Η Ορθοδοξία αποτελεί επικρατούσα θρησκεία του Ελληνισμού, αλλά και κοινή θρησκεία με πολλούς λαούς, ενώ η Εκκλησία, παρά τις εθνικές της διαιρέσεις και αναφορές έχει εξ ορισμού παγκόσμια, σωτηριακή, υπερεθνική αποστολή, αποβλέποντας, χωρίς εθνικές διακρίσεις, στη σωτηρία του ανθρώπου. 

Σε αυτό το πλαίσιο, παρότι η Ορθοδοξία αποτελεί μια από τις βασικές πολιτιστικές συνιστώσες του σύγχρονου Ελληνισμού, η ορθόδοξη δογματική ιδιότητα δεν αποτελεί εθνική ιδιαιτερότητα του Ελληνισμού. 

Αποτελεί δευτερεύον στοιχείο της ταυτότητας του μοιρασμένο από κοινού με τους άλλους ομόδοξους λαούς. Κατά συνέπεια, και σε σχέση με όσα είπαμε σε προηγούμενες αναφορές μας για τις παρουσιαζόμενες αντιφάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προς τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, την εθνική αφύπνιση και την εθνική και πολιτική αποκατάσταση του Ελληνισμού, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ενσαρκώνει τις κοσμικές εθνικές αξίες του Ελληνισμού, με τις οποίες επιτεύχθηκε η εθνική ανεξαρτησία του Ελληνισμού. 

Αντί αυτού, εκπροσωπεί και διακονεί τα χριστιανικά ιδεώδη του Ελληνισμού. Ιδεώδη που εξυπηρετούν το έργο της εκ του αντικειμένου της παγκόσμιας αποστολής της. Ιδεώδη που, μη έχοντας εθνική χροιά και κοσμικούς εθνικούς στόχους, προάγουν την ενότητα του χριστιανικού κόσμου και καθιστούν τον Ελληνισμό που ασπάζεται την Ορθοδοξία, κοινωνό με τους άλλους ομόδοξους λαούς.

Ι. Ο Ελληνισμός δεν περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια της Ορθοδοξίας

Η υποδεέστερη θέση που κατέχει η Ορθοδοξία ως πολιτιστική συνιστώσα στην διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας, και ο περιορισμός της σημασίας της ως προς τις εθνικές υποθέσεις του Ελληνισμού, παρ` ότι αποτελεί επικρατούσα θρησκεία, είναι προφανής από όσα είπαμε σε προηγούμενα σχετικά άρθρα μας. Πράγμα που είναι φανερό και επιβεβαιώνεται από πλήθος σχετικές πηγές, από τη σχετική ιστορική έρευνα, τις αντιθέσεις των υποστηριχτών του Ελληνικού Διαφωτισμού που επιδίωξαν την εθνική χειραφεσία του Ελληνισμού, όσο και από σύγχρονους ιστορικούς και διανοητές, ακόμα και από ανθρώπους του πολιτικού κόσμου, ανθρώπους συντασσόμενους με τις ιδέες του σύγχρονου φιλελευθερισμού. 

Από διανοητές σαν τον γνωστό πολιτικό, Α. Ανδριανόπουλο (Ελληνισμός και Ορθοδοξία, Εκδ. Κάκτος 2001). Υπουργό επί σειρά ετών σε διάφορους τομείς (Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Ενέργειας, Τεχνολογίας και Εμπορίου, κ.ά.). Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η σχετική παρατήρηση του τελευταίου πως ενώ η ηγεσία του ορθόδοξου Κλήρου αγωνίστηκε σκληρά στα χρόνια του οθωμανικού ζυγού για την οριοθέτηση των εξουσιών και των δικαιωμάτων του, αντιθέτως, «σπάνια νοιάστηκε για τα εθνικά δίκαια και τον αυτοπροσδιορισμό του ελληνικού γένους» (σ. 33).

Η παρατήρηση αυτή, στηριζόμενη σε πλήθος ιστορικών γεγονότων που παραθέτει ο ίδιος από τη σχετική ιστορική ελληνική και αγγλόφωνη έρευνα (σ. 35 -37, 42-49, 50-59), αιτιολογεί και τη δική μας θέση ότι η Ορθοδοξία αποτελεί δευτερεύουσα συνιστώσα διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Πράγμα αναπόφευκτο από την ανεθνική φύση της αποστολής της, τις συγκρούσεις που προκάλεσε με τον εθνικό αρχαίο πολιτισμό και τις βλάβες που έχει επιφέρει στην εθνική συλλογική μνήμη σ` ένα μέρος του Ελληνισμού που ακολούθησε και ακολουθεί την παράδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και των επιμέρους ιδεολογικών κινημάτων που εξέθρεψε και κυρίως του φιλελευθερισμού. Πολιτικό ρεύμα στο οποίο ως γνωστόν συντάσσεται μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου, και, μεταξύ άλλων, ο κ Ανδριανόπουλος. 

Ο ίδιος μάλιστα εκφράζει σε άλλο σημείο του προαναφερομένου έργου του τη θέση ότι «Ο ελληνισμός… δεν νοείται να περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια του χριστιανισμού. Ο ελληνισμός είναι κάτι πολύ παραπάνω και πέρα από αυτόν» (σ. 28-29) 

Αυτό βεβαίως είναι προφανές από τις ιδέες που γαλούχησαν την ελληνική εθνεγερσία, το εθνικό κίνημα, από τα κηρύγματα για την ελευθερία των εθνικοτήτων της Γαλλικής Επανάστασης. Κηρύγματα τα οποία ως είναι γνωστόν δεν βρήκαν απήχηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην ανώτερη ειδικά ηγεσία της, παρά στις περιπτώσεις των κληρικών, που συμμετείχαν ιδία βουλήσει ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, κατά παρέκκλιση της γραμμής νομιμοφροσύνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου . 

Μάλιστα, η ιδέα-δύναμη της εθνικής αποκατάστασης δεν εξυφάνθηκε στους ηγετικούς κύκλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκδηλώθηκε στις τάξεις των λαϊκών, των αστών του τότε παροικιακού και ελλαδικού Ελληνισμού σε αντίθεση με την υψηλά ιστάμενη ηγεσία της Εκκλησίας. Σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής της θεολογίας: «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω..» και τις δογματικές ερμηνείες των χριστιανών απολογητών διανοητών εκείνης της εποχής, που δικαιολογούσαν την οθωμανική κατάκτηση ως θέλημα του Θεού, αποδιδόμενο στην ασέβεια των χριστιανών. 

ΙΙ. Η σημασία της θρησκείας και της Εκκλησίας στη συντήρηση και αναπαραγωγή των δεσμών 

Ιδωμένη από την εξ ορισμού αποστολή της σε αυτό το μακραίωνο ιστορικό πλαίσιο, σε σχέση ειδικά με τις αντιφάσεις και τα χάσματα που παρουσιάζει σε σχέση με τις εθνικές υποθέσεις και τις επιφυλάξεις που διατηρεί στις κοσμικές υποθέσεις, η Εκκλησία δεν υπερασπίζεται τις εθνικές αξίες και διεκδικήσεις, μια και πολλές από αυτές αντικρούονται με τις δογματικές της αρχές και παραδοχές. Μάλιστα η ίδια ως γνωστόν έχει καταδικάσει τα εθνικιστικά κινήματα του βαλκανικού χώρου, με αφορμή τη δημιουργία αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ανεξαρτήτων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Με αυτή την έννοια, η Εκκλησία και η ορθόδοξη θρησκεία έχουν περιορισμένη σχετικά σημασία ως προς τη διαμόρφωση των κοινωνικών και εθνικών ταυτοτήτων και την διατήρηση τους, καθώς αυτές διαμορφώνονται από πολλούς συντελεστές. Συντελεστές κυρίως κοσμικούς, παρά από δογματικής, θρησκευτικής φύσης παράγοντες το ειδικό βάρος των οποίων έχει υποχωρήσει με την εκκοσμίκευση της κοινωνίας. 

Παρά τη γενική παραδοχή ότι αν μια ομάδα έχει κοινή θρησκευτική, πολιτιστική και βιολογικοί προέλευση, οι δεσμοί ενισχύονται αμοιβαία, εν τούτοις η σημασία της θρησκείας και της Εκκλησίας, δεν φαίνεται να συνεχίζει να αποτελεί ιδιαίτερα ισχυρό ενωτικό δεσμό. Αν λάβουμε υπόψη τις περιπτώσεις εκείνες ύπαρξης συνέχειας πολιτισμικών δεσμών ανάμεσα σε ομάδες ενώ οι θρησκευτικοί δεσμοί έχουν εξαφανιστεί με επιγαμίες, με τους μικτούς γάμους με άλλης εθνικής καταγωγής άτομα. Τέτοιες περιπτώσεις εντοπίζονται σε ορισμένες ελληνικές παροικίες στη Λατινική Αμερική και όχι μόνον, αν αναλογιστούμε την αναβίωση του Ελληνισμού στις πρώην χώρες της Ε.Σ.Σ.Δ., φαινόμενο που δεν φαίνεται να έγκειται σε θρησκευτικούς, εκκλησιαστικούς παράγοντες, αλλά σε ποικίλους άλλους δρώντες παράγοντες.

Για την μειωμένη σχετικά σημασία της θρησκείας και της Εκκλησίας στην διατήρηση των δεσμών, αξίζει να σημειώσουμε εδώ τη σχετική παρατήρηση του αείμνηστου καθ. Γεώργιου Κουμάντου παλαιότερα σε σχετικό άρθρο του («Οι μακρινοί Έλληνες», Η Καθημερινή, 30/12/2001), η οποία θεωρούμε ότι εξακολουθεί να παρουσιάζει επικαιρότητα ως προς τις υποθέσεις του Ελληνισμού της Διασποράς. 

Ειδικότερα, η παρατήρηση του: «Η συντήρηση των δεσμών με την θρησκεία, τη γλώσσα ή με κάποιες κοινές ιστορικές και λαογραφικές μνήμες δεν πρέπει να υπερτιμάται και αυτό επιβεβαιώνεται εμπειρικά».

Ακόμα δε ότι, «το θρησκευτικό φαινόμενο έχει τα όρια του, εθνικά και θρησκευτικά. Γιατί βάζει στο περιθώριο όσους Έλληνες δεν αισθάνονται την έλξη της θρησκευτικότητας και αποκλείει όσους ξένους θέλουν να θρησκεύονται ως ορθόδοξοι χωρίς να αισθάνονται Έλληνες». «Και έπειτα», όπως προσθέτει, «συχνά προκύπτουν διλήμματα ανάμεσα σε επιδιώξεις καθαρά ελληνικές και την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, δεμένη μάλιστα με το Πατριαρχείο, που διαλάμπει από τουρκικό έδαφος.»

ΙΙΙ. Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την διαχείριση και την προαγωγή των εθνικών μας θεμάτων 

Για την περίπτωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της σημασίας του, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε από το θεσμικό του χαρακτήρα ότι ήταν και παρέμεινε ένας υπερεθνικός και, λόγω του δικού του δόγματος αρχών, μη εθνικός οργανισμός. Με την έννοια του παραθέματος που σημειώσαμε σε προηγούμενη αναφορά μας αναφερόμενοι σε απόψεις άλλων για το ρόλο της Εκκλησίας 

Ιδωμένο από το πρίσμα αυτό, είναι προφανές ότι, εξ ορισμού, δεν έχει καμία εθνική αποστολή για τον Ελληνισμό, πέρα από την συμβολή του στις θρησκευτικές και πολιτισμικές υποθέσεις του Ελληνισμού που ακολουθεί την Ορθοδοξία. Παρότι ο οικουμενικός θρόνος προέρχεται από ανθρώπους του ελληνικού κόσμου, συνδέθηκε ιστορικά μακραίωνα με τον Ελληνισμό και συνέβαλε στην συνδιαμόρφωση των ελληνικών πραγμάτων. Πράγμα που ωστόσο έκανε σε πολλά σημεία αρνητικά για τις δημόσιες υποθέσεις του Ελληνισμού. Τασσόμενο κατ` εξοχήν με τα συμφέροντα του κλήρου και την εξυπηρέτηση της ανεθνικής του αποστολής για τη σωτηρία του ανθρώπου ανεξαρτήτως εθνικών καταβολών και εθνών. Έτσι, που τα συμφέροντα και οι ιστορικοί ρόλοι του Ελληνισμού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο δεν συμπίπτουν σε διάφορα κρίσιμα σημεία.

Ιδωμένο από αυτή την οπτική, είναι προφανές ότι ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν είναι να υπερασπίζεται τα ιδιαίτερα εθνικά δίκαια ενός συγκεκριμένου εθνικά λαού, αλλά να μεριμνά αδιακρίτως εθνών τη σωτηρία των ανθρώπων παγκοσμίως. Να ενεργεί και να αντιμετωπίζει τον κόσμο με τον τρόπο που το έθεσε στις επιστολές του ο Απόστολος Παύλος ως «Απόστολος των Εθνών»: «Ελλησί τε και βαρβάροις… οφειλέτης ειμί», υπαινισσόμενος την υποχρέωση του να διδάσκει και να υπερασπίζεται το Χριστιανισμό, παρά τις ανεξάρτητες από τη θρησκεία εθνικές υποθέσεις των λαών. 

Η διεθνής, η παγκόσμια αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι προφανής. Υπερέχει εξ ορισμού όλων των άλλων σχέσεων του. Δεν επιμερίζεται με ειδικές προνομίες, διακρίσεις και ειδικές υπηρεσίες σε κάποιους δήθεν περιούσιους λαούς και έθνη, ως εν είδει Θείας Χάρητος και αποκλειστικά σε κάποιο εκλεκτό έθνος. 

Ως τέτοια, η αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν συνάδει και δεν συμβαδίζει σε πολλά σημεία με τις εθνικές ανάγκες, τις επιδιώξεις και τις στρατηγικές του σύγχρονου Ελληνισμού. Ιδίως σε ότι αφορά τις κινητοποιήσεις για την επίλυση των εθνικών θεμάτων που σχετίζονται με την Τουρκία, όπου το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει να εδρεύει και να λειτουργεί με μειωτικούς για την οικουμενική αποστολή του περιορισμούς. Και συχνά, παρότι δεν συντάσσεται με την υπεράσπιση των ελληνικών εθνικών δικαίων σε βάρος της Τουρκίας, εντούτοις γίνεται αφορμή όξυνσης της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας.

Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε κάνουν λάθος και προσφέρουν κακές υπηρεσίες όσοι αντιλαμβάνονται το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως ελληνικό εθνικό θεσμό, ως «μητέρα τροφό» και ως στήριγμα του Ελληνισμού στο σύγχρονο κόσμο. 

Προσφέρουν κακές υπηρεσίες και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στις εθνικές υποθέσεις του Ελληνισμού.

Και ως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο η Τουρκία συστηματικά υπονομεύει αντιμετωπίζοντας το απαξιωτικά ως Εκκλησία της εκεί τοπικής ελληνικής παροικίας και τον Πατριάρχη ως απλό εκπρόσωπο της, παρά τον παγκόσμιο ρόλο του στον ορθόδοξο κόσμο, βρίσκοντας, κατά τραγική ειρωνεία, αρωγούς προς τούτο όσους από την ελληνική πλευρά υπεραμύνονται την ελληνικότητα του και υποβαθμίζουν κατ` αυτόν τον τρόπο τον οικουμενικό του ρόλο. Αλλά και ως προς την εθνική συνείδηση και την απρόσκοπτη ανάπτυξη των εθνικών αντανακλαστικών. Την ρεαλιστική διαμόρφωση της και την προφανή ανάγκη αποκάθαρση της από μεταφυσικές ιδεοληψίες που αντιστρατεύονται τη διαλεκτική σκέψη και την επιστημονική γνώση στην προσέγγιση και την αντιμετώπιση της πραγματικότητας ως προς τα εθνικά θέματα του Ελληνισμού, τις διμερείς σχέσεις και υποθέσεις με τη γείτονα Τουρκία και τις διεθνείς σχέσεις με την παγκόσμια κοινότητα. 

Υποθέσεις και σχέσεις ισχύος που δεν προάγονται με διαπραγματευτικές αρχές τις δογματικές αρχές της Ορθοδοξίας, την παρουσία και το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οργανισμού μη έχοντα, φύσει και θέση, ουσιώδη ρόλο στις εθνικές πολιτικές υποθέσεις κανενός έθνους και στην διαμόρφωση των διεθνών πολιτικών σχέσεων.

[1] Κιτρομηλίδης Π., «’Νοερές Κοινότητες’ και οι απαρχές του εθνικού

ζητήματος στα Βαλκάνια», στο Βερέμης Θ. (επιμ.), 1999, Εθνικη Ταυτότητα και Εθνικισμός στην Ελλάδα, έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, σ.

52-131, σ. 105-106.

*Ο Βασίλης Τσαπαλιάρης διατηρεί ιστολόγιο στη διεύθυνση http://btsapway.blogspot.gr