Ήρθε στην Αυστραλία και βρήκε αδέλφια που δε γνώριζε!

Η απίστευτη και συγκινητική ιστορία του Κρίστιαν Στεργιάννη

«Εγώ ήρθα στην Αυστραλία έχοντας την υπηκοότητα, μόνος, έτσι για να τη δω, και βρήκα αδέλφια που δεν γνώριζα καν. Βρήκα ανίψια και οικογένεια! Μεγάλωσα ως μοναχοπαίδι, μην έχοντας καμία απολύτως επαφή όλη μου τη ζωή με τα αδέλφια μου και από τότε που τα γνώρισα έχει αλλάξει η ζωή μου»!

«Εσύ, πώς βρέθηκες εδώ;» ήταν το έναυσμα για την παραπάνω εξομολόγηση. Είναι η αγαπημένη μου ερώτηση σε όποιον νεοφερμένο συναντώ, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η απάντηση θα είναι πάνω-κάτω κοινή, παρ’ ότι ο καθένας μας κουβαλά τη δική του ιστορία. Ομολογώ πως την ιστορία του Κρίστιαν δε θα μπορούσα ούτε στην πιο τρελή μου φαντασία να την σκεφτώ. Νομίζω ούτε και εκείνος.

«Εσείς δεν την ξέρετε την ιστορία μου;» μάς λέει εκείνος, αφοπλιστικά, λες και θα ‘πρεπε να την ξέρουμε. Και, όντως, μια τέτοια ιστορία θα έπρεπε να την ξέρουμε! Και χαίρομαι πολύ που την μοιράστηκε μαζί μας πηγαία και τυχαία εξαρχής τη μέρα που πήγαμε για πρώτη φορά στο μαγαζί του και έπειτα πιο λεπτομερειακά στη συνέντευξη που ακολούθησε. Γιατί συμβαίνουν και ωραία πράγματα σ’ αυτή τη ζωή!

Ας παρακολουθήσουμε την «εξομολόγηση» του Κρίστιαν Στεργιάννη στο Νέο Κόσμο:

«Ήρθα στην Αυστραλία τον Αύγουστο του 2012, από περιέργεια κυρίως. Δεν είχα κάποιο σκοπό, άκουγα τόσα, ήρθα να δω και είπα ‘αφού ήρθα ας δοκιμάσω’. Έτσι προέκυψαν όλα. Δηλαδή, το ένα έφερε το άλλο, στη λάντζα, σερβιτόρος, μπαρίστας να φτιάχνω καφέδες, μετά έγινα υπεύθυνος καταστήματος, μετά έφτιαξα το δικό μου μαγαζί, δεν ξέρει κανείς…»

Και, όντως, δεν ξέρει εκεί που σερβίρει, στη δουλειά τι μπορεί, να του προκύψει.

Συνεχίζει ο Κρίστιαν:

«Πέρυσι το Πάσχα, Μάρτιο μήνα, Τρίτη βράδυ δούλευα εδώ έξω, βροχερός καιρός, κρύο πολύ, και κάποια στιγμή περνάει ένας τύπος, ανοίγει τα πλαστικά και μου λέει: ‘Να σε ρωτήσω κάτι;’

Λέω, ‘παρακαλώ’.

– Πώς σε λένε;

– Κρίστιαν.

Μου λέει ‘Χρήστος δηλαδή;’ (είχαν ακούσει για Χρήστο, ότι υπάρχει ένα παιδί στην Ελλάδα ο οποίος λέγεται Χρήστος)

Λέω, ‘ναι’.

Μου λέει, ‘το επίθετό σου είναι Στεργιάννης’. (Πάγωσε για μια στιγμή, κάτι είπε με τη γυναίκα του… και μετά γυρίζει και μου λέει «Είμαι ο αδελφός σου!».

Του λέω, ‘συγνώμη φιλαράκι, μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον’. Θεώρησα ότι κυκλοφορούν πολλοί παλαβοί εδώ στην περιοχή και ότι είναι ένας ακόμη τρελός.

Μου λέει, ‘όχι είμαι αδελφός σου’.

‘ΟΚ’, του λέω, ‘έλα από μέσα’. Βγάζει ταυτότητα και μου δείχνει Θεόδωρος Στεργιάννης. Του παππού μου το όνομα και είδα τη φωτογραφία, παρατήρησα το πρόσωπό του και είδα τον πατέρα μου στο πρόσωπό του».

Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ

Όσες φορές και να μου περιγράψει αυτή τη στιγμή είναι σα να ζω την κορύφωση ενός αρχαίου ελληνικού έργου, τη στιγμή της αναγνώρισης, την κάθαρση μιας υπόθεσης που εμείς δεν γνωρίζουμε. Απλώς ζούμε μια πολύ κρίσιμη στιγμή του, αυτή της αναγνώρισης των αδελφών. Θυμίζει κάτι από Ορέστη και Ιφιγένεια στη σύγχρονη εκδοχή του.

Συμπληρώνει την αφήγηση ο Κρίστιαν:

«Ο αδελφός μου περνούσε απ’ έξω με τη νύφη μου, η οποία δε με είχε δει ούτε καν σε φωτογραφία και του λέει ‘αυτό το παιδί μέσα εκεί μοιάζει πολύ με τον πατέρα σου’ και εκείνος της κάνει πλάκα και της λέει ‘καλά δεν ντρέπεσαι να κοιτάζεις τους πιτσιρικάδες;’. Όμως εκείνη επέμενε ‘Όχι ρε συ, δες τον λίγο καλύτερα’ και όντως με κοίταξε και ένιωσε, όπως μου είπε μετά, ότι ήθελε να με ρωτήσει γιατί είδε ότι όντως του μοιάζω του πατέρα μου και έτσι ήρθε στο μαγαζί».

Ο Κρίστιαν μεγάλωσε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Μελβούρνη με άλλα τρία παιδιά από τον πρώτο γάμο της μητέρας του. Γεννήθηκε το 1983 και το 1990 έφυγε με τους γονείς του για την Ελλάδα, όπου μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι. Εκείνα τα αδέλφια έκανε να τα δει 22 χρόνια. «Έχω 20 χρόνια διαφορά με τα παιδιά αυτά, δεν είχαμε επαφές όλο αυτό το διάστημα, ξανασυναντηθήκαμε όταν γύρισα, γνώρισα και τις ανιψιές μου και αναπτύξαμε πάλι επικοινωνία» αναφέρει.

Από την πλευρά του πατέρα του, ωστόσο, υπάρχουν άλλα τρία παιδιά, τα οποία δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου και δεν είχε καμία απολύτως επαφή μέχρι εκείνο το βράδυ της αναγνώρισης. «Όταν ήρθα εδώ, δεν είχα καν στο μυαλό μου ότι μπορεί να είναι εδώ ή να είναι στην Ελλάδα» εξομολογείται.

Η συνέχεια, ωστόσο, είναι πάρα πολύ ωραία: «Με αγκάλιασαν όλοι λες και δεν χαθήκαμε ποτέ» σχολιάζει και εξιστορεί:

«Ήταν Τρίτη, τη Δευτέρα είχα το ρεπό μου, και ο αδελφός μου μού λέει ‘έλα στο σπίτι να φάμε’. Μου δίνει τη διεύθυνση, πήγα κι εγώ και κάτσαμε όλοι μαζί. Ξαφνικά μπαίνει μέσα η αδελφή μου η Σούλα, η δίδυμη αδερφή του Θοδωρή, μετά από λίγο μπαίνει ο ανιψιός μου, η ανιψιά μου, ήρθαν γύρω στα δέκα άτομα, συγγενείς. Κάτσαμε, τα είπαμε και από τότε δέσαμε λες και δεν χαθήκαμε ποτέ. Κάναμε Πάσχα μαζί, το ελληνικό καλοκαίρι βρεθήκαμε όλοι μαζί στην Ελλάδα και με την αδελφή μας, που ζει εκεί, είδαν τον πατέρα μου, περάσαμε περίπου ένα μήνα μαζί. Μετά γύρισα κι εγώ στη Μελβούρνη και από τότε μένω μαζί τους. Στην πορεία έψαχνα να κάνω κάτι δικό μου και προέκυψε το μαγαζί. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, έτυχε να μη δουλεύει ο αδελφός μου τότε και με βοήθησε να το στήσουμε. Τέσσερις εβδομάδες δουλεύαμε καθημερινά, το στήσαμε και δόξα τω θεώ όλα πάνε απ’ το καλό στο καλύτερο» δηλώνει, φανερά ευγνώμων.

Ανοδική πορεία… σχολιάζω εγώ… και εκείνος μού εκμυστηρεύεται: «Και τώρα δε σου κρύβω ότι πάμε και για δεύτερο μαγαζί σύντομα». Βέβαια, όλα αυτά με πολύ προσωπική δουλειά, όπως σχολιάζει ο ίδιος τη ζωή εδώ στην Αυστραλία: «Είναι να έχεις όρεξη για δουλειά, αν δεν έχεις όρεξη για δουλειά δεν είναι για σένα η Αυστραλία, αυτή είναι η άποψή μου. Επτά μέρες την εβδομάδα δουλειά, οικονομία και κάποιο δάνειο. Πήρα το ρίσκο, είχα τα μάτια μου ανοιχτά και μου βγήκε. Εδώ θεωρώ ότι άμα βάλεις καλές βάσεις υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργήσεις, να εξασφαλίσεις κάποια πράγματα. Γι’ αυτό είπα ότι αξίζει τον κόπο να μείνω, να δημιουργήσω κάποια πράγματα που ‘χω στο μυαλό μου, για να φτιάξω τις βάσεις για αργότερα. Εδώ το ξέρουμε, ότι δουλεύοντας σκληρά, βάζοντας στόχους και λίγο να σε βοηθήσουν οι συγκυρίες, μπορείς να πετύχεις κάποια πράγματα. Εγώ τις είχα με το μέρος μου, αλλά όχι από την αρχή…» καταλήγει.

Τον ρωτάω για τα σχέδιά του για το μέλλον, μιας και η ζωή (του) είναι γεμάτη εκπλήξεις. «Πλέον, δεν ξέρω τι να περιμένω…. Έχω γνωρίσει ξαδέρφια, θείους, θείες μου από εκεί που δεν το περίμενα» σχολιάζει και προσθέτει ότι «στο μέλλον δεν ξέρω τι θα προκύψει… Είναι, βέβαια, ενθαρρυντικό ότι τα πράγματα πάνε καλά εδώ στην Αυστραλία, απρόσμενα, αλλά ευχάριστα!».

Σε γεμίζει αυτό, ωστόσο; τον ρωτάω, για να εισπράξω προς μεγάλη μου έκπληξη την αναμενόμενη κατά τα άλλα απάντηση. «Τώρα σ’ αυτό το τρυπάκι που έχω μπει το βλέπω πιο πολύ καθαρά επαγγελματικά να δουλέψω να κάνω κάτι και σε 5-10 χρόνια θέλω τα παιδιά μου να μεγαλώσουν στην Ελλάδα».

Οι περισσότεροι έτσι ήρθαν, το ξέρεις ε; του λέω…

«Γι’ αυτό δε θέλω να λέω μεγάλα λόγια, αλλά στόχος μου είναι να φτιάξω εδώ πέντε πράγματα και να πάω να τ’ απολαύσω μετά στην Ελλάδα.»

«Μεγάλωσα ως μοναχοπαίδι και έχω τρελή αδυναμία στην μάνα μου, η ανησυχία της ήταν επειδή ήξερε την Αυστραλία ότι δε θα ‘ρθω για ένα δυο χρόνια και να που βγαίνει αληθινή».

Σχολιάζοντας νοοτροπίες και συμπεριφορές που γνώρισε τα τρία χρόνια που ζει εδώ έχει να πει «Δουλεύοντας εδώ δυόμισι χρόνια έχω κάνει άπειρες συζητήσεις με παλιούς μετανάστες και βγαίνει μια ανταγωνιστικότητα «ότι εμείς τα καταφέραμε, εσείς δε θα καταφέρετε τόσα όσα εμείς». Μετά έχεις και κάποιους νέους που έρχονται μ’ έναν αέρα ότι εγώ δε σερβίρω, εγώ δε δουλεύω για τόσα, εγώ δε δουλεύω απογεύματα. Ε, δε θα σου στρώσουν και τα χαλιά. Δεν έχουν καταλάβει καλά πώς είναι η Αυστραλία, πως είναι το νέο ξεκίνημα. Όταν ήρθα εδώ, δούλευα δωδεκάωρα επτά ημέρες τη βδομάδα και παρακαλούσα να χτυπήσει το τηλέφωνο για καμιά έξτρα ώρα!».

Αρχίζεις να μιλάς σαν παλιός…, του επισημαίνω εγώ.

«Ναι, αλλά είναι γεγονός, δεν είναι κατακριτέο. Βλέποντας παιδιά να δουλεύουν σκληρά, το αναγνωρίζω και το επιβραβεύω. Όταν κάποιος κάνει ένα κλικ παραπάνω, όμως, δεν χαίρονται με τη χαρά σου…» καταλήγει.

Εκείνος, ως αφεντικό πια, πώς να είναι -αναρωτιέμαι- και πολύ χαλαρά μου απαντάει: «Πολύ χαλαρός. Η φιλοσοφία μου είναι ότι μια επιχείρηση για να πάει καλά πρέπει και το προσωπικό να είναι καλά. Εγώ είμαι αρκετά χαλαρός, μ’ αρέσει να βγαίνει η δουλειά χαλαρά, φιλικά, ανθρώπινα, προσιτά. Ξεκινήσαμε από κάτι πολύ μικρό και τώρα έχω 7-8 άτομα βάρδια. Οι θαμώνες μας είναι κυρίως Αυστραλοί μεταξύ 40 με 60 χρόνων, πολύ χαλαροί, αλλά και μαμάδες που έρχονται από όλα τα μέρη και συναντιούνται εδώ από γκρουπ, να πιουν τον καφέ τους, να φάνε ένα γεύμα καθώς έχουμε διαμορφώσει στο μαγαζί τη γωνιά των παιδιών (kids corner) για να απασχολούνται ευχάριστα τα παιδάκια».

Το καλόγουστο και προσεγμένο καφέ του Κρίστιαν ονομάζεται Platform 177 και βρίσκεται στη οδό 177 Ferguson St. κοντά στο σταθμό του τρένου του North Williamstown.

-Σου λείπει η Ελλάδα;

«Στην αρχή, ναι, ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα, μετρούσα τις μέρες κανονικά. Μετά το τελευταίο μου ταξίδι γύρισα πίσω πιο δυνατός και αποφασισμένος να μείνω. Είδα άτομα που ήταν καλά να ζορίζονται, να βγαίνει μιζέρια, να χαλάνε οι σχέσεις και αν κάτι φοβάμαι στη ζωή μου είναι η μιζέρια» καταλήγει.