Εκείνη η βροχερή Κυριακή της 11ης Ιουλίου 2004 στο Παρίσι δεν προμήνυε τίποτε το εξαιρετικά συνταρακτικό για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η Ελλάδα πανηγύριζε την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου και προετοιμαζόταν για τη διοργάνωση τον επόμενο μήνα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Σιγά μην ασχολιόταν με το γάμο ενός βουλευτή της αντιπολίτευσης που είχε επιλέξει τη γαλλική πρωτεύουσα για να τελέσει εκεί το μυστήριο της ένωσής του «εις σάρκα μίαν» με την αγαπημένη του. Τι κι αν ο επί ένα τέταρτο του αιώνα βουλευτής αυτός ονομαζόταν Απόστολος-Αθανάσιος Τσοχατζόπουλος, είχε περάσει από όλα σχεδόν τα υπουργικά πόστα και διατελέσει κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ επί 30 χρόνια; Για τους ψηφοφόρους το ότι ο κατά κόσμον Άκης θα ντυνόταν για δεύτερη φορά γαμπρός στα 65 του ήταν προσωπικό θέμα του ίδιου και μόνο. Κοινώς, θέμα αδιάφορο για την κοινή γνώμη. Ελάχιστοι, εξάλλου, είχαν πάρει χαμπάρι ότι είχε ήδη νυμφευτεί την κατά πολύ νεότερή του, Βασιλική Σταμάτη, εξ Ελάτειας Φθιώτιδος ορμώμενη, υπάλληλο της ΔΕΗ, με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Συκεών Θεσσαλονίκης.

Φρόντισε, ωστόσο, ο ίδιος ο πρώην υπουργός να το κοινοποιήσει στο Πανελλήνιο, διαμηνύοντάς το, μάλιστα, με τον πιο πομπώδη τρόπο. Επέλεξε να τελέσει και θρησκευτικό γάμο σε στενό κύκλο με κουμπάρο τον Γάλλο πολιτικό μηχανικό, Μισέλ Καντάς. Το ζευγάρι κατέφτασε με μια μπλε Jaguar στον ορθόδοξο ναό του Αγίου Στεφάνου της Πόλης του Φωτός και χοροστατούντος του μητροπολίτη Παρισίων Εμμανουήλ. Ακολούθησε κατόπιν δεξίωση με περισσή χλιδή στο πολυτελές ξενοδοχείο «Four Seasons», όπου ο γαμπρός κομψός, ευθυτενής και απαστράπτων έπλεε σε πελάγη ευτυχίας και αφρού εκλεκτής σαμπάνιας, σερβιρισμένης σε κρυστάλλινα ποτήρια Swarovski.

Με το γνώριμο και καταδεκτικό ύφος του, με τις στομφώδεις πλην αναχρονιστικές εκφράσεις εκφερόμενες με πλήθος χειλικών και οδοντικών συμφώνων, ο νεόνυμφος -με τα ασημένια μαλλιά και το γερακίσιο βλέμμα πολιτικός- κινούνταν μεταξύ των καλεσμένων του με την ευελιξία παίκτη του μπιλιάρδου, το ανάστημα βετεράνου μπασκετμπολίστα και το μεγαλείο που αρμόζει μάλλον σε μεγιστάνα. Άρχοντας ο Άκης. Και τόσο επιδεικτικά χουβαρντάς, όπως σημειώνει σαστισμένος παρευρισκόμενος, που έδειχνε σαν να αδιαφορεί όχι μόνο για τη μέχρι τότε πορεία του και να αγνοεί τη θέση του στην κομματική επετηρίδα, αλλά κυρίως να υποτιμά την όποια μελλοντική δημόσια αντίδραση ή τη μήνη των εύθικτων ψηφοφόρων του. Οι τελευταίοι τρία χρόνια αργότερα, το 2007, τον αποστράτευσαν πολιτικά στέλνοντάς τον σπίτι του.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ο αναγνωρίσιμος και καλοδιατηρημένος 70χρονος με τα καλοραμμένα λινά σακάκια, τα μεταξωτά πουκάμισα και το κεχριμπαρένιο κομπολόι που διαβαίνει συχνά πυκνά την πλακόστρωτη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, συνοδεύοντας τη συγγραφέα πλέον σύζυγό του και τον τετράχρονο γιο τους, λίγα κοινά έχει πλέον με τον κραταιό υπουργό των προηγούμενων δεκαετιών. Και ακόμα λιγότερα θυμίζουν τον ωραίο, επιμελή και ντροπαλό έφηβο του Β’ Γυμνασίου Αρρένων Θεσσαλονίκης. Συμμαθητές του από εκείνο το σχολείο επί της Ικτίνου, κοντά στην Αγία Σοφία, τον θυμούνται στα μέσα της δεκαετίας του ’50 σαν το μελετηρό και αθλητικό αγόρι που έμενε στην οδό Κομνηνών, εκεί όπου είναι τα ανθοπωλεία της αγοράς Μοδιάνο.

Στη στοά της αγοράς, από την πλευρά της οδού Ερμού, ο πατέρας του Ευάγγελος διατηρούσε μαζί με τα αδέλφια του μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση με αλλαντικά. Βέρος Σαλονικιός, γιος ενός Κωνσταντινουπολίτη που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1926 και μιας Γιαννιώτισσας, της Αρετής Γεωργάκη, ο Άκης μεγάλωσε μαζί με τους δύο μικρότερους αδελφούς του, τον Στέφανο και τον Κώστα, στο κέντρο της πόλης. Κι όμως, ο πρωτότοκος γεννήθηκε στην πρωτεύουσα το 1939, όταν το ζευγάρι Ευάγγελου και Αρετής αποφάσισαν να μετοικήσουν στην Αθήνα. Ο πόλεμος του ’40 ανέτρεψε τα σχέδια διαμονής, καθώς ο πατέρας πήγε φαντάρος στο Αλβανικό Μέτωπο και η οικογένεια γύρισε εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου δεν ξαναμετακινήθηκε ποτέ πια. Στα στερημένα αλλά πολιτικά έντονα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια ο δεκάχρονος Άκης τριγυρίζει ανάμεσα στα σαλάμια, τα λουκάνικα, τους παστουρμάδες και τις λοιπές πολίτικες συνταγές αλλαντικών που παρασκευάζει το οικογενειακό κατάστημα. Όμως οι δουλειές δεν πάνε καλά και το 1953 το μαγαζί βάζει λουκέτο.

Ο Ευάγγελος Τσοχατζόπουλος βολεύεται στο κυλικείο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών, μέχρι να βγει στη σύνταξη. Από κοντά και ο Άκης, μετά το σχολείο να ανακατεύει καφέδες, να πουλάει γλυκά του κουταλιού, πορτοκαλάδες και σάντουιτς στους ταξιδιώτες και να κάνει λάντζα στα νεροπότηρα. Ψηλός για την εποχή (πάνω από 1,80 μ.), δοκιμάζεται στην εφηβική ομάδα μπάσκετ του ΠΑΟΚ. Αλλά ο φιλόδοξος νεαρός έχει άλλα σχέδια. Η μετανάστευση είναι μια διέξοδος και συνδυασμένη με σπουδές η αποσυμπίεση από τις ελάχιστες εγχώριες ευκαιρίες της εποχής αποκτά περιεχόμενο καριέρας. Παίρνει απολυτήριο το 1957, δοκιμάζει να πάει στη Σχολή Ικάρων, κόβεται και πιάνει δουλειά στο λογιστήριο του Παπαστράτου. Δημοκρατικών πεποιθήσεων, όπως η πλειονότητα των εκ καταγωγής προσφύγων, δεν ασχολείται πολύ με τα πολιτικά, πέραν των διαδηλώσεων για το Κυπριακό, που συγκινεί και παρακινεί σε πορείες όλη σχεδόν τη νεολαία της εποχής.

 «Ο Άκης είχε μια προτεσταντική σχεδόν ηθική προτού πάει στη Γερμανία. Εκεί, αντίθετα, μεταλλάχθηκε σε θερμόαιμο εξεγερμένο», λέει παλιός συμμαθητής του. Στα 20 του με κάποιες οικονομίες στην άκρη και με μεγάλη όρεξη ξενιτεύεται στο Μόναχο. Προσωρινά, σκέφτεται, αλλά τελικά θα μείνει 16 χρόνια στη Γερμανία. Μισός γκασταρμπάιτερ και μισός φοιτητής του Πολυτεχνείου, μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε μαθήματα και δουλειά. Λαντζιέρης, σερβιτόρος, εκφορτωτής, θερμαστής καζανιών, συγκολλητής ελαστικών, καθαριστής τζαμιών. Με την τελευταία ιδιότητα θα γνωρίσει την πρώτη του σύζυγο. Η Γκούντρουν Μολντενχάουερ, λογίστρια σε τραπεζικό υποκατάστημα, βλέπει κάθε τόσο έναν νεαρό, γοητευτικό, αλλά συνεσταλμένο 25άρη να σφουγγαρίζει επιδέξια τα τζάμια μπροστά στο γραφείο της. Και είναι αυτή που παίρνει την πρωτοβουλία να γνωριστούν.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Παντρεύονται το 1964. Αμέσως ο Άκης με το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού ξεκινάει την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Ταυτόχρονα έρχεται στον κόσμο και η κόρη τους Αρετή, αρχιτέκτων σήμερα και τέως διοικητής του ΠΙΚΠΑ, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 1969, γεννιέται ο γιος τους Αλέξης. Με την Γκούντρουν έζησαν μαζί σχεδόν σαράντα χρόνια. Μετά τη φθορά της μακρόχρονης συμβίωσης οι δυο τους χώρισαν πολιτισμένα πριν από τον δεύτερο γάμο του Άκη, αφού θεωρείται ότι προηγουμένως η κατασταλαγμένη Γερμανίδα σύζυγός του έλαβε τις απαραίτητες εγγυήσεις διασφάλισης του μέλλοντός της.

Εξάλλου, ο Άκης είναι αποδεδειγμένα γαλαντόμος ως άνθρωπος, λένε περιστασιακοί συνεργάτες του. «Και αποτελεσματικά ευέλικτος», τονίζουν άσπονδοι φίλοι του. Επί δεκαετίες, λένε, έχει συμμετάσχει και πρωταγωνιστήσει σε κρίσιμες αποφάσεις και από όλες έχει βγει αλώβητος. Όλοι, πάντως, κάνουν πως ξεχνούν ότι υπήρξε ο κατεξοχήν άνθρωπος μεγάλης αντοχής και απόλυτης εμπιστοσύνης.

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ

– Τί ώρα είναι, Άκη;
– Ό,τι ώρα πείτε, κύριε πρόεδρε!
Επί χρόνια αυτό το ανέκδοτο διαδιδόταν στερεότυπα για να χαρακτηρίσει τη σχέση του Ανδρέα Παπανδρέου και του Άκη Τσοχατζόπουλου, δύο πολιτικών που στην εσωκομματική αφήγηση του ΠΑΣΟΚ καταγράφονται με τα μικρά τους ονόματα. Σίγουρα, το κλισέ αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είναι όμως πολύ κοντά στην ουσία της περιγραφής μιας κατάστασης. Ο Άκης διατηρεί για τον εαυτό του τον ρόλο του αφοσιωμένου στον Ανδρέα, που λειτούργησε σαν κυματοθραύστης του αρχηγού στις εσωκομματικές συγκρούσεις, ενώ δεν προσκολλήθηκε ποτέ στο στενό περιβάλλον του. Αντίθετα μερίδα της κομματικής γεωγραφίας και τμήμα της κοινωνίας θεωρούσε ανέκαθεν ότι το πολιτικό κεφάλαιο του Άκη είχε υπόσταση επειδή αναπτύχθηκε στο θερμοκήπιο της παπανδρεϊκής εύνοιας.

Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια, οπότε ο Άκης βρέθηκε στην γκρίζα ζώνη της νέας ηγεσίας της Χαριλάου Τρικούπη και της Ιπποκράτους, δεν έδειξε τουλάχιστον δημοσίως να το παίρνει κατάκαρδα. Με τα ξένοιαστα καλοκαίρια του στο Λαγονήσι ή στην Κόστα στο Πόρτο Χέλι, σε άνετα resorts ή βίλες και με τις χειμερινές εξορμήσεις του στην Αράχοβα και τις ετήσιες συνάξεις φίλων του στο Ποσείδι της Χαλκιδικής, μάλλον χαλαρά αντιμετώπιζε την αναγκαστική απόσυρσή του από τις κορυφαίες θέσεις της κομματικής επετηρίδας. Λέγεται άλλωστε ότι ο Γιώργος Παπανδρέου του διεμήνυσε ότι τον σεβάστηκε όσο του αναλογεί. Ούτε όμως ο ίδιος ο Άκης φαίνεται να ξεχνά πως το 1996, όταν διεκδίκησε την πρωθυπουργία και κατόπιν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ο νυν πρωθυπουργός είχε προτιμήσει να συμπαραταχθεί με τον Σημίτη. Γι’ αυτό ίσως μερικές φορές όταν ανταμώνει με παλιούς συντρόφους σε ουζερί και μεζεδοπωλεία του Θερμαϊκού, με νοσταλγία γυρίζει την κουβέντα πίσω στον χρόνο.

Στη μοιραία για τον ίδιο συνάντησή του με τον Ανδρέα, η οποία του άλλαξε τη ζωή. Τότε το 1968 ο Άκης κόντευε τα δέκα χρόνια στη Δυτική Γερμανία, είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα οικονομολόγου μηχανικού, δραστηριοποιούνταν στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου και εξαιτίας της στράτευσής του στον αντιδικτατορικό αγώνα τού είχε αφαιρεθεί από τη χούντα η ελληνική ιθαγένεια. Στο φορτισμένο κλίμα εκείνης της εποχής ο εξόριστος από τους πραξικοπηματίες συνταγματάρχες Ανδρέας Παπανδρέου επισκέπτεται τη Φρανκφούρτη. Εκεί σπεύδουν να τον συναντήσουν και οι αυτόνομες αντιδικτατορικές ομάδες του Μονάχου. Σακελλαρίου, Τσουγιόπουλος, Βασιλειάδης, Λιακόπουλος, Τσοχατζόπουλος είναι μεταξύ των πολέμιων της ελληνικής χούντας, αυτοί που εκφράζουν μια πιο εξεγερσιακή διάθεση.

Ο πολιτικός και καθηγητής Ανδρέας τους συναντά στο Ρισελχάιμ, όπου βρίσκονται τα εργοστάσια της «Opel», στα οποία δουλεύουν αρκετοί Έλληνες μετανάστες. Τους ακούει προσεκτικά, με τα γνώριμά του «τι μου λες; καλή ιδέα, πράγματι» και με το χάρισμα, τη σαφήνεια των προτάσεων, τον οραματισμό που τον διακρίνει τούς «ψήνει» στο λεπτό για να δημιουργήσουν τους «φίλους του ΠΑΚ». Γίνεται γρήγορα σαφές ότι στο πρόσωπο του δυναμικού νεαρού πολιτικού μηχανικού ο Παπανδρέου ξεχωρίζει έναν έμπιστο, κατ’ άλλους πειθήνιο στέλεχος στον ίδιο, που μπορεί επίσης να φέρει σε πέρας τις δουλειές. Δυο χρόνια αργότερα, ο Άκης συμμετέχει στον πολιτικό βραχίονα της οργάνωσης και αργότερα γίνεται μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ. Το τεχνικό γραφείο του μετατρέπεται στο επικοινωνιακό κέντρο της οργάνωσης στην Ευρώπη.

Το σπίτι του στο Μόναχο αποτελεί το στρατηγείο του Ανδρέα κάθε φορά που επισκέπτεται την Κεντρική Ευρώπη, ενώ τον συνοδεύει στις κρίσιμες επαφές του με πολιτικές προσωπικότητες και κόμματα της Αριστεράς, στο πλαίσιο της πιθανής συνεργασίας τους κατά την αντιδικτατορική πάλη. Μαζί βλέπουν τον Χαρίλαο Φλωράκη στην Ελβετία το 1973, μαζί συναντούν και τον Αντώνη Μπριλλάκη στο Παρίσι. Πολλοί ακόμα και σήμερα δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι έφερε κοντά τον επικοινωνιακό, ρητορικό και σχεδόν διονυσιακό Ανδρέα με τον κάπως άκαμπτο, τετράγωνο και ενίοτε στρυφνό Άκη. Πώς έγινε η οργανωτική σκιά ενός προικισμένου ηγέτη -που χόρευε ζεϊμπέκικο και άκουγε ρεμπέτικα- ένας συγκρατημένος μηχανικός με γερμανικό τρόπο σκέψης που προτιμούσε το κλασικό θέατρο και τα βαγκνερικά ορατόρια. Πολλοί λένε πως κοινός παρονομαστής ήταν ένας από κοινού αρεστός μαθηματικός τρόπος σκέψης. Άλλοι προτιμούν τη σχέση ιμάντα-εκκεντροφόρου.

Όπως και να ’χει, τον Ιούλιο του 1974 η χούντα πέφτει και ο Άκης φορτώνει τεφτέρια, στοιχεία και αποδείξεις μιας πολύχρονης πορείας σε ένα σμπαραλιασμένο Citroen και κατηφορίζει για την Ελλάδα.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ

Στα τέλη του 1977 το αρρενωπό και σχεδόν διαρκώς φουριόζο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ έχει αφήσει πίσω τα καπνισμένα δωμάτια των συσκέψεων, με τις αφίσες, τα πλακάτ, τα έντυπα των πολυγράφων, αλλά και το φόβο των χαφιέδων στη Δυτική Γερμανία. Η πολιτική δουλειά και η οργανωτική λειτουργία του Κινήματος είναι πλέον νόμιμη. Ο Άκης έχει απαλλαγεί από τη στράτευση λόγω πολύχρονων πολιτικών διώξεων και η πορεία προς την εξουσία απορροφά όλη την ενεργητικότητά του. Έχει ανοίξει ένα τεχνικό γραφείο μελετών και επιβλέψεων, σε συνεργασία με τον εργολάβο, Φώτη Αρβανίτη, που κι αυτός έχει μόλις επιστρέψει από την Αυστραλία, αλλά κατ’ ουσία αυτό που χτίζει εκείνη την περίοδο ο Άκης είναι το πολιτικό προφίλ του.

Τα πάει καλά τόσο στο κόμμα όσο και στην κοινωνία, ενώ με τον θριαμβευτικό ερχομό της Αλλαγής αναλαμβάνει το υπουργείο Προεδρίας. Ως πρωτοκλασάτος, συμμετέχει με τις ισορροπιστικές διανομές εξουσίας του Ανδρέα στην περίφημη τρόικα με τον Λαλιώτη και τον Γεννηματά, η οποία αναλαμβάνει να συντονίζει κυβέρνηση και κόμμα, για να υλοποιηθούν ανεκπλήρωτα κοινωνικά αιτήματα δεκαετιών. Με την υποστήριξη και πάλι του Παπανδρέου εκλέγεται το 1990 γραμματέας, σε μια θυελλώδη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής στο ξενοδοχείο «Πεντελικόν» στο Κεφαλάρι. Παραμένει στην ίδια θέση, αλλά επανέρχεται στην κυβέρνηση όταν ο Ανδρέας ξανακερδίζει το 1993 τις εκλογές μετά την παρένθεση Μητσοτάκη. Είναι η εποχή που το στυλ Άκη έχει φορμαριστεί σε ό,τι αποκαλείται «ώρα ΠΑΣΟΚ». Οι καθυστερήσεις του είναι παροιμιώδεις, με αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον ακριβές, πέρα από φυσιολογικό, οι συνεδριάσεις που ορίζονται συγκεκριμένη ώρα να ξεκινούν τρεις ώρες αργότερα. Ωστόσο αυτή η συμβολή του στα ήθη και τα έθιμα του Κινήματος δεν εκτιμήθηκε δεόντως όταν έθεσε υποψηφιότητα για πρωθυπουργός στην Κοινοβουλευτική Ομάδα τον Ιανουάριο του 1996. Με τον Ανδρέα βαριά άρρωστο στο νοσοκομείο επί δύο μήνες, η χώρα χρειαζόταν επικεφαλής της κυβέρνησης.

Με αντιπάλους τον Κώστα Σημίτη και τον Γεράσιμο Αρσένη, ο Άκης ισοψηφεί στον πρώτο γύρο με τον Σημίτη με 53 ψήφους και ακολουθεί ο Αρσένης με 50. Στη δεύτερη, πρωθυπουργός εκλέγεται ο Σημίτης, με διαφορά 9 ψήφους, ενώ υπάρχουν και 6 λευκά. Το σκωτσέζικο ντους του Άκη, που ανέτρεψε τις επί χρόνια καλά προφυλαγμένες ηγετικές φιλοδοξίες του, θεωρούν αρκετοί ότι προσδιόρισε την κατοπινή πολιτική συμπεριφορά του. Άλλοι, πάντως, αρκούνται στο να τονίσουν ότι ο Άκης σε εκείνη τη φάση έχασε ό,τι ποτέ του δεν είχε. Μετά τις νικηφόρες για το ΠΑΣΟΚ εκλογές της ίδιας χρονιάς αναλαμβάνει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

 «Ο ΩΡΑΙΟΣ ΜΠΡΟΥΜΕΛ»

Έπειτα από 26 χρόνια βουλευτικής θητείας, ο Άκης ανακοινώνει ότι δεν θα κατέβει υποψήφιος στην Α’ Θεσσαλονίκης για τις εκλογές του 2010. Ο φόβος των επιτελών του ότι δεν θα καταφέρει να εκλεγεί ούτε κάτω από την Εύα Καϊλή, όπως το 2007, είναι αποτρεπτικός για να ξαναδοκιμάσει. Από το 1981 όταν εισήλθε στη Βουλή με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του σαρωτικού τότε ΠΑΣΟΚ έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της Ιστορίας. Από πανίσχυρος υπουργός, που αναπλήρωσε σε συνόδους κορυφής τον άρρωστο Ανδρέα, βρέθηκε να απολογείται για τα εξοπλιστικά, δίχως την πλήρη στήριξη της Ιπποκράτους. Από τη δοκιμασία αυτή εξήλθε χωρίς αμυχές, αλλά ταυτόχρονα και αμήχανος. Ο πολιτικός που του κόλλησαν κάποτε το παρατσούκλι «ο ωραίος Μπρούμελ» του ΠΑΣΟΚ σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για φιλαρέσκεια αντίστοιχη του αυθεντικού bon viveur Μπρούμελ, ο οποίος ήθελε πέντε ώρες να ντυθεί και γυάλιζε τις μπότες του με σαμπάνια. Ούτε πρόκειται μάλλον να καταλήξει χρεωμένος και εξόριστος, όπως ο πρότυπος χαρακτήρας που εισήγαγε τον δανδισμό.

Ενδεχομένως, όμως, κάποιες από τις περιπέτειες του κομψού βασιλικού υπασπιστή της βρετανικής αυλής μπορεί να τις υποστεί και ένας Έλληνας πολιτικός του αναστήματος ενός Άκη. Όχι επειδή επενέβη ο εισαγγελέας για το ακίνητο επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αλλά για να επιβεβαιωθεί ότι τα προσωνύμια δεν δημιουργούνται, ούτε αποδίδονται τυχαία.