;

Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι το παιχνίδι του «πολιτικού χρόνου».
Η μεν Γερμανία και οι άλλες χώρες του Βορρά, αφού πρώτα ζήτησαν από την υπόλοιπη Ευρώπη υπομονή και ησυχία μέχρι τις γερμανικές εκλογές, ζητούν τώρα παράταση της υπομονής και της ησυχίας μέχρι τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στο Βερολίνο και θα ζητήσουν νέα παράταση μέχρι τις ευρωεκλογές, ώστε οι αποφάσεις για την Ελλάδα, που όλοι ξέρουν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν, να μη ρίξουν νερό στον μύλο του ευρωσκεπτικισμού και των ακροδεξιών κομμάτων που απειλούν να κάνουν παρέλαση στις ευρωκάλπες.

Η δε ελληνική κυβέρνηση, από τη δική της πλευρά, θα ήθελε να μεταθέσει τις όποιες δυσάρεστες και αντιδημοφιλείς εξαγγελίες «μέτρων» για την κάλυψη του περιλάλητου (όσο και αμφισβητούμενου) δημοσιονομικού κενού της επόμενης διετίας όσο γίνεται αργότερα, σε χρόνο που ελπίζει ότι θα είναι λιγότερο επικίνδυνος ή καλύτερα διαχειρίσιμος πολιτικά.

Και στο μεταξύ, ενώ οι δύο πλευρές παίζουν το παιχνίδι με τον πολιτικό χρόνο, η ελληνική οικονομία και η κοινωνία κινδυνεύουν να βρεθούν σε μια παγίδα του χρόνου.
Αφενός επειδή αυτή η παράταση, με τις περιπλοκές και τα ατυχήματα που φέρνει μαζί της, απειλεί να εξαερώσει τη μικρή ποσότητα εμπιστοσύνης και ελπίδας που έκανε το τρίτο τρίμηνο της χρονιάς καλύτερο του αναμενόμενου, που έκανε την αγορά λίγο να κινηθεί και τους ανθρώπους να πηγαίνουν ώς το ταμείο για να πληρώσουν -παρ’ όλα αυτά- τις δόσεις των φορολογικών τους υποχρεώσεων και (οι 8 στους 10 δανειολήπτες, ποσοστό απρόσμενα υψηλό, αν τα στοιχεία είναι σωστά) των στεγαστικών τους δανείων.

Αφετέρου – και σημαντικότερο – γιατί στο μεταξύ κι όσο αναβάλλονται οι πραγματικά κρίσιμες αποφάσεις που θα επέτρεπαν να αρχίσει μια κάποια παραγωγική ανασυγκρότηση, συνεχίζεται ακάθεκτη η πορεία καταστροφής της πραγματικής, παραγωγικής οικονομίας, με την ανεργία να αρνείται να υποστρέψει και τη χώρα να κινδυνεύει να ζήσει έναν αργό οικονομικό θάνατο – εν πλήρει δημοσιονομική υγεία.