Έχει μάθει προ πολλού να κωπηλατεί με τα πόδια. Με τα χέρια μαζεύει τα σκουπίδια που μαζεύονται εδώ κι εκεί στην επιφάνεια της λίμνης. Επιμελέστατος συντηρητής θέας. Απορροφημένος με ό, τι επιπλέει, φαίνεται ότι έχει αναθέσει τη ρύθμιση του κάτω μέρους του σώματός του σε ένα άλλο ον. Κομμένος στα δύο και ξανακολλημένος ο κωπηλάτης έχει πάντως αποφύγει, έστω προσωρινά, τον τέλειο διχασμό. Κουκουλωμένος για να μην διαβρωθεί από την υγρασία της εργασίας, παραμένει μέσα στο καταχείμωνο ευέλικτος, αποδοτικός και άλλο τόσο ακαριαίος. Πράγματι, δεν του ξεφεύγει τίποτα. Η λίμνη αποτελώντας προφανώς γι΄ αυτόν την ύψιστη διατύπωση, δεν είναι ένας άλλος μη ρηματικός κόσμος, αλλά ένα ενεργό πεδίο ποικιλόμορφων σημάτων. Οι αντανακλάσεις είναι τα ρήματα, που αυτός εννοεί καλύτερα, επιμένοντας σε λεπτομέρειες κυματισμών, σε παρατυπίες των τουριστών, σε ατασθαλίες των πτηνών, σε ύποπτους αντικατοπτρισμούς της υδάτινης μορφής. Πλοηγός μιας περίβλεπτης καθαρότητας.

*
Ευδιάκριτη. Ιδίως τη νύχτα, όταν είναι φωταγωγημένη. Η παγόδα Tran Quoc, που κατά λέξη σημαίνει «Εθνική Άμυνα» και είναι η παλαιότερη εδώ, ξεφυτρώνει από τα νερά της λίμνης, όχι σαν μια επιπρόσθετη αρχιτεκτονική επινόηση, αλλά σαν παράγραφος ενός συχνά επαναλαμβανόμενου ονείρου. Το βλέμμα, το ξέρω, την θέλει εκεί, σημάδι και θυρεό ταυτοχρόνως του Ανόι. Να υποσημειώνει διαρκώς την αειθαλή εθιμοτυπία των φιλοφρονήσεων προς την αισθητική των αρχαίων κανόνων. Λωτός υπερφυσικός, αποφαίνεται αμέσως η εμπειρία σου από τις συγκρίσεις. Δεν διαταράσσει όμως την υπόλοιπη χωροταξική συμμετρία, επαιρομένη ασυστόλως ή συντασσόμενη με τις επιταγές της αντίληψης κιτς, που είναι παντοδύναμη, ως γνωστόν, σε άλλες επικράτειες. Η σφραγίδα της παγόδας, ένα παιχνίδι του χρόνου, το οποίο επιδιώκει να αγνοεί θεαματικά την ενίοτε προκλητικά επίπλαστη σοβαρότητα της προόδου.

*
Τσάι από αγκινάρα: Απωθεί κατ΄ αρχήν η ιδέα ενός υγιεινού ροφήματος, το οποίο θα είναι προγραμματικά αρκετά πικρό ή έστω ανεκτά στυφό. Πίνοντας κάθε φορά τσάι από αγκινάρα προσπαθώ να βρω αντιστοιχίες, έστω έμμεσες, με κάποια άλλη γευστική πραγματικότητα, περισσότερο οικεία. Δεν νομίζω πως χάνω το παιχνίδι των εναλλαγών Το διανοητικά άνοστο μπορεί να καταστεί προοδευτικά νόστιμο; Πάντως στη γλώσσα μου απλώνεται για λίγο κάτι σαν χνούδι. Αναφέρομαι σ΄ ένα χλοοτάπητα. Τον περπατώ. Πόες καθησυχαστικές. Η αποσταθεροποίηση των δεδομένων μου επιδιώκεται με το γάντι. Μια νέα θετικότητα θαρρώ ότι υποβάλλει την ανανέωση των εκτιμήσεων στα μύχια της συνείδησης. Το συναίσθημα δεν αιωρείται πλέον μέσα στους ατμούς από το φλιτζάνι. Κατακάθεται απλώς στις οσφραντικές κυψελίδες αυτού του ταξιδιού. Η φράση «τώρα θα πιω τσάι από αγκινάρα» αρκεί για να ξεσηκώσει εποικοδομητικά το επιθήλιο.

*
Ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Μας φέρνουν στον πρώτο όροφο του κτιρίου, όπου στεγάζεται ένα υδάτινο κουκλοθέατρο. Αρένα νερό, καθρέφτης νερό. Επιφάνεια γυαλί αντικαθιστά το σανίδι των τυπικών θεαμάτων. Οι ανταύγειες στον ασημένιο φλοιό της προλέγουν το ασύνηθες. Μετά το εισαγωγικό άσμα των δύο ντυμένων με παραδοσιακές στολές τραγουδιστριών, τις οποίες συνοδεύει μια πενταμελής ορχήστρα στο αριστερό μέρος της αίθουσας, αρχίζουν να εμφανίζονται δυο-δυο ή τρεις-τρεις μαζί οι μικρές ξύλινες φιγούρες. Γύρω στα τριάντα με σαράντα εκατοστά η κάθε μια, κατά κανόνα ως τα γόνατα μέσα στο νερό, ντυμένες άψογα, διασχίζουν πότε νωχελικά, πότε με μεγάλη ταχύτητα τον χώρο τους. Κουνώντας τα χέρια, σηκώνοντας τους ώμους, παρακολουθώντας πάντα με προσοχή τα μουσικά προστάγματα, αποτελούν έναν πολύ δραστήριο θίασο. Οι καλοφτιαγμένες κούκλες δραματοποιούν με άνεση τις καταστάσεις, τις οποίες τη μια μετά την άλλη πειστικότατα διαχειρίζονται, υπακούοντας στον αυστηρό, εσωτερικό κανονισμό της νεροκίνησης. Ούτε προχειρότητες στην ανάπτυξη του μύθου, ούτε επιπόλαιοι αυτοσχεδιασμοί από δήθεν υπερταλαντούχους επαγγελματίες του είδους. Οι συντονισμένες κινήσεις τους, τα καλά υπολογισμένα διαβήματά τους στο χώρο και στον κουκλοθεατρικό χρόνο, η ρητορική έμφαση μιας καταλυτικής παντομίμας, η έντεχνη υπογράμμιση των χαρακτηριστικών τους, ιδίως εκείνων των ομιλητικών ματιών, συναποτελούν τους κύριους δείκτες της ευρηματικής και αποτελεσματικής μεθοδολογίας τους. Κατά πολύ μεγαλύτεροι από ό, τι θα απαιτούσε η όλη συμμετρία των προσώπων, οι νοήμονες οφθαλμοί αφηγούνται τις συγκινήσεις και βεβαίως τις άρρητες φράσεις, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί από τους επιτήδειους χειριστές της παράστασης, με υποδειγματική λεπτότητα. Το μάτι καθίσταται κείμενο. Διαβάζεται αποσπασματικά βέβαια, αλλά το μήνυμά του δεν εκφυλίζεται σε απλό σύνθημα. Κατά βάθος πρόκειται για πραγματεία κλαυσίγελου.
Συγκρατώ επίσης ότι ο κορμός της κάθε κούκλας αποτελεί εκ παραλλήλου κάτοχο ενός κώδικα ατομικής συμπεριφοράς. Το σώμα αναλαμβάνει την υποχρέωση να διδάξει ένα μέρος της ιστορίας. Και γι΄ αυτό ακριβώς παραμένει αυτοτελές ως φορέας εννοιών κι αυτόνομο ως νομέας ιδεών σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο ευρηματικός κι εργώδης ερωτύλος, για παράδειγμα, ο οποίος την κατάλληλη στιγμή σηκώνει στα χέρια του το αντικείμενο της λατρείας του και τρέχει στα απόκρυφα μέρη της σκηνής, δεν είναι το ανδρείκελο της ζωής, αλλά ο ήρωας του βιετναμέζικου καλλιτεχνήματος. Το σώμα, έστω και σε σμίκρυνση, έστω εξ αντικειμένου άψυχο, έστω τέχνημα λαϊκής ψυχαγωγίας, διατηρεί πάντα την ικμάδα του όρου του ακέραιη και άδολη. Εξ ου και ο συγχρωτισμός μου με τον νιτσεϊκό ορισμό, που με συνόδευσε μετά την παράσταση, κατεβαίνοντας τα σκαλιά: «όλο αυτό το φαινόμενο του σώματος είναι, από διανοητική άποψη, τόσο ανώτερο από τη συνείδησή μας, από το πνεύμα μας, από τους συνειδητούς μας τρόπους του σκέπτεσθαι, του αισθάνεσθαι και του βούλεσθαι, όσο και η άλγεβρα είναι ανώτερη από τον πίνακα πολλαπλασιασμού».
*
Παρένθεση. Θα μπορούσε το τετράστιχο, που ακολουθεί να είχε γραφτεί σ΄ αυτό το κλίμα. Παραθέτω τη συγγένεια των οσμώσεων: «Το ταξίδι σ΄ απίθωσε σε μένα. / Το σκοτεινό σου στόμα τονίζει την υπόσχεση της γύρης./ Αποκοιμήσου στις απολήξεις των νεύρων μου / κι ο λιμναίος κόσμος θα γίνει φύλλωμα». Πρόκειται για το «Ενθύμιο ταξιδιού πριν την άνοιξη» από την ποιητική συλλογή της Λιάνας Σακελλίου Πάρε με σαν φωτογραφία των εκδόσεων Τυπωθήτω του Γιώργου Δαρδανού, που κυκλοφορήθηκε το 2004.

*
«Όχι να μην πας στο Ντιεν Μπιεν Φου, δεν αξίζει ο κόπος, υπάρχουν άλλα αξιοθέατα πολύ καλύτερα από το νεκροταφείο των Γάλλων », με συμβούλευσαν οι συνάδελφοι που με ξενάγησαν στο Βιετνάμ. Τα επιχειρήματά μου περί του αντιθέτου δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Δεν τους έπεισαν όμως. Δεν ξέρω βέβαια, ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη χώρα του Χο Τσι Μινχ, αν έπρεπε τελικά να υπαναχωρήσω και ν΄ αφήσω τις άλλες δελεαστικές προτάσεις των φίλων, που ζουν κι εργάζονται χρόνια εδώ, να με αποπροσανατολίσουν. Ήθελα να δω από πολύ κοντά τα βουνά που περικύκλωσαν τους εισβολείς, τα βουνά που είδαν για τελευταία φορά προτού πεθάνουν οι πολεμιστές και των δύο πλευρών, τις πλαγιές και τις χαράδρες με τα αποτυπώματα της αγωνίας. Κάποια θα πρέπει να διατηρούνται ακόμη εκεί. Σημάδια ανεξίτηλα ενός ακραίου παραλογισμού. Ήθελα να μπω από την πίσω πόρτα του τοπίου στα καθέκαστα εκείνης της πάλης των πενήντα πέντε ημερών. Η σαρωτική εκείνη ήττα των ξένων που ήρθαν από τη Δύση ένοιωσα ξαφνικά ότι με αφορούσε. Αποκλειστικά. Ερχόταν προς το μέρος μου με τη δύναμη που έχει η Ιστορία, όσο κι αν την αποφεύγουμε γνωσιολογικά, να μας κολλάει κάποια στιγμή στον τοίχο.

*
Στα περισσότερα καταστήματα για τουρίστες, εκεί που κρέμονται τα τυποποιημένα ταξιδιωτικά ενθύμια, τα είδη λαϊκής χειροτεχνίας, τα παραφερνάλια των επισκέψεων στα λογής αξιοθέατα και οι χάρτες της πόλης, με περιμένει, σε εμφανές σημείο, μια σειρά από τις ίδιες πάντα κάρτες. Πότε γυαλιστερές, πότε θαμπές απεικονίζουν «Εκείνον που φωτίζει». Πρόκειται για τον Χο Τσι Μινχ, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Νγκουγιέν Τατ Ταν. Αποδίδονται ειρηνικές στιγμές της μέσης, κατά κανόνα, ηλικίας του. Το εμφανώς ειδυλλιακό περιβάλλον συμμετέχει στην προβολή ενός συνήθως ήρεμου, στοχαστικού πορτρέτου. Η καλοκάγαθη αυτή φυσιογνωμία θα άρμοζε περισσότερο σ΄ έναν σεβάσμιο, ασκητή άγιο της παράδοσής μας, παρά σ΄ έναν μεθοδικό, ρηξικέλευθο μαρξιστή. Χρωματιστές επιφάνειες, υποσχέσεις ευδαιμονίας. Δεν ξεχνώ ότι ο σταθερά γειωμένος στα ινδάλματά του, Πιερ Πάολο Παζολίνι, στο ποίημά του με τίτλο «Για την επιθανάτια αγωνία του Χο Τσι Μινχ», άφησε την πηγαία του έκφανση να μας χαρίσει το δικό της, σαφώς λυρικό πορτρέτο. Ας μεταφέρω τους τελευταίους στίχους στην ελαφρώς ξεθωριασμένη κάρτα που διάλεξα, τη σαφώς ηπιότερη σε συνδηλώσεις. Μεταφράζει ο φίλος μου Γιάννης Υφαντής: «Γύψινα ύστερα θα στήσουνε μνημεία / που βέβαια ωραία δεν θα είναι / αφού αυτοί δεν ξέρουν παρά μόνο / να κάμνουνε ωραία χαρακώματα, / καλύβες κι εργαλεία της δουλειάς τους / κι όχι μνημεία της εποχής των μηχανών. / Μα δεν θα δεις τον άτυχο αγώνα τους / ενάντια στην τυράγνια της ειρήνης. / Και δεν θα δεις την κόκκινη σημαία τους / να γίνεται σαν όλες τις σημαίες. / Γλυκέ πατέρα με το ταπεινό / κι αγαπημένο σου χαμόγελο / που ΄γινε κιόλας τόσο μακρινό, / αυτό που μένει από σένα στην καρδιά μας / είναι η στερνή φωνή ένα χωριό/ λίγο πριν σβήσει το πανάρχαιο φως».

*
Ένα από τα αδιαφιλονίκητα κοσμήματα της πόλης: «Μετροπόλ». Στην ανενδοίαστη αυτοπεποίθηση του πλούτου, που διακρίνει με την πρώτη ματιά ανάλογους χώρους, το ύφος αυτού του ξενοδοχείου μπορεί να συνδυάζει με ευχέρεια τις παροχές λογικών τιμών με τη γαλήνη ενός γούστου, το οποίο από καταβολής του απεχθάνεται την προπέτεια, αλλά και την επίδειξη της εγκυρότητάς του. Κυριαρχεί ένα υπνωτικό καφέ χρώμα: η πατίνα των καιρών συστηματική και το κυριότερο ανάλαφρη φαίνεται ότι μπορεί να εξουδετερώνει τις όποιες αντιρρήσεις ακόμα και του πλέον μίζερου θαμώνα. Ο τυχόν ψόγος του δεν γίνεται να ακουμπήσει τις ευγένειες του φίλιου ξύλου. Η αναστολή της μεγάλης μέριμνας, η υπονόμευση του «επείγοντος», που τυχόν μας απασχολεί, είναι κατά βάθος υπόθεση μιας καλά στιλβωμένης επιφάνειας ολοζώντανων, θα έλεγες, κλαδιών. Η χαλάρωση στην αίθουσα, όπου προσφέρεται το απογευματινό τσάι και ο πατροπαράδοτος βιετναμέζικος καφές, διεκδικεί αναπόφευκτα τα πάντα. Πρωτίστως διεκδικεί εαυτούς. Εικόνες, που υπόσχονται να ξεκλειδώσουν και για σένα το απόρρητο μήνυμά τους, ξεπροβάλλουν από το βάθος του κήπου. Η μια μετά την άλλη δείχνουν έτοιμες να σε απορροφήσουν. Το Βιετνάμ συμπυκνώνεται εδώ σε μια αρμονία απελευθερωμένων συνειρμών. Καταβύθιση στη χοάνη του θαυμαστικού δευτερόλεπτου. Μπορεί να περιμένει κι άλλο έξω από την κεντρική είσοδο η σπουδή της ημέρας, που θέλει να ντυθεί πάση θυσία απόγευμα. Εδώ είναι διαρκώς απομεσήμερο. Παραλλάσσοντας τον ορισμό του Ουάλας Στήβενς, «κάθε εποχή είναι μια ταχυδρομική θυρίδα», θα μπορούσα να αφήσω γραμμένο στο βιβλίο παρατηρήσεων του «Μετροπόλ» το εξής, σχεδόν αυτονόητο πλέον αξίωμα: «κάθε εποχή είναι ένα ξενοδοχείο». Στις φωτογραφίες τους από ένα ένδοξο παρελθόν ξενίας, οι ιθύνοντες του «Μετροπόλ» προσπαθούν να μνημειώσουν την αυταξία του ξενοδοχείου τους. Είναι προφανές ότι αγάπησαν ιδιαιτέρως το Βιετνάμ όσοι απεικονίζονται στην αρκετά μεγάλη προθήκη ενθυμίων, πολιτικοί, επώνυμοι κι ανώνυμοι αποικιοκράτες, αρχηγοί κρατών, διανοούμενοι και αθλητές διαφόρων κατηγοριών. Το λάτρεψαν. Ορισμένοι μάλιστα από την πολλή «αγάπη» τους να το έβλαψαν θανάσιμα κάποτε. Οι κόκκοι των φωτογραφιών εξαιρετικά εύγλωττοι. Επιδίδομαι για λίγο απερίσπαστος στη μόρφωση, στις λεπτομέρειες των σπάνιων, ασπρόμαυρων αυτών μαρτυριών. Ένας κόσμος δείχνει κάτι. Αργοσαλεύει. Θέλει να μου περάσει μήπως ένα μήνυμα κατακτημένης αιωνιότητας; Αντιλαμβάνομαι ότι η κάθε κλίση, η κάθε γωνία λογαριάζει. Άλλωστε, όπως ισχυρίσθηκε με ένταση ο Τζων Χιούστον, μιλώντας για την πρώτη ξαδέρφη του φωτογραφικού φακού, την κινηματογραφική όραση, κι εγώ τώρα, σ΄ αυτή την παρέλαση των ομιλητικότατων χαρακτήρων του παρελθόντος, «παίρνω όρκο πως η κάμερα διαπερνά τα πρόσωπα και πιάνει πράγματα αόρατα για το μάτι».

*
Τσάι με τζίντζερ και κανέλα. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα, είχα την αίσθηση ότι υπερίσχυε κατά πολύ η εύκολα αναγνωρίσιμη φύση του τζίντζερ. Δυο τρεις μέρες μετά, σχημάτισα όμως τη γνώμη ότι επικρατούσε μια σαφώς διαφορετική ποιότητα απόλαυσης. Μια ένυλη άλως. Ήταν η παρουσία της κανέλας. Κι όμως το τσάι προερχόταν από το ίδιο κουτί που είχα αγοράσει μόλις έφτασα εδώ. Τα σημεία είθισται να μουδιάζουν, να υπονομεύουν την επίγνωση. Ή μήπως η γεύση προσαρμόζεται στην προαίρεση του θυμικού, στην όποια διάθεση της στιγμής, ή ακόμα στην προεπιλογή της ψυχής; Το τζίντζερ, εντέχνως πτυχωμένο μέσα στην κανέλα και αντιστρόφως, αντιστρατεύεται τη λεγόμενη ιδανική κανονικότητα, την τόσο γνωστή και απολύτως αποδεκτή από τον ημέτερο φέρ΄ ειπείν λάρυγγα. Απαιτείται βεβαίως κάποιος χρόνος ώστε να μικρύνουν οι εναντιωματικές συνισταμένες της πρόσληψης των δύο καταστατικών ουσιών. Συνεπώς, όταν αίρονται οι ομολογούμενες αντιθέσεις, μπορούν να συμπέσουν τελικά σε μια λέξη, έστω στην αιωνίως πρόχειρη, άκρως συμφιλιωτική εκείνη: «interesting». Έτσι εκφράζονται, παραδείγματος χάριν, εις επήκοον όλων, οι αγγλοσάξονες της παρέας, που δοκιμάζουν μαζί μου, στο αίθριο του ξενοδοχείου μας, την επιβεβαίωση αυτών των ιδιόμορφων συγκερασμών ρίζας και φλοιού. Διαπιστώνοντας στην πράξη της στοματικής φιλοξενίας την απρόοπτη αυτή σύγκλιση, καταφεύγουν σ΄ έναν όρο που διακρίνεται για τη σημασιολογική του ευελιξία, ικανή να χωρέσει ακόμη κι όσα δηλώνουν αταίριαστες ετερότητες.

*
Στα καλούπια και πάλι της αναγνωστικής μου συνείδησης. Από εκεί μεταφέρομαι σε ένα άλλο ξενοδοχείο, στο Hotel du Quai Voltaire. Παρίσι. Ημερομηνία: Δευτέρα, 3 Ιουνίου του 1907. O Ρίλκε σε επιστολή του προς τη σύζυγό του, τη γλύπτρια Clara Westhoff, εξομολογείται: «…πόσο είναι διαφορετικό να βλέπει και να εργάζεται κανείς σε άλλο τόπο∙ κοιτάζεις και σκέφτεσαι: αργότερα. Εδώ είναι σχεδόν το ίδιο. Είμαι πάλι εδώ: αυτό δεν είναι ούτε παράξενο, ούτε αξιοσημείωτο, ούτε εντυπωσιακό. Δεν είναι καν μια γιορτή∙ γιατί μια γιορτή θα ήταν τουλάχιστον μια διακοπή. Αυτή εδώ η πόλη σε παίρνει και σε συνοδεύει παντού, μέσα απ’ όλα, μέσα από όλα τα μικρά και τα μεγάλα. Όλα όσα υπήρξαν μπαίνουν σε άλλη τάξη, μπαίνουν σε σειρά, σαν να έστεκε εδώ κάποιος και να διέταζε∙ και το παρόν είναι με όλη την ένταση παρόν, σαν να ήταν πεσμένο στα γόνατα και να προσευχόταν για σένα…». Η διαιώνιση της ίδιας σχεδόν εμπειρίας καθώς χύνεται στα αυλάκια της περιήγησής μου. Ο νους, μια εκδρομή που τελειώνει μόνο με το μεγάλο ύπνο.

*
Τσάι από λωτό. Συγκεντρώνομαι. Δεν πρόλαβα να πω «δεν είναι δυνατόν να είναι τσάι αυτό» και ήπια. Η πρώτη γουλιά. Αρκετά διστακτική ομολογώ. Το σίγουρο πέρασμα σ΄ έναν άγνωστο, αλλά όχι φοβικό τόπο των γεύσεων. Ελάχιστα απομεινάρια του άνθους συνάντησαν τον επιφυλακτικό μου φάρυγγα. Το φυτό, έστω και σε περιεκτική μορφή, ζητούσε να εγκατασταθεί μέσα μου. Ήταν μια μύηση στο αίσθημα της λίμνης που το καλλιέργησε, που το φρόντισε τόσο υπομονετικά μέχρι να γίνει πόσιμο. Το θεώρησα τελικά προϊόν μιας κραταιάς νομοτέλειας. Με τη δεύτερη γουλιά γινόμουν μέρος των επιπλεόντων μίσχων και φύλλων. Το άνθος του λωτού, υπαινιγμός ταύτισης και συνειδητής συμμετοχής στην πρωταρχική συνθήκη της ζωής μας. Την απολύτως υδρόβια. Δεν χρειάσθηκε να προσποιηθώ αποδοχή ή κατ΄ ανάγκην ευαρέσκεια: ανανέωσα την επαφή μου με το νόημα του λωτού και όποιον ιδρυτικό του λόγο εγγυήθηκε σήμερα εντός μου. Άλλωστε εγώ ήμουν αυτός που παρήγγειλε τσάι από λωτό. Κατ΄ αρχήν από δικαιολογημένη περιέργεια, αλλά και από μια έλξη, προβλέψιμη και εξ ίσου επιτακτική, προς τη γνώση αρχών.

*
Αποφεύγω συστηματικά να δοκιμάζω τα μυρωδάτα εδέσματα των πλανόδιων πωλητών ή ό, τι προσφέρουν τα μικρομάγαζα που γεννιούνται στα πεζοδρόμια λίγο πριν πέσει ο ήλιος και χάνονται με το ξημέρωμα. Έχω ακούσει ότι ανάμεσα στα καλαμάκια με αυθεντικό χοιρινό ή κοτόπουλο δεν αποκλείεται καθόλου να υπάρχουν και νόστιμα κεφτεδάκια ή σάντουιτς με κρέας αρουραίων, που αφθονούν στην πόλη. Όποτε παίρνει το μάτι μου να τρυπώνει κάποιον απ΄ αυτούς στη γωνία του ή δίπλα στον κάδο με τα σκουπίδια, όχι βιαστικά, αλλά με την άνεση ιδιοκτήτη, υποθέτω ότι σε λίγο δεν αποκλείεται να τον μαγειρέψει κάπου εκεί κοντά ο τυχερός κυνηγός. Τα αντισώματά μας ακολουθούν ανά την υφήλιο περίεργους δρόμους. Έτσι και τα φαγητά, με την απαραίτητη τσίκνα ή την ευωδία αντιστοίχως της ισχυρής έλξης, προσαρμόζονται στα γούστα μας σύμφωνα με τις αντιστάσεις μας όχι κατ΄ ανάγκην στην εξ υποκειμένου άκρως αηδιαστική ή επικίνδυνη από πλευράς συστατικών μπουκιά, αλλά στο οικονομικά ασύμφορο του φαγητού. Η εξοικονόμηση πόρων καθιστά λοιπόν αυτομάτως τον αρουραίο μικρογεύμα. Η μαγειρική δεν είναι απλώς τέχνη, αλλά ένα ευρύτατο πλαίσιο εξουδετέρωσης των παντοειδών προκαταλήψεων. Το δικαίωμα στην τροφή είναι και δικαίωμα στην κατάλυση των διατροφικών ιδεοληψιών. Μήπως δεν αληθεύει άραγε ότι το άπειρο του σύμπαντος αποτελεί κι αυτό ιδιαίτερο σημάδι του ενδεχομένου; Εκτός κι αν στην προκειμένη περίπτωση αστοχεί ο Ζακ Λακάν, που υπεστήριξε με θέρμη αυτή τη θέση.

*
Στο δρόμο. Μπορεί να βρέξει. Ο αέρας μυρίζει ήδη σταγόνες που βιάζονται. Καιρός από γλυσίνες. Η κίνηση έχει φτάσει κιόλας στο απόγειό της. Σε λίγο θα νυχτώσει κι όλοι βιάζονται να γυρίσουν το συντομότερο στο σπίτι. Σκοτάδι και βροχή: ο βρόγχος του ποδηλάτη και του μοτοσικλετιστή των μικρών και των μεγάλων αποστάσεων. Μπαίνω στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μου. Ανοίγει και κλείνει τα πέταλά του σαν το έμπειρο όστρακο. Μικρό, άβολο, ίσως πολυτρακαρισμένο. Πάντως μου φαίνεται καθαρό. Κι όλα αρχίζουν σε λίγο να έρχονται καταπάνω μας. Μπαινοβγαίνουμε σε αρτηρίες διπλής κατεύθυνσης και σε απίστευτα στενά σοκάκια με την άνεση ενός πολύπειρου χορευτή. Στις πλατείες, τα κύματα των αυτοκινήτων διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ εμείς τα διασχίζουμε χωρίς καμιά γρατσουνιά. Περνάμε ξυστά από τους άλλους, που δείχνουν ότι μάλλον μας αγνοούν εκ προθέσεως. Πολύ αραιά να κορνάρει κάποιος ανυπόμονος ή επιδεικτικά παράφωνος. Σα να παίρνουμε μέρος όλοι μαζί σε μια πολυπαιγμένη κινηματογραφική ταινία με αναρίθμητους κομπάρσους. Διακρίνω ελάχιστα φανάρια κυκλοφορίας. Τα σήματα της τροχαίας συνήθως πνίγονται μέσα στα πυκνά φυλλώματα των δέντρων. Η συντριπτική πλειοψηφία των δίκυκλων υπαγορεύει φυσικά τους κανόνες της. Γλιστράμε στις λεωφόρους ή σερνόμαστε σύμφωνα με τον εξαιρετικά απαιτητικού σχεδιασμού ενός μηχανοκίνητου παρόντος. Κούρσα αχαλίνωτη, αλλά τελείως αβλαβής από ό, τι φάνηκε στο τέλος. Ποτάμια μετάλλων οι κεντρικές οδοί. Ούτε στο λαβυρινθώδες Πεκίνο, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όπου πλεόναζαν ασφυκτικά κι εκεί τα ποδήλατα, δεν θυμάμαι να συνάντησα ανάλογη χαοτική κίνηση κι ανάλογη ορμή προς τα μπρος. Το Ανόι δείχνει σίδερο που τρέχει. Κι εκείνο ξέρει προς τα πού.