Ποιος ήταν ο Αλέκος Δούκας (;)

Ο άνθρωπος που θεωρείται ο θεμελιωτής της ομογενειακής λογοτεχνίας στην Αυστραλία, «μιλά» 53 χρόνια μετά τον θάνατό του, μέσα από την αλληλογραφία του

«Δικός μας» άνθρωπος ο Αλέκος Δούκας και αυτό το κτητικό που τού αποδίδουμε, έχει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Ναι, ήταν ένας μετανάστης, όπως είμαστε όλοι εμείς. Ήταν ένας άνθρωπος που η ζωή του, είτε σε προσωπικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, είναι αλληλένδετα δεμένη με την ελληνική παροικία από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της. Μία από τις θεμελιακές προσωπικότητες της ιστορίας της ελληνικής παροικίας σ’ αυτή τη χώρα, με άλλα λόγια της δικής μας ιστορίας. Ήταν βέβαια και ένας απ’ τους πρωτεργάτες του «Νέου Κόσμου», τότε που η εφημερίδα ήταν ένας θεσμός που βοηθούσε νεομετανάστες να βρουν τον… «δρόμο» τους στους Αντίποδες.

Θες η κοινωνική του δράση, θες η ιδεολογική του στάση και οι ανησυχίες, θες τα οράματά του, θες η ανάμειξή του με τα κοινά, θες η πρωτοπόρα για μετανάστη, τω καιρώ εκείνω, απόφασή του να γράψει λογοτεχνία και δοκίμια, θες ο ταραγμένος του ψυχισμός ως απόρροια του ξεριζωμού του από τη Μικρά Ασία και της, εκ των υστέρων, συμμετοχής του και τραυματισμού του στον Μικρασιατικό πόλεμο, καθιστούν τον Αλέκο Δούκα μία από τις πλέον πολύπλοκες και πολυδιάστατες προσωπικότητες της ελληνικής ομογένειας της Αυστραλίας.

Παράλληλα, όμως, ο Αλέκος Δούκας, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, γίνεται μία μορφή-ιστορική και αντιπροσωπευτική πηγή των βιωμάτων μίας ολόκληρης γενιάς μεταναστών που έφτασαν στην Αυστραλία στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η ενεργή συμμετοχή του σε μία πολεμική σύρραξη που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η ζωή του στην μεσοπολεμική Ελλάδα, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της χώρας υποδοχής (Αυστραλία) είναι ο κοινός παρονομαστής των εμπειριών που κουβαλούσαν οι μετανάστες που έφτασαν την δεκαετία του 1920 εδώ.

Πριν «ακούσουμε» τον Αλέκο, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ομογενής συγγραφέας απασχόλησε, μεταξύ άλλων, λόγω της πολιτικής του δράσης, και τις μυστικές υπηρεσίες της Αυστραλίας. Το 1945 σε έκθεση του ASIO, ο Δούκας περιγραφόταν ως άτομο που αντιστεκόταν βίαια στις φιλοαγγλικές κυβερνήσεις της Ελλάδας καθώς υποστήριζε κομμουνιστική κυβέρνηση . Το 1950 τα λόγια του ASIO ήταν πιο «κολακευτικά» καθώς ανέφεραν ότι, ναι μεν, ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του κομμουνιστή, αλλά στην ουσία θα περιγραφόταν καλύτερα ως… άτομο αριστερών πεποιθήσεων.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο Αλέκος Δούκας έγινε ευρύτερα γνωστός στην παροικία μέσα από δύο μυθιστορήματα που έγραψε, το «Στην Πάλη Στα Νειάτα», που εκδόθηκε το 1953, και το «Κάτω από ξένους ουρανούς» που εκδόθηκε από το «Νέο Κόσμο» μετά το θάνατό του το 1963.

Μετανάστευσε στην Αυστραλία στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μερικά χρόνια πριν το 1940 αναμείχθηκε με τα κοινά ως μέλος, του, αριστερών πεποιθήσεων Εργατικού Συνδέσμου «Δημόκριτος» στη Μελβούρνη, αναπτύσσοντας μεγάλη αγωνιστική δράση για τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων της μεταπολεμικής περιόδου. Γεννήθηκε το 1900 στα Μοσχονήσια Μικράς Ασίας. Ξεκίνησε το γυμνάσιο στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Μόνο δύο χρόνια, όμως, φοίτησε εκεί καθώς οι τουρκικές Αρχές μετά την επιβολή στρατιωτικού νόμου στο Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια το 1909, αποφάσισαν το 1915 να το κλείσουν. Είχε ήδη χάσει τον πατέρα του και μαζί μ’ αυτόν η οικογένειά του χάνει και την οικονομική της ευμάρεια.

Το 1915 ο Αλέκος Δούκας, γίνεται πρόσφυγας. Μαζί με τη μητέρα του και τα δύο του αδέλφια, βρίσκουν καταφύγιο στη Μυτιλήνη. Ο Αλέκος φοιτά στο εκεί Γυμνάσιο για τα επόμενα δύο χρόνια. Εντούτοις, δεν έμελλε ποτέ να τελειώσει το γυμνάσιο στην Ελλάδα. Μετά απ’ αυτά τα δύο χρόνια στη Μυτιλήνη, η οικογένεια Δούκα μεταναστεύει πάλι. Αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη όπου ο νεαρός Αλέκος πρέπει να εργαστεί για να ζήσει αυτός και η υπόλοιπη οικογένειά του. Το 1919 επιστρέφει στα Μοσχονήσια και ένα χρόνο αργότερα τον Φλεβάρη του 1920, συνεπαρμένος από το γενικότερο κλίμα φιλοπολεμικού πατριωτισμού που επικρατεί, κατατάσσεται στον ελληνικό στρατό ως εθελοντής.

Ο Αλέκος Δούκας μετανάστευσε στην Αυστραλία για πρώτη φορά το 1927 και για δεύτερη φορά το 1935. Πέθανε στις 24 Οκτωβρίου του 1962 στην Μελβούρνη από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οι στάχτες του, σύμφωνα με δική του επιθυμία, σκορπίστηκαν στο Ακρωτήρι Patterson.

ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ, ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΤΗΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ… ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ

Με στόχο να μην χαθεί στα «ψιλά» γράμματα της ιστορίας μία προσωπικότητα άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της ελληνικής ομογένειας της Αυστραλίας εκείνα τα πρώτα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης, ο ακαδημαϊκός Πέτρος Αλεξίου έθεσε ως επιστημονικό του στόχο να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του Αλέκου Δούκα, έτσι όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από την ανάγνωση των επιστολών του.

Αυτή είναι η πρώτη φάση της μελέτης των επιστολών του Αλέκου Δούκα, που καλύπτει τα πρώτα χρόνια της ζωής του από το 1921 έως το 1935. Είναι επιστολές που, ως επί το πλείστον, εστάλησαν στον συγγραφέα αδελφό του, Στρατή Δούκα. Αυτά είναι τα νεανικά χρόνια του Αλέκου Δούκα, κατά τα οποία διαμορφώνεται και η προσωπικότητά του. Οι συνθήκες συγγραφής των επιστολών αυτών ποικίλλουν. Κάποιες απ’ αυτές γράφτηκαν από την πρώτη γραμμή της σύρραξης στην Μικρά Ασία, κάποιες άλλες από το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν μετά το σοβαρό του τραυματισμό, άλλες από τη μεταπολεμική του ζωή στην Ξάνθη, άλλες από το πλοίο καθ’ οδόν προς την Αυστραλία και άλλες από τη νέα χώρα που τον δέχθηκε ως μετανάστη. Όλες οι επιστολές είναι ιδιωτικές. Ο Αλέκος Δούκας στις επιστολές του δεν περιορίζεται μόνο να περιγράψει τα όσα ζει, αλλά μέσα από την εμπειρία του προσπαθεί να εξάγει συμπεράσματα για το εγγύς περιβάλλον του, αλλά και για την ανθρωπότητα και το μέλλον της.

Όπως αναφέρει ο μελετητής των επιστολών του, η προσπάθεια αυτή του Αλέκου Δούκα να «εξηγήσει» τον κόσμο του, να ξεπεράσει τα ψυχικά τραύματα που υπέστη από την στρατιωτική του θητεία και να χαράξει τη δική του πορεία, είναι στην ουσία μία διαδικασία μέσα από την οποία διαμορφώνεται η προσωπικότητά του, αλλά και η κοσμοθεωρία του.

«… Τώρα τελευταία έχω υποστεί μια κρίση τρομερή. Ήρθαν στιγμαίς που νόμιζα πως είχα περάσει τα σύνορα του λογικού, και πλανώμουνα μέσα στη χώρα της παραφροσύνης» γράφει ο στρατιώτης Αλέκος Δούκας, τον Ιούνη του 1922. Είναι μία επιστολή που δείχνει το βαρύ τίμημα που πληρώνει ο νεαρός άνδρας στο μέτωπο. Λίγο καιρό αργότερα το τίμημα θα γίνει ακόμα βαρύτερο. Ο Αλέκος τραυματίζεται σοβαρά και πέρα από τα σωματικά του τραύματα, τα ψυχικά, που έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται από νωρίς στη θητεία του, γίνονται ακόμα χειρότερα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αλέκος Δούκας ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε και μορφώθηκε σε μία εποχή κυρίαρχη από έντονα εθνικιστικά στοιχεία και μηνύματα, δεν εκπλήσσει το ότι πήγε εθελοντής στον πόλεμο. Οι πληγές που σκάβει, όμως, ο πόλεμος στο σώμα και την ψυχή του Αλέκου, εξαφανίζουν κάθε ίχνος εθνικής περηφάνιας και αγάπης για την Ελλάδα.

«Για μια στιγμή ο σκληρός έλεγχος ήρτε παν’ απ’ το κεφάλι μου και δεν άκουγα παρά τα σκληρά του λόγια, «Γιατί δεν πας στρατιώτης;» Και δεν γλίτωσα απ’ τα νύχια του παρά σαν κατατάχτηκα εθελοντής. Ήταν ασθενικότητα; Ίσως…» γράφει στις 10 Οκτωβρίου του 1924 αναρωτώμενος για το πόσο σωστή ήταν η απόφασή του αυτή.

Τη θέση της αμφισβήτησης δεν αργεί να την πάρει η οργή. Ο Αλέκος έχει αρχίσει να μισεί την Ελλάδα και προτρέπει τους δικούς του ανθρώπους να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Είναι ίσως και η στιγμή που φυτεύεται στον Αλέκο ο σπόρος της φυγής.

«Γραψετέ μου νέα της πατρίδος μας, της χαμένης για πάντα πειά, τούτη τη φορά. Λέγουν πως η Αμερική θα δεχθεί να πάρει πρόσφυγες, οικογενειακώς, και να τους εγκαταστήσει στην Αμερική. Θα κάνετε χρυσή δουλειά, αν τ’ αποφασίζατε να φύγετε. Είμαι Έλληνας και μίσησα τόσο πολύ την πατρίδα μου ώστε είναι ζήτημα αν θα μείνω κοντά της» εξομολογείται ο Αλέκος Δούκας στην οικογένειά του, ενώ νοσηλεύεται τραυματισμένος σε ελληνικό νοσοκομείο.

Την ίδια στιγμή που ο Δούκας προσπαθεί να βρει μάταια ένα διέξοδο από τα σκοτεινά καταθλιπτικά του επεισόδια… «Καταλαβαίνω πάλι το μπουρίνι να σιμώνει και δεν ξέρω πού θα καταλείξει η κατάρα αυτή που με κυνηγά», γράφει και καθώς φαίνεται αυτή είναι μία από τις λίγες ασχολίες που τον ηρεμεί. Η ποικιλία των αναγνωσμάτων που επιλέγει, από την Καινή Διαθήκη έως το «Η καταγωγή των ειδών» («On the Origins of the Species») του Δαρβίνου, είναι απόδειξη των φιλοσοφικών του αναζητήσεων. Η Καινή Διαθήκη, σύμφωνα με τον Δρ. Αλεξίου, είναι ίσως το πλέον καθοριστικό βιβλίο για τα φιλοσοφικά μονοπάτια στα οποία θα οδηγηθεί ο Δούκας μέσα στα επόμενα χρόνια. Να σημειώσουμε ότι το «διάβασμα» του Αλέκου αυτόν τον καιρό, είναι διαφορετικό. Είναι ξεκάθαρο ότι ζητά μέσα από τα φιλοσοφικά ερωτήματα των βιβλίων να διαμορφώσει τη δική του φιλοσοφία, αυτή που θα του δώσει την διέξοδο από την κατάθλιψη. Έτσι για τα φιλοσοφικά ερωτήματα δεν δέχεται τις προδιαγεγραμμένες απαντήσεις που η Καινή Διαθήκη προσφέρει. Αυτός ενστερνίζεται «την κεντρική ιδέα», αυτήν του… αγαπάτε αλλήλους, της αλληλεγγύης και της αρμονικής συμβίωσης μεταξύ των ανθρώπων και δίνει τις δικές του απαντήσεις, διαμορφώνει τη δική του θεωρία η οποία «κινείται» μεταξύ νεο-χριστιανικής πνευματικότητας και πνευματικής οικουμενικότητας. Αυτήν υιοθετεί ως πρίσμα σκέψης για τα μελλοντικά του όνειρα και την ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας που ζει. «Η Νοτιά λυσσαγμένη ανατάραζε το πέλαγος κι ένα μεγάλο βαπόρι έφευγεν απ’ το λιμάνι και τραβούσεν ανοιχτά. Αν είμουνα και γω μέσα και τραβούσα απαρατήρητος και άγνωστος μέσα στον μεγάλο κόσμο του καλού Θεού;…» αναφέρει σε επιστολή του τον Απρίλη του 1923.

Ο Αύγουστος της ίδιας χρονιάς τον βρίσκει στην Ξάνθη όπου εργάζεται στην επιχείρηση της οικογένειας. Η ιδιότητά του ως εμπόρου δεν τον γεμίζει, θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι επιδεινώνει την ήδη κλονισμένη ψυχική του υγεία. Ελπίζει σε έναν κόσμο χωρίς ανισότητες, που καθορίζεται από σχέσεις αγάπης και σεβασμού, ενώ την ίδια στιγμή εξασκεί ένα επάγγελμα που είναι συνυφασμένο με το κέρδος και την εκμετάλλευση. Παρομοιάζει την θέση που βρίσκεται ως «το βούρκο του Μαμμωνά» που τον αναγκάζει σε μία συνεχή πάλη με το όραμά του για έναν καλύτερο και ηθικά ακέραιο κόσμο. Μπορεί όλα αυτά τα οράματα να τα θεωρήσει κάποιος ως το προοίμιο της εκ των υστέρων δράσης του στην Αριστερά. Δεν είναι όμως τόσο απλό. Ο Αλέκος μέσα από τις επιστολές του μας λέει ότι δεν πιστεύει στον κομμουνισμό, «… δεν έχω πίστη στον κομμουνισμό. Ευγενείς οι αρχαίς του αλλά ανεκτέλεσταις. Άπαξ υπάρχει η ιδιότητα που το λέμε πνεύμα, και μέσα στη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία, θα δημιουργόντανε η αριστοκρατία πνεύματος, θα την διαδεχότανε η αριστοκρατία γένους, ή αριστοκρατία ύλης, και θα καταλήγαμε στο ίδιο σημερινό σημείο. Απ’ αλλού πρέπει τ’ ανθρώπινο γένος ν’ αρχίσει τ’ αποδιοργανωτικό του έργο» γράφει χαρακτηριστικά.

ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Βαριά -σωματικά και ψυχικά- τραυματισμένος πρόσφυγας και απογοητευμένος από την Ελλάδα και τη στενή του οικογένεια, αποφασίζει, ο Αλέκος Δούκας να μεταναστεύσει. Στον περίγυρό του εξάρει τα οικονομικά οφέλη της απόφασής του. Εκείνος, όμως, βλέπει την Αυστραλία ως μία ευκαιρία να επανακτήσει την χαμένη του ψυχική ηρεμία, δίπλα σε νέους ανθρώπους με άλλες εμπειρίες και μακριά από τα τραύματα και τις δυσκολίες που η Ελλάδα του θυμίζει.

Το Νοέμβρη του 1924 γράφει… «… Κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να με κρατήσει μέσα στα βρώμικα σύνορα του κακομοιριασμένου τούτου τόπου της ασκήμιας και της αισχρότητας… ».

Περιμένει τρία χρόνια (1924-1927) έως ότου τακτοποιηθούν τα χαρτιά του για να μεταναστεύσει.

Το 1925 τον βρίσκει να εργάζεται ως αγρότης σε ένα χωριό έξω από την Ξάνθη. Και εκεί κοντά στη φύση ανακαλύπτει μία άλλη πτυχή της κοσμοθεωρίας που προσπαθεί να «κτίσει» για να λυτρωθεί. Βλέπει τους νόμους της, την συνεχή μάχη των ειδών για επιβίωση και καθώς έχει ήδη εκτεθεί στην θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών διαφαίνεται δειλά- δειλά, ότι «φλερτάρει» ιδεολογικά τον Κοινωνικό Δαρβινισμό. Πληροφοριακά να αναφέρουμε ότι ο κοινωνικός δαρβινισμός βασίζεται στις επιστημονικές θεωρίες του Δαρβίνου περί φυσικής επιλογής και επιβίωσης του καταλληλότερου και τις θεωρεί εφαρμόσιμες στις ανθρώπινες κοινωνίες. Λίγο καιρό αργότερα, όταν πλέον βρίσκεται στην Αυστραλία αυτό το δειλό «φλερτάρισμα» γίνεται πιο έκδηλο.

«…Πρέπει να ‘νασάνεις τον λεύτερον αγέρα της ξενητιάς. Δεν φαντάζεσαι πόσο θα σ’ ωφελήση. Μένοντας αυτού θα σακατεφτής στο τέλος…» γράφει ο Αλέκος στον αδελφό του από το πλοίο και καθ’ οδόν για την Αυστραλία.

Φθάνει στο Fremantle στις 4 του Νοέμβρη 1927. Μελβούρνη, Σέπαρτον, Μιλντούρα, Σίδνεϊ και Ντάντενογκ τα μέρη που εργάζεται σε εποχιακές δουλειές ή ως σερβιτόρος σε καφέ, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες μετανάστες της εποχής εκείνης. Πέρα από τις περιγραφικές του επιστολές για τη νέα χώρα, υπάρχουν και κάποιες πιο ενδοσκοπικές που στέλνει στον Στρατή. Ίσως να αποτελέσει έκπληξη για πολλούς, αλλά ο Αλέκος, ο κομμουνιστής ακτιβιστής της δεκαετίας του 1940, κατά τα πρώτα χρόνια του στην Αυστραλία ενστερνίζεται την ισχύουσα, πολιτική της ενσωμάτωσης και τους στόχους της κάτι που πρέπει ίσως να αποδοθεί εν μέρει και στο ότι οι σπόροι του κοινωνικού δαρβινισμού είχαν ήδη μπει για τα καλά στο μυαλό του. Δεν υπάρχει μίσος ή έχθρα για τους «blackfellows» αλλά βλέπει την εξόντωσή τους ως μία φυσική εξέλιξη, ως την επικράτηση της «όμορφης φυλής», αναπόφευκτη. «…Παντού όπου κι αν σύρης τα βήματά σου, αντιλαμβάνεσαι τον αγώνα των ανθρώπων κατά του δάσους …Μαύρος σκοτεινός τιτάνιος κι αδυσώπητος [ο ευκάλυπτος] περιμένει το πελέκυ του settler. Έχασε τ’ αγαπημένα του παιδιά τους blackfellows που τον συντροφεύανε τόσους αιώνες σιωπής. Τώρα κυττά με δυσπιστία και μίσος την όμορφη φυλή των Πελασγών (πέλας -γης = ελθόντες) που του ρήμαξαν τα μαύρα παιδιά του ώστε σε λίγο να χαθούν ολότελα… ».

ΑΚΤΙΒΙΣΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΓΕΝΕΣΕΙ

Από τις επιστολές, αλλά και τα άρθρα του Αλέκου Δούκα την εποχή αυτή, διαφαίνεται ότι η κατάθλιψη έχει πάψει να τον βασανίζει όπως κάποτε.

Το 1928 αρχίζει να γράφει. Ένα άρθρο του για την Αυστραλία δημοσιεύεται σε μία εφημερίδα της Δυτικής Θράκης, λίγο αργότερα το 1929 γράφει τη νουβέλα «Κάτω από το Σταυρό του Νότου». Είναι, όμως, ένα άλλο άρθρο του που επίσης έγραψε το 1928, που ο Δρ Αλεξίου θεωρεί ως καθοριστικό για την αποκρυπτογράφηση του χαρακτήρα του Δούκα. Φέρει τον τίτλο «Η Λίμνη του Απόλλωνα» και ο Δούκας το «χαρίζει» στους «Νηούς ανθρώπους της Νέας Τουρκίας».

Σ’ αυτό το κείμενο είναι ξεκάθαρο, ότι ο Αλέκος απορρίπτει τον εθνικισμό και την άρχουσα τάξη, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τους εχθρούς του, ενστερνίζεται τις θεραπευτικές ιδιότητες της φύσης, ενώ την ίδια στιγμή διαφαίνεται και ο συντηρητισμός στην πολιτική του ιδεολογία. Και ενώ αυτό το κείμενο δεν προϊδεάζει για την εξέλιξη του Αλέκου Δούκα σε αριστερών πεποιθήσεων ακτιβιστή, μερικές δεκαετίες αργότερα, η στάση ζωή που προτείνει στους νέους, αυτή της ενεργού συμμετοχής στις προκλήσεις της ζωής, είναι η ίδια στάση ζωής που, αργότερα, υιοθετεί και η οποία τον ώθησε στο να αναπτύξει ενεργή συμμετοχή στα κοινά.

Η οικονομική κρίση του 1930, τον στέλνει στην ανεργία. Την ίδια στιγμή, όμως, τον ωθεί και στην ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του ιδεών. Είναι ξεκάθαρο πλέον στο μυαλό του ότι ο κόσμος δεν θα αλλάξει από την επιστροφή στο παλιό, αλλά μέσα από την επανάσταση και την καθιέρωση μίας νέας τάξης πραγμάτων. Και καθώς η ανεργία και η ανέχεια που βλέπει γύρω του τον έχουν «εξουθενώσει» («…Φτώχεια φριχτή τριγύρω, ανεργία σε αφάνταστο σημείο. Η τράπεζα του N.S.W. έκλεισε, αφίνοντας πίσω της απελπισία. Φρίκη και κακομοιριά και μαύρα σύννεφα από παντού»), στις 15 Απριλίου 1932 ο Αλέκος επιστρέφει στην Ελλάδα. Ελπίζει ότι με το μικρό του κομπόδεμα θα καταφέρει να ξεκινήσει τη δική του δουλειά ως λογοτεχνικός μεταφραστής και εκδότης μαζί με τον αδελφό του Στρατή. Η Ελλάδα τον απογοητεύει για μία ακόμα φορά. Αντί για τη δική του δουλειά, αναγκάζεται να εργαστεί ως λογιστής στην επιχείρηση της οικογένειας. Απ’ αυτή τη θέση εκτός από τα ναυαγισμένα του όνειρα βλέπει και την ασυδοσία κάποιων αδερφών του που ξόδευαν αλόγιστα στο τζόγο και «φόρτωναν» τα χρέη τους στην επιχείρηση. Τρία χρόνια άντεξε. Την ίδια στιγμή, όμως, κατά τη διάρκεια αυτών των τριών χρόνων, και ενώ η πάλη των τάξεων και η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα έχει αρχίσει να κορυφώνεται, οι διανοούμενοι μετανάστες από την Μικρά Ασία (οι άνθρωποι με τους οποίους ο Αλέκος συναναστρέφεται ως επί το πλείστον) έχουν αρχίσει να ασπάζονται ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες. Ο Αλέκος γίνεται κοινωνός αυτών των ιδεών, αλλά και των εντάσεων που προκύπτουν λόγω της υιοθέτησής τους. Την απόφασή του να φύγει την ανακοινώνει στον αδελφό του με τον γνώριμο στωικό του τρόπο «…Άλλωστε, τί έχουμε, Στρατή, να χάσουμε; Γελαστά πρόσωπα υπάρχουν περσότερα κει κάτω. Και δυο φτιαριαίς χώμα, για να σκεπαστούν οι φιλοδοξίαις οι ανθρώπιναις, οι πιο ανοικονόμητες…».

Ο επίλογος αυτής της περιόδου της ζωής του Αλέκου Δούκα γράφεται το 1936 και σηματοδοτεί την αλλαγή της πορείας του σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά και την συνειδητοποίηση του ονείρου του να γίνει συγγραφέας. Η επιστολή αυτή δεν στάλθηκε στον αδελφό του, αλλά στα μέλη του νεοϊδρυθέντος «Δημόκριτου». Αφήνουμε τον Αλέκο Δούκα να «μιλήσει» ο ίδιος για τον επίλογο αυτής της περιόδου, αλλά και τον πρόλογο της επόμενης φάσης της κοινωνικής ζωής και των αγώνων του.

«Αγαπητοί Εταίροι του Συλλόγου «Δημόκριτος»,

Ελήφθη εγκαίρως η επιστολή σας. Σας εσωκλείω μερικάς μεταφράσεις πρόχηραις διαφόρων ποιητών. Μπορείτε κατ’ εκλογήν να δημοσιεύσεται, κρατώντας αυστηρώς την ορθογραφία και ομιλουμένην γλώσσαν.

Επίσης σας εσωκλείω κάτι σύντομο περί: Δημοκρατίας και Μοναρχίας. Το ξέρω πως θα σταθώ σε πολλούς «λίθος προσκόμματος». Μα το καθήκον και δικαίωμα των νέων, είναι να βρίσκωνται ανάμεσα στην προπομπόν. Άλλως τε κάποιο μεγάλο παιδί του τόπου μας, βροντοφώνησεν προ 23-24 αιώνας, το αθάνατο «ανελεύθερον το μην πολυτεύεσθαι». Ο αντίλαλος του, καθαρός, σοβαρός, σεμνός, έρχεται μέσα απ’ τους τρίσβαθους κόλπους των αιώνων σ’ εμάς τους Νεοέλληνες, σαν παρότρυνσις, σαν παράπονο, σαν μομφή. Οι Νέοι πρέπει να ‘ναι πάντοτε αγρυπνούντες, κι εργαζόμενοι για μια καλύτερη, ειλικρινώτερη, δικαιώτερη «Πανανθρώπινη Κοινωνία του Αύριου».

Με εκτίμηση και στοργή

Αλέκος Δούκας».

*Το άρθρο στηρίζεται σε διάλεξη του Δρ Πέτρου Αλεξίου, Επίτιμου Λέκτορα στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του UNSW, που δόθηκε πρόσφατα στα πλαίσια της σειράς Σεμιναρίων Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.

**Τα δημοσιευμένα εδώ αποσπάσματα των επιστολών του Αλέκου Δούκα όσο και των οικογενειακών φωτογραφιών του ανήκουν στο Αρχείο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τομέα Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ευχαριστούμε το Αρχείο για την άδεια χρήσης του υλικού στα πλαίσια της συνεργασίας του με τον Δρ Πέτρο Αλεξίου.