Από την τεράστια παραγωγή των 120 περίπου βιβλίων του πολυγραφότερου εν ζωή Έλληνα συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού, το «Ημερολόγιο Θάσου» (εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2015) είναι, αν δεν απατώμαι, το μοναδικό του πόνημα με ημερολογιακό χαρακτήρα.

Το προλογικό σημείωμα («Αντί Προλόγου – Το χωριό μου [Δύο παραλλαγές]») δεν είναι ακριβώς ημερολογιακή καταγραφή, αλλά ένα εντελώς αυτόνομο κείμενο του 1962 που είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο Μέρος Ι έχουμε μια καθαρά περιγραφική απεικόνιση του χωριού τού συγγραφέα, ενώ στο Μέρος ΙΙ έναν εξωτερικό αντικατοπτρισμό (του τοπίου) κι έναν εσωτερικό (των σκέψεων/συναισθημάτων του συγγραφέα) αναφορικά με τη βάσκανη μοίρα του χωριού του.

Πρόκειται για δυο άκρως καταθλιπτικές απεικονίσεις, καθώς το χωριό, στο Μέρος Ι παρομοιάζεται σαν έρημη χώρα εξαιτίας της ερήμωσής του, η οποία οφείλεται στη φτώχεια και, κατ’ επέκταση, στη μαζική μετανάστευση. Το ίδιο ισχύει και στο Μέρος ΙΙ- με τη διαφορά ότι εδώ ο συγγραφέας αρνείται να ταυτιστεί με το χωριό του, αφού, όπως παρατηρεί, «τα σπέρματα των ελπίδων μου […] νεκρώθηκαν» λόγω της κατάντιας του (του χωριού). Έτσι, παραμένει μόνος στο πατρικό σπίτι να περιηγείται ανάμεσα στα φαντάσματα του παρελθόντος, μέσα σ’ έναν «αστρικό οικισμό, σε μια ακατοίκητη περιοχή της Σελήνης – όλοι οι κάτοικοι μετανάστες, στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές» (σ. 15). Αυτές είναι οι δύο πρώτες (αρνητικές) παραλλαγές του χωριού (με τη ματιά του εφήβου, σε παλαιότερους χαλεπούς καιρούς) ενσωματωμένες κάτω απ’ την ομπρέλα μιας σφαιρικότερης (απαισιόδοξης) παραλλαγής.

Η δεύτερη, ευρύτερη και ουσιωδέστερη παραλλαγή που ακολουθεί (με το καθαυτό «Ημερολόγιο Θάσου» αλλά και τα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου) είναι η θετική, η ευφρόσυνη, αφού συσχετίζεται με την, μετά από μισόν αιώνα, επιστροφή του συγγραφέα στις πατρογονικές του ρίζες, δηλαδή στον χαμένο παράδεισο της παιδικής του ηλικίας, το νησί του, έχοντας ολοκληρώσει την ανακαίνιση του πατρικού του σπιτιού, εξ ου και η δικαιολογημένη «ευφροσύνη» του συγγραφέα («Μια απόλυτη ευφροσύνη, σχεδόν ευδία, με πλημμυρίζει από τότε που κατοικώ εδώ…». Η «ευδαιμονία» αυτή δεν πηγάζει μόνο από την ομορφιά και γαλήνη του τοπίου, αλλά και από το χρέος που κατάφερε να εκπληρώσει προς τον πατέρα του καθώς «τώρα το πνεύμα του, με παρακολουθεί από ψηλά και χαίρεται για τη δικαίωση που του δίνει ο άσωτος υιός του. Αυτό αποτελεί την κρυφή πηγή της τωρινής ευδαιμονίας μου» (σ. 21-22).

Ο ρόλος της Θάσου εδώ είναι δισδιάστατος. Η τελευταία δεν αποτελεί «επίγειο παράδεισο» (σ. 27) μόνο ως γεωγραφικός χώρος και τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (σ. 77) αλλά κι επειδή συνδυάζει το τερπνόν (φύση-διακοπές) μετά του ωφελίμου (πνευματικά ενδιαφέροντα). Συγκεκριμένα, επειδή γίνεται αιτία επανασύνδεσης του συγγραφέα, πρώτον, με τις αναμνήσεις κι εμπειρίες του χαμένου παραδείσου της παιδικής του ηλικίας και δεύτερον, με το μεγάλο του πάθος της ανάγνωσης, της γραφής και της λογοτεχνίας γενικότερα. Το στοιχείο της «επανασύνδεσης» είναι, προφανώς, κεφαλαιώδους σημασίας για τον συγγραφέα, αφού, όπως διατείνεται, «Το νήμα δεν πρέπει να κοπεί […] Γιατί ό,τι κόβεται δεν μπορεί να επανασυνδεθεί» (σ. 107). Πρόκειται δηλαδή για την απόλαυση μιας έντονης ψυχοσωματικής εμπειρίας που του προσφέρει χαλάρωση, αναζωογόνηση, γαλήνη και «ευτυχία» («Γράφω γιατί είμαι ευτυχισμένος που το κατοικώ [το νησί μου]», σ. 27).

Όσο κι αν ο τίτλος του βιβλίου, αλλά και ορισμένες ποικιλόμορφες καταχωρήσεις από την καθημερινή ζωή στη Θάσο δίνουν, εκ πρώτης όψεως, την εντύπωση ενός «ημερολογίου», αυτό δεν ευσταθεί απολύτως. Είναι περισσότερο ένα προσχηματικό τέχνασμα, προκειμένου ο συγγραφέας να μιλήσει για θέματα που τον ενδιαφέρουν και τον αφορούν άμεσα, όπως: τα βιβλία, τους συγγραφείς (σ. 24-25), τους εκδότες (σ. 97-99), τους μεταφραστές (σ. 153-155), τους βιβλιοπώλες (σ. 95-97), το αστυνομικό μυθιστόρημα (σ. 101), τις συγγραφικές αποτυχίες του (ως θεατρικός συγγραφέας, σ. 44, 51), τα συγγραφικά του παράπονα (σ. 103). Προπάντων όμως τις προσωπικές του εμμονές με την ανάγνωση και – κυρίως – τη γραφή, στην οποία προφανώς ξαναεπιστρέφει μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα («Ξαναβρήκα τον συγγραφέα-εαυτό […] Οι λέξεις ξαναγυρίζουν, αποδημητικά πουλιά, πίσω στη φωλιά τους…», σ. 76). Ο εν λόγω τόμος, λοιπόν, συμπεριλαμβάνει διάφορα κορφολογημένα highlights από αναδρομές στο παρελθόν, αναμνήσεις, σκέψεις, αισθήματα, αυτοκριτική (σ. 110-111) για όλα όσα αποτελούν την πεμπτουσία της ζωής του συγγραφέα κατά τις τελευταίες οκτώ περίπου δεκαετίες. Τα δε προαναφερθέντα εμπλουτίζονται με αναφορές, παρατηρήσεις και σχόλια – πότε καυστικά, πότε ανεκδοτολογικά (υπό μορφήν αθώου κουτσομπολιού – τα καλύτερα στις σσ. 26-28, 47-48 για Ελύτη-Σεφέρη), διανθισμένα από έναν υπερβολικό αριθμό λογοπαιγνίων (τα καλύτερα στις σσ. 104, 143) – που γίνονται πάντα καλοπροαίρετα («Δεν κάνω εδώ εκκαθάριση λογαριασμών. Κανείς δεν μου χρωστάει τίποτα. Εγώ μπορεί να χρωστάω πολλά σε μερικούς […] Απλά καταθέτω τα πράγματα όπως εγώ τα βίωσα», σ. 50). Ενίοτε, στο Ημερολόγιο παρεισφρύουν διάφορα ποικιλόμορφα και ετερόκλητα κείμενα που άλλοτε σχετίζονται με τους Έλληνες πολιτικούς (σ. 90) και την κατάσταση στη χώρα (σ. 91-92), άλλοτε μπαίνουν αυθόρμητα («… έτσι μου ήρθε να τα πω, έστω κι αν είμαι εντελώς εκτός πραγματικότητας», σ. 124), κι άλλοτε – παραδόξως (;) – με κάποια θαύματα της Παναγίας (σ. 84). Κι όλα αυτά πάντα δηκτικά, με χιούμορ.

Η δοκιμιογραφικού χαρακτήρα εκτεταμένη (σ. 35-75) αναδίφηση – μετά από 60 χρόνια – των έργων του συγγραφικού του ινδάλματος (σ. 71) και «μέντορα», του ημερολογιογράφου Αντρέ Ζιντ, πέρα απ’ το βιβλιογραφικό, κριτικό και/ή άλλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μου περί μη απολύτως αυθεντικού «ημερολογίου» («σκοπεύω να ολοκληρώσω το δοκίμιο για τον μεγάλο αυτόν Γάλλο συγγραφέα», σ. 39). Επί πλέον, ο συγγραφέας δράττεται της ευκαιρίας να προβεί, συνειρμικά, σε διάφορες άλλες αποκαλύψεις σχετικά με τη γνωριμία και σχέση του με προσωπικότητες της γαλλικής διανόησης και τέχνης, όπως λ.χ. την παρ’ ολίγον συνεργασία του με τον Jean-louis Barrau κτλ.

Μολονότι, εδώ κι εκεί, στο Ημερολόγιο εντοπίζονται ορισμένα «διαμαντάκια» δημιουργικής γραφής (η περιγραφή των συννέφων που παίρνουν «σταδιακά τη μορφή ενός ζώου» που θυμίζει αντίστοιχες σουρεαλιστικές περιγραφές της «Αποκάλυψης» είναι το καλύτερο δείγμα, σ. 146), είναι προφανές ότι ο συγγραφέας δεν νοιάζεται, ούτε αγχώνεται να κάνει εδώ αληθινά σοβαρή λογοτεχνία. Αντιθέτως, ως βετεράνος «καλαμαράς», ως άνθρωπος που ανάλωσε μια ολόκληρη ζωή στην περιπέτεια της λογοτεχνίας, διακαιούται, ως παραθεριστής πλέον, να την αντιμετωπίζει τώρα ως παίγνιο, ως χόμπι. Εξ ου και τα επαναλαμβανόμενα «ιντερμέδια»/ανάπαυλες, όπου η γραφή εναλλάσσεται αρμονικά με άλλες καλοκαιρινές απολαύσεις, όπως π.χ. το κολύμπι («Η συνέχεια σε λίγο, γιατί τώρα φεύγουμε για την Αλυκή για μπάνιο…», σ. 39). Ο συγγραφέας θεματικοποιεί εδώ τη γραφή και τη σχέση του μ’ αυτήν για να παίξει, να διασκεδάσει (χαρακτηριστικός είναι ο μονόλογος με το στυλογράφο του, σ. 140), και λιγότερο εξαιτίας απουσίας θέματος («Και τώρα πρέπει να βρεθεί τι έχω να πω», σ. 118). Διότι αυτή η αντιφατική σχέση έλξης-απώθησης με τη συγγραφική διαδικασία, του επιτρέπει να παρωδεί τόσο το αντικείμενο (της γραφής) όσο και το υποκείμενο (του εαυτού του). Αυτό εξηγεί και το γιατί από τη μια εμφανίζεται σα να κάνει αγγαρεία να συμπληρώσει το Ημερολόγιο (σ. 87, 88, 173), μεμφόμενος τους ανεπαρκείς στυλογράφους και την ποιότητα του χαρτιού (σ. 118, 121) που δεν ανταποκρίνονται στο «μένος της γραφής» (σ. 140), ενώ απ’ την άλλη «νιώθει ευτυχισμένος» όταν του φτουράει το γράψιμο (σ. 132, 144) εκθειάζοντας την αξία της γραφής (σ. 123), της οποίας όμως η αναγκαιότητα αμφισβητείται από τους άλλους (σ. 120).

Η γραφή λοιπόν ως αγχολυτικό, χαλαρωτικό, ως «ανακούφιση» («Τελικά το γράψιμο είναι μεγάλη ανακούφιση», σ. 51), ως συνήθεια («Βλακείες έγραψα σήμερα. Αλλά έγραψα για να γράφω», σ. 157), ως αναπόφευκτο, ιδανικό αντίδοτο στην ανία της καθημερινότητας, στα άγχη των γηρατειών (χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος με το Χάρο, σσ. 137-39, 142) – ακόμη κι όταν απολαμβάνει κανείς την τρυφηλότητα που του προσφέρει ένα μαγικό νησί όπως η Θάσος. Είναι μάλιστα τέτοια η ταύτιση των ηδονών που προσφέρει στον συγγραφέα το δίπολο της τουριστικής όσο και της λογοτεχνικής Θάσου που, διχασμένος ανάμεσα στις δύο, αντιμετωπίζει ένα δίλημμα για το ποια τον αντιπροσωπεύει ιδανικότερα. Πρώτο παράδειγμα: «Ξαναβρήκα τον συγγραφέα-εαυτό. Το ωραίο αθλητικό του σώμα, το δικό μου δηλ. γυμνασμένο, χωρίς κρεμάστρες κρέατος, χωρίς φουσκωμένες κοιλιές» (σ. 76). Δεύτερο παράδειγμα: «Είχα πάρει και το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου […] αλλά ούτε που μπόρεσα να τ’ ανοίξω. Στην ευτυχία δεν διαβάζεις, ούτε γράφεις. Υπάρχεις μόνο» (σ. 147-8).

Στο βιβλίο του ο Βασιλικός επιχειρεί, εμμέσως πλην σαφώς, να προβάλλει τη Θάσο και τουριστικά, αλλά πάντα μέσω της λογοτεχνίας. Εξ ου και τα δύο αυτόνομα επιλογικά κεφάλαια «Η Θάσος του Παπαδιαμάντη» και «Η δική μου Θάσος ή Η Θάσος της γραφής» – έστω και χωρίς τη συμπαράσταση των ντόπιων («Ό,τι μπορώ κάνω για το νησί. Μακάρι να συνεπικουρούσαν και οι ντόπιοι», σ. 30). Πράγμα που μου θυμίζει την κλασική ρήση του Ανδρέα Καρκαβίτσα: «Όμορφη είναι η Σκιάθος του Θεού μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ομορφότερη». Εγώ, κάνοντας μια μικρή παραλλαγή, θα έλεγα: «Όμορφη είναι η Θάσος του Θεού μα η Θάσος του Βασιλικού μου φαίνεται ομορφότερη»…

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και βιβλιοκριτικός.