Την Τρίτη, έπαθα σοκ. Καθ΄οδόν προς το σπίτι μου από το «Νέο Κόσμο», σταμάτησα στο σούπερ μάρκετ να αγοράσω μερικά πορτοκάλια, που μου παράγγειλε τηλεφωνικά η σύζυγός μου.

Μπαίνοντας στο τμήμα λαχανικών και φρούτων της υπεραγοράς, με χτύπησαν κατακέφαλα οι τιμές-«φωτιά» των προϊόντων, που κείτονταν αδιάφορα στους πάγκους ή προκαλούσαν στοιβαγμένα προσεκτικά σε ράφια και πλαστικά δοχεία. 

Αρχικά, υπέθεσα, ότι δεν έβλεπα καλά τις τιμές επειδή δεν φορούσα τα γυαλιά μου. Φόρεσα τα γυαλιά μου και συνέχισα να ελέγχω τις τιμές σκεπτόμενος, ότι με τέτοιες τιμές ο βιοπαλαιστής οικογενειάρχης ούτε χόρτα δεν μπορεί να ταΐσει την οικογένειά του.

Όλα τα φαντάστηκα, μα δεν φαντάστηκα ποτέ ότι στην Αυστραλία του 2014 τα φασολάκια θα γίνονταν είδος πολυτελείας. Ότι τα κουνουπίδια και τα μπρόκολα θα γίνουν απλησίαστα. Μήτε φαντάστηκα ποτέ, ότι μία τετραμελής οικογένεια θα πλήρωνε περισσότερα για να απολαύσει ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι μετά το φαγητό, από όσα θα πλήρωνε για ένα καλό κομμάτι κρέας.

Μα, ούτε κρέας μπορεί να ταΐσει την οικογένειά του ο βιοπαλαιστής, διαπίστωσα μετά τον έλεγχο και των τιμών του κρέατος – οι τιμές των λαχανικών και των φρούτων κέντρισαν την περιέργειά μου και άρχισα να ψάχνω και τις τιμές του κρέατος που είναι εξ ίσου «φλογερές». 

Είχα τη λανθασμένη εντύπωση ότι, ως κάτοικοι κρεατοπαραγωγικής χώρας αγοράζουμε φθηνά το κρέας. Ακούω τα συχνά παράπονα της συμβίας μου για «αφόρητη ακρίβεια» των ειδών διατροφής, αλλά δεν φανταζόμουν, μέχρι προχθές, τη συστηματική ληστεία των καταναλωτών από το σύστημα. 

Ναι, αισθάνομαι ότι με λήστεψαν προχθές, ζητώντας μου οκτώ δολάρια και είκοσι σεντς για τέσσερα πορτοκάλια. 

Είστε σίγουρος, ότι με χρεώσατε τη σωστή τιμή, ρώτησα ευγενικά το νεαρό στο ταμείο. «Μάλιστα κύριε», απάντησε εξ ίσου ευγενικά ο νεαρός. «Δυστυχώς, τα φρούτα και τα λαχανικά δεν είναι πλέον τόσο φθηνά, όσο ήταν στο παρελθόν» προσέθεσε σε απολογητικό τόνο.

Δεν έδωσα συνέχεια στη συζήτηση. Δεν έχει νόημα να παραπονιέσαι στον υπάλληλο για την ακρίβεια των αγαθών που αγοράζεις, όταν ξέρεις ότι δεν ευθύνεται για την αισχροκέρδεια των εργοδοτών του. Πλήρωσα $8,20 και περίμενα τα ρέστα, όταν η ηλικιωμένη κυρία, που περίμενε πίσω μου, θέλησε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση με το νεαρό για τις τιμές των λαχανικών και των φρούτων.

«Δουλεύετε;» με ερωτά απροειδοποίητα. Η Εφορία είναι, σκέφτηκα πριν απαντήσω.

«Δουλεύω», της απάντησα. Αλλά τι σχέση έχει η δουλειά μου με τις τιμές των φρούτων και των λαχανικών; Συνέχισα.

«Έχει και μάλιστα μεγάλη» επανέρχεται. 

«Δεν είμαι από τους υψηλόμισθους εργαζομένους που δεν νοιάζονται για το κόστος ζωής, διότι έχουν την οικονομική άνεση να το αντιμετωπίσουν» εξηγώ.

«Καταλαβαίνω» απαντά η γλυκύτατη κυρία.

«Σε ερώτησα, αν δουλεύεις, για να σου εξηγήσω, ότι το ανερχόμενο κόστος ζωής των βασικών ειδών κάνει δυσκολότερη τη ζωή των συνταξιούχων, σαν εμένα και τον άνδρα μου, και των άλλων καταναλωτών με χαμηλά εισοδήματα» λέει εμφατικά. 

«Δουλέψαμε σκληρά και οι δύο, πληρώσαμε φόρους και περιμέναμε στήριξη από το κράτος μετά τη συνταξιοδότησή μας. Δυστυχώς, υποχρεωνόμαστε να ξοδεύουμε από τις αποταμιεύσεις μας για να ζήσουμε αξιοπρεπώς. Το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων διαβρώνεται συνεχώς από την ακρίβεια και η διάβρωση θα είναι ταχύτερη στο μέλλον εξ αιτίας της αλλαγής του συστήματος προσαρμoγής των συντάξεων στο κόστος ζωής» προσθέτει.

Πλήρωσε για τα λίγα είδη που αγόρασε και συνεχίσαμε τη συζήτηση καθ’ οδόν προς το πάρκινγκ. Της εξηγώ, ότι και το βιοτικό επίπεδο μεγάλου ποσοστού του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας διαβρώνεται συνεχώς από την άρνηση του συστήματος να αποζημιώνει ικανοποιητικά κάθε εργαζόμενο για το ανερχόμενο κόστος ζωής. Συμφώνησε και κατευθυνθήκαμε προς τα αυτοκίνητά μας ανταλλάσσοντας ευχές για τα Χριστούγεννα και το Νέο Έτος.

Καθ’ οδόν προς το σπίτι μου επανήλθαν στη μνήμη μου οι αιτιάσεις της «χαλάρωσης» της αυστραλιανής οικονομίας, που άκουσα από τον έγκριτo οικονομολόγο Chris Richardson, στέλεχος του έγκριτου οικονομικού οργανισμού Access Economics.

Στην εμπεριστατωμένη ανάλυσή του στο κανάλι Sky News, ο κ. Richardson απέδωσε τη «χαλάρωση» της οικονομίας και στις «μικρές μισθολογικές αυξήσεις», οι οποίες περιόρισαν το εισόδημα του κράτους από το φόρο εισοδήματος. Η εργοδοσία πιέζει και επιτυγχάνει, με τη βοήθεια του κράτους, χαμηλές αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων. Το συναινετικό κράτος, όμως, δεν παρεμβαίνει για τη συγκράτηση των τιμών βασικών αγαθών για την προστασία της αγοραστικής αξίας των μισθών των εργαζομένων. 

Τεκμηριωμένα, ο μέσος εργαζόμενος ελάχιστα ωφελείται από τις πενιχρές μισθολογικές αυξήσεις που λαμβάνει, διότι το κόστος ζωής ανεβαίνει ταχύτερα από τους μισθούς αφενός και αφετέρου διότι μέρος της «αποζημίωσής» του για την άνοδο του κόστους ζωής – της αύξησης του μισθού του – καταλήγει στα κρατικά ταμεία, διότι παράλληλα με το εισόδημά του ανεβαίνει και ο φόρος εισοδήματος, που πληρώνει.

Συμπερασματικά, η επιβίωση του χαμηλόμισθου, βιοπαλαιστή Αυστραλού πολίτη δυσκολεύει καθημερινά, καθώς το κόστος ζωής ανεβαίνει με ταχείς ρυθμούς και οι μισθοί ακολουθούν βήμα σημειωτόν. Η νέα κοινωνική τάξη των άπορων-εργαζομένων είναι η αψευδής απόδειξη της ανεπάρκειας των μισθών για αξιοπρεπή διαβίωση στη χώρα, που ο έξω κόσμος εξακολουθεί να θεωρεί «παράδεισο».