Στη μνήμη των φίλων Χρήστου Μουρίκη και Κώστα Νικολόπουλου

Η φετινή χρονιά είναι κάπως ξεχωριστή για τον γράφοντα, αφού σημαδεύτηκε από δύο σημαντικές επετείους: Πρώτον, τη συμπλήρωση 50 χρόνων παρουσίας μου στους Αντίποδες (Σεπτέμβρης 1965 – Σεπτέμβρης 2015) και, δεύτερον, 37 χρόνια ανελλιπούς συνεργασίας μου με την εφημερίδα «Νέος Κόσμος» (η πρώτη μου συνεργασία δημοσιεύτηκε στις 10.7.1978 και ήταν μια συνέντευξή μου -η πρώτη- με τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό). Στη συνεργασία μου με τον «Νέο Κόσμο» συμπεριλαμβάνεται, βέβαια, και αυτή με την εφημερίδα «Νέα Ελλάδα» και το περιοδικό «Ελληνοαυστραλιανή Παροικία», ή γνωστότερο ως «Παροικία». Κι επειδή (α) πρόκειται για τη μακροβιότερη σχέση που είχα ποτέ με δημοσιογραφικό συγκρότημα (από τα πάμπολλα που ευτύχησα να συνεργαστώ), κι επειδή (β) αυτή η συνεργασία σχετίζεται άμεσα με την ευρύτερη πνευματική μου διαδρομή, θεώρησα επιβεβλημένο να κάνω μια γενικότερη αναδρομή και ανασκόπηση σ’ αυτή τη δημιουργική μου πορεία, εστιαζόμενος αναγκαστικά, για λόγους οικονομίας, στα κυριότερα highlights.

Λένε ότι η δημοσιογραφία σου ανοίγει όλες τις πόρτες στη ζωή. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο ισχύει αυτό. Ευελπιστώ ότι η παρούσα ανασκόπηση θα συμβάλει στην επαλήθευση ή διάψευση της παραπάνω αντίληψης. Επιδίωξη αυτής της αναφοράς είναι να καταδείξει, πρώτον, ποια υπήρξε η γενικότερη σχέση μου με τη δημοσιογραφία και τι ρόλο έπαιξε αυτή στη ζωή μου. Δεύτερον, πώς και γιατί, έχοντας ως αφετηρία τη δημοσιογραφία, κατάφερε να με κερδίσει τελικά η λογοτεχνία και όχι η πρώτη. Τρίτον, πώς ο μακροχρόνιος συγχρωτισμός μου με το δημοσιογραφικό χώρο διαμόρφωσε και καθόρισε αποφασιστικά την εν γένει συγγραφική μου πορεία. Τέταρτον, πώς και γιατί οι δεσμοί μου με τη δημοσιογραφία συνεχίζουν να παραμένουν ισχυροί και αναλλοίωτοι τα τελευταία 45 χρόνια.

Η παρθενική μου εμφάνιση στα γράμματα (απ’ όσο θυμάμαι, και όπως καταγράφεται σε διάφορες ανθολογίες, εγκυκλοπαιδικά λεξικά, βιογραφικά Who’s Who, κτλ) ξεκινά πολύ πριν την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου («Σκιαγραφίες του κόσμου», το 1973), κι εντοπίζεται στη συνεργασία μου με την ελληνόφωνη εφημερίδα της Μελβούρνης «Πυρσός» το 1969. Δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή μου στην Αυστραλία (1965), σε ηλικία μόλις 17 ετών. Είχα ταχυδρομήσει ένα άρθρο μου στη διεύθυνση της εφημερίδας, το οποίο και δημοσιεύτηκε αμέσως. Ο διευθυντής της κ. Θανάσης Χάνος, κατενθουσιασμένος μετά την προσωπική γνωριμία μας, μου ζήτησε να συνεχίσω να γράφω για την εφημερίδα γιατί, παρ’ ότι ήμουν «πιτσιρικάς», όπως μου είπε, «είχα ταλέντο και μια μέρα θα έφτανα ψηλά»! Πράγματι, συνέχισα για ένα διάστημα, δημοσιεύοντας μερικά ακόμα κείμενα (δυστυχώς μόνο δύο υπάρχουν στο αρχείο μου), αλλά όχι για πολύ. Η εφημερίδα στο μεταξύ έκλεισε το 1973 -λίγο πριν ή μετά τον ξαφνικό θάνατο του διευθυντή της- δεν θυμάμαι ακριβώς.

Το εύλογο ερώτημα, ωστόσο, είναι το εξής: Πώς και γιατί μπλέχτηκα από τόσο νωρίς στο δημοσιογραφικό συνάφι, όντας ακόμα μαθητής; Για τους εξής, νομίζω, προφανείς λόγους: Πρώτον, διότι εξ απαλών ονύχων είχα ένα άσβεστο πάθος, μια ανεξήγητη μανία με το διάβασμα, το γράψιμο, το χαρτί, το μελάνι, και την… οσμή του τυπωμένου χαρτιού. Ήμουν φανατικός αναγνώστης εφημερίδων από 11-12 χρόνων. (Πρώτα εγώ διάβαζα την εφημερίδα και μετά ο μακαρίτης ο παππούς μου – απ’ τον οποίο έτρεχα στο δρόμο να του την πάρω, πριν καν φτάσει στο σπίτι…). Δεύτερον, διότι μεταναστεύοντας, ήθελα οπωσδήποτε να διατηρήσω άμεση επαφή με τη μητρική μου γλώσσα και την ελληνική κουλτούρα προκειμένου να μπορέσω να επιβιώσω ψυχολογικά. Όπως έχω πει πολλές φορές σε συνεντεύξεις μου, η μετανάστευση για μένα υπήρξε μια άκρως εφιαλτική κι επώδυνη εμπειρία που κράτησε δεκαετίες. Και μόνο η επαφή μου με το ελληνικό περιβάλλον μπορούσε να μου απαλύνει κάπως τα άγχη της νοσταλγίας.

Αναγκαστική παρένθεση: Μπορεί να ακούγεται ίσως παράδοξο, αλλά είναι γεγονός. Άρχισα να (κουτσο)γράφω εξωσχολικά κείμενα (ιδέες, απόψεις, συναισθήματα, προβληματισμούς για ποικίλα θέματα που με ενδιέφεραν και απασχολούσαν) σε ηλικία 11 χρόνων, δηλαδή στην πέμπτη δημοτικού. Η πραγματική μύησή μου όμως στη λογοτεχνία γίνεται ένα χρόνο αργότερα, λίγο πριν πάω στο γυμνάσιο, με τη γνωριμία μου με τον Παπαδιαμάντη, μέσω των σχολικών «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων» – τα μόνα βιβλία που υπήρχαν τότε (δεκαετία του ’60) στο πάμφτωχο χωριό μου. Το ακόμη πιο παράδοξο εδώ είναι το εξής: Αντί να νιώθω περήφανος που άρχισα να γράφω και να δημοσιεύω σε τόσο μικρή ηλικία, έγινα έξω φρενών όταν πληροφορήθηκα ότι το… «ρεκόρ» μου είχε ήδη καταρριφθεί από μια γυναίκα: τη Βιρτζίνια Γουλφ! Η τελευταία -ατυχώς για μένα- είχε πρωτοδημοσιεύσει ποίημά της σε ηλικία μόλις 8 ετών (!) ενώ εγώ, κάπως αργότερα, στα 17 μου…

Επανέρχομαι: Μετά την παρθενική συνεργασία μου και το κλείσιμο του «Πυρσού» συνέχισα να συνεργάζομαι πολύ τακτικά με τα περισσότερα ομογενειακά έντυπα της τότε εποχής. Κυρίως με τη «Νέα Πατρίδα» και το περιοδικό «Ελληνίς», δημοσιεύοντας χρονογραφήματα, άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα σε συνέχειες, όπως συνηθιζόταν τότε. (Σημ.: Υπήρξαν και κάποιες βραχύβιες εφημερίδες με τις οποίες πρέπει να συνεργάστηκα -αν δεν με απατά η μνήμη μου- στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όπως λ.χ. με την εφ. «Εμπρός» [1967], ίσως και κάποια άλλη. Δυστυχώς, δεν προνόησα να κρατήσω ούτε ένα απόκομμα απ’ αυτά τα πολύτιμα νεανικά μου κείμενα. Τι κρίμα!…).

Εν συνεχεία, το 1973 ο δημοσιογράφος και φίλος Κώστας Αλεξιάδης, μου προτείνει να συνεργαστώ, επ’ αμοιβή, με την εφημερίδα του «Ελλάδα», δημοσιεύοντας χρονογραφήματα και μυθιστορήματα σε συνέχειες. Η πρότασή του συμπίπτει με τη χρονική περίοδο έκδοσης του πρώτου μου βιβλίου («Σκιαγραφίες του κόσμου», διηγήματα 1973) που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Δέχομαι. Πράγμα που με καθιστά τον μοναδικό Έλληνα λογοτέχνη, απ’ όσο γνωρίζω, στην ιστορία των Αντιπόδων (πιθανότατα και του ευρύτερου απόδημου ελληνισμού της εποχής) που πληρωνόταν για να γράφει και δημοσιεύει λογοτεχνία στην ελληνική γλώσσα! Την προηγούμενη χρονιά (27.7.1972) η τύχη μού είχε ξαναχαμογελάσει, όταν ο μεγάλος αυστραλιανός εκδοτικός οίκος της Μελβούρνης Gold Star μου πρόσφερε ένα συμβόλαιο προκειμένου να εκδώσει (σε αγγλική μετάφραση) το πρώτο νεανικό μου μυθιστόρημα «Ποτέ στην Ανάσταση», το οποίο δημοσιευόταν σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελλάδα». Η υπογραφή του συμβολαίου μου με τον Αυστραλό εκδότη επικυρώνεται με δύο σεβαστές προκαταβολές: μία κατά την υπογραφή του και μία κατά την παράδοση του χειρογράφου. Θα ακολουθούσε και τρίτη, όταν κυκλοφορούσε το βιβλίο. Δυστυχώς όμως αν κι εγώ αμείφθηκα πλουσιοπάροχα, το βιβλίο μου αυτό δεν βγήκε ποτέ διότι, στο μεταξύ, ο εκδότης (για άγνωστους λόγους) έβαλε λουκέτο. Περιέργως, η ιστορία του Gold Star επαναλαμβάνεται με τον «Πυρσό» που κλείνει την ίδια χρονιά (1973)!…

Παρ’ όλα αυτά, ή εξαιτίας αυτών, εγώ είχα μπει μετά βαΐων και κλάδων και στον αυστραλιανό εκδοτικό και λογοτεχνικό στίβο, και μάλιστα σε τόσο νεαρή ηλικία. Για να επιβεβαιωθεί το ρηθέν της Νεοζηλανδής καθηγήτριάς μου των Αγγλικών η οποία, λίγο πριν αποφοιτήσω από το λύκειο, με είχε καλέσει μια μέρα στο γραφείο της για να μου ανακοινώσει τα εξής βαρυσήμαντα και προφητικά: «Κοίταξε παιδί μου. Σύντομα θα χρειαστεί να αποφασίσεις τι επάγγελμα θα ακολουθήσεις. Δεν ξέρω αν θα πας πανεπιστήμιο, αν θα σπουδάσεις, ή τι θα κάνεις στη ζωή σου. Αυτό όμως που ξέρω, και για το οποίο είμαι απολύτως βέβαιη, είναι ότι οπωσδήποτε θα γίνεις συγγραφέας, γιατί έχεις ταλέντο. Και μια μέρα θα σε διαβάζουμε όλοι εμείς…» (Σημ.: Πράγματι, αν και τα Αγγλικά μου κάθε άλλο παρά τέλεια ήταν ακόμη, έγραφα τις καλύτερες εκθέσεις στην τάξη κι έπαιρνα τους υψηλότερους βαθμούς. Ένα χρόνο πριν τελειώσω το λύκειο μας ζητούν να γράψουμε μια έκθεση με ελεύθερο θέμα. Εγώ επέλεξα τον τίτλο «Ο παλιός μου κόσμος» και περιέγραψα την περιπέτεια του ξεριζωμού και ταξιδιού μου στην Αυστραλία και πόσο με είχε πληγώσει ο «ακρωτηριασμός» από την πατρίδα. Με τη διαφορά ότι, αντί για κανονική έκθεση, είχα γράψει μια νουβέλα 70 σελίδων! Πράγμα που κυριολεκτικά «σόκαρε» μαθητές και καθηγητές, αφού ήμουν μεταναστόπουλο μη αγγλόφωνης καταγωγής…).

Ωραία και καλά όλα αυτά. Το φλέγον ζήτημα ωστόσο ήταν: Πώς θα κατάφερνα να επιβιώσω απ’ το συγγραφιλίκι και μόνο, τη στιγμή που η Αγγλική δεν ήταν η μητρική μου γλώσσα; Σε ποιο κοινό θα απευθυνόμουν, ζώντας σε μια αγγλόφωνη χώρα; Το ζήτημα της γλώσσας (το σχιζοφρενικό δίλημμα, κατά πόσο ήταν φρόνιμο κι εφικτό να ζω σε μια αγγλόφωνη χώρα και να γράφω Ελληνικά) με παίδεψε πολύ και για αρκετό καιρό. Πολύ περισσότερο όταν η Αγγλική ήταν η lingua franca. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα, δοκίμασα, πειραματίστηκα όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Δεν μου έβγαινε με τίποτα. Εκτός του ότι δεν γνώριζα την αγγλική τόσο καλά όσο τη μητρική μου, οι εμπειρίες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, όλα αυτά είχαν καταγραφεί στον… ελληνικό «σκληρό δίσκο» μου. Όλα είχαν διαμορφωθεί και ήταν προϊόντα της ελληνικής μου παιδείας, κουλτούρας και βιωμάτων. Διότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο θέμα γλώσσας, αλλά -κυρίως- κουλτούρας αιώνων. («Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» δεν είχε πει ο Σεφέρης;). Κι εγώ την αυστραλιανή κουλτούρα και νοοτροπία ελάχιστα την ήξερα τότε. Αποφάσισα λοιπόν ότι, αφού μου ήταν αδύνατον να γράψω λογοτεχνία στα Αγγλικά, αναγκαστικά, θα επιζούσα, συγγραφικά, μέσω της μετάφρασης. Κάπως έτσι έλυσα οριστικά αυτό τον γόρδιο δεσμό. Διόλου αβασάνιστα, ομολογώ. Παρέμενε βέβαια το πάντα ακανθώδες (για όλους τους δημιουργούς, και όχι μόνο) πρόβλημα της οικονομικής επιβίωσης… Ευτυχώς όμως, για μένα, και αυτό λύθηκε στην πορεία. Για τον απλούστατο λόγο ότι είχα προνοήσει από πολύ νωρίς (σχεδόν από την εφηβική μου ηλικία) ότι το μεγάλο πάθος μου (το γράψιμο και η λογοτεχνία) δεν έπρεπε να γίνει η αιτία να πεθάνω στην ψάθα, όπως το ίνδαλμά μου ο Παπαδιαμάντης και τόσοι άλλοι…

Στο μεταξύ, συνέχιζα να συνεργάζομαι σταθερά και ακατάπαυστα με εφημερίδες και περιοδικά της ομογένειας, ερωτοτροπώντας πάντα με την ιδέα να γίνω κάποια στιγμή… δημοσιογράφος! Κι αυτό διότι αδυνατούσα να φανταστώ τον εαυτό μου σ’ έναν εργασιακό χώρο χωρίς λεξικά, χαρτιά, μολύβια, μελάνια, γραφομηχανές και τη… μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού. Τώρα βέβαια, εκ των υστέρων, φρίττω και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούσα να αναλίσκομαι σε μια εφημερίδα, έχοντας, μεταξύ άλλων, αναλάβει και την υποχρέωση επιμέλειας των σελίδων… «Κηδειών, Μνημοσύνων και Γνωριμιών». Ή -ακόμα χειρότερα- την επιμέλεια της σελίδας των «Επιστολών» και την προβολή φερέλπιδων στιχοπλόκων/ριμαδόρων…

*Η συνέχεια προσεχώς