Η Βόρεια Αμερική του 19ου αιώνα συνιστά το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο. Υγρασία από σελίδες μυθιστορημάτων του Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον εισχωρεί στον Καλό κλέφτη. Πρώτο και σημαίνον ταυτοχρόνως Bildungsroman από μια προσοντούχο μυθιστοριογράφο.

Η Hannah Tinti όχι μόνον έχει εντρυφήσει ευεργετικά στη μεγάλη παράδοση του είδους, αλλά φαίνεται να επιδεικνύει ιδιαίτερη ευχέρεια στην περαιτέρω καλλιέργειά του, λαμβάνοντας υπόψιν τις τρέχουσες συνισταμένες της δημιουργικής γραφής. Στο πεδίο των κειμενικών, απαιτητικών εφαρμογών, το μυθιστόρημα αυτό διακρίνεται κατά συνέπεια εύκολα για τις αρετές του. Οι σελίδες του προϋποθέτουν άλλωστε μακροχρόνια άσκηση στην καταγραφή αποκλειστικά και μόνον των καίριων φάσεων της δράσης, στον κατάλληλο τονισμό της ειδοποιού διαφοράς και στην προβολή του εξ ορισμού ασυνήθους, του λυσιτελούς γκροτέσκο, του καθηλωτικού κλαυσίγελου.

Χαρακτήρες, οι οποίοι συγγενεύουν κατ΄ ευθείαν γραμμή με πρωτοπαλίκαρα και μειράκια τόσο του Χέρμαν Μέλβιλ, όσο και του Μαρκ Τουαίην, χωρίς να αποκλείουν όμως και εξ αγχιστείας δεσμούς με εμβληματικές περσόνες του Καρλ Ντίκενς, παρελαύνουν με ασίγαστη φορά στις σελίδες του έργου. Η πληθωρική τους παρουσία, οι εκρήξεις του θυμικού των και οι αλλεπάλληλες, τραγικές ή κωμικοτραγικές ανατροπές, στις οποίες εμπλέκονται ψυχή τε και σώματι, συμβάλλουν αποφασιστικά στην πληρέστερη τοιχογραφία εκείνης της πολυεπίπεδης, ζοφερής κατά τι, πάντως εξαιρετικά ενδιαφέρουσας από ανθρωπολογικής σκοπιάς εποχής.

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ

Η αύρα ενός άδολου ουμανισμού καταφέρνει εν τέλει ν΄ αναδειχθεί εκεί όπου όλα δηλώνουν έργα και ημέρες εκ γενετής ανηθικολόγων.
Οι όποιες ανακατατάξεις στο εσωτερικό της άτακτης, σχεδόν άναρχης κυψέλης αυτής κυψέλης του Νέου Κόσμου, όπου εκόντες άκοντες συμφύονται και συμφύρονται, ενδιαφέρουν άμεσα, όπως θα περίμενε κανείς, όλους ανεξαιρέτως τους πρωταγωνιστές του Καλού κλέφτη. Κύρια μέριμνα των είναι ασφαλώς η επιβίωση. Η παθολογία από την πειθαναγκαστική συνύπαρξη μεγεθύνεται δεόντως. Η θυσία στο βωμό του άμεσου κέρδους δεν είναι όμως πλήρης. Ικμάδες ηθικής στάσης παραμένουν κατ΄ ουσίαν αλώβητες. Η αύρα ενός άδολου ουμανισμού καταφέρνει εν τέλει ν΄ αναδειχθεί εκεί όπου όλα δηλώνουν έργα και ημέρες εκ γενετής ανηθικολόγων. Η κλοπή, η φθορά ξένης περιουσίας, η υπεξαίρεση, η πλαστογραφία, το παντοειδές λαθρεμπόριο, η κατ΄ εξακολούθηση βία, πολλές φορές μάλιστα άκρως ειδεχθής, η εξόφθαλμη απάτη και η ανενδοίαστη απειλή απομυθοποιούνται πλήρως εκείνη ακριβώς τη στιγμή που νομίζουμε ότι επικυριαρχούν ως ανελαστικές εντολές ενός παντοδύναμου, αειθαλούς υποκόσμου. Το αίτημα της κάθαρσης εννοείται, αιωρούμενο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Η αλήθεια θα αναζητηθεί στις κορυφαίες στιγμές του έργου, όπως ακριβώς ποθείται το φως από τους τυφλούς.

Εν περιλήψει: ο δωδεκάχρονος τρόφιμος ορφανοτροφείου ονόματι Ρεν, έχοντας χάσει σε βρεφική ηλικία το αριστερό του χέρι, επιθυμεί διακαώς να βρεθεί κάποια στιγμή μια οικογένεια για να τον υιοθετήσει και να τον πάρει μακριά από το μισητό κοινόβιο των απολωλότων πιτσιρίκων. Αντί οικογενείας, παρουσιάζεται ο μυστηριώδης κύριος Μπέντζαμιν Ναμπ, ένας αδίστακτος κατά βάθος αγύρτης, ο οποίος θα τον αποσπάσει εντέχνως από τους ιθύνοντες του ορφανοτροφείου. Ο περιπετειώδης βίος του Ρεν, όπως διασταυρώνεται στη συνέχεια με τους αντίστοιχους τρόπους ζωής αντιπροσωπευτικών τύπων του περιθωρίου, αιχμαλωτίζει στην κυριολεξία την ανάγνωση.
Βεβαίως, η ραγδαία εξέλιξη κατάγεται αμέσως, ως αφηγηματικός τρόπος, και από το κινηματογραφικό ιδίωμα. Οι αναστημένοι “νεκροί”, οι οποίοι παραπέμπουν τόσο στον Τζον Κάρπεντερ όσο και στον Στέφεν Κινγκ, τα ομιλητικά, ενίοτε φίλια ζόμπι, οι μυστηριώδεις, εκκωφαντικοί νάνοι, οι αινιγματικές ξενοδόχες, οι αμετανόητοι μικροαπατεώνες, οι κατά περίσταση εγκληματίες, οι πληρωμένοι φονιάδες δρουν και αντιδρούν κατά κανόνα νομοτελειακά, ως γνήσια δηλαδή τέκνα από την αυθόρμητη, παραγωγική ένωση της φιλμικής μεθόδου ανάπτυξης του μύθου- ιστορήματος και της εύπλαστης, πολύτροπης νεωτερικής γραφής. Η μετάφραση απέδωσε με συνέπεια τις διακυμάνσεις του απαιτητικού πρωτοτύπου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Ο καλός κλέφτης, Hannah Tinti. Μτφρ: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Πόλις 2013, Σελ. 404, τιμή 16,00 Ευρώ.