Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Τσάτσος -φιλόσοφος, ακαδημαϊκός, πρόεδρος της Δημοκρατίας, φίλος του Κωστή Παλαμά και γαμπρός του Γιώργου Σεφέρη- μου ήταν πολύ συμπαθής ως άνθρωπος: μειλίχιος, μικρόσωμος, καμαροφρύδης, γοργοπαιχνιδομάτης! Μεγάλο ανάστημα, από το λαιμό και πάνω. 

Γεύτηκα για πρώτη φορά τους χυμούς του μυαλού του, όταν στη βιβλιοθήκη μου «προσάραξε» το βιβλίο του, Ελληνική πορεία (έκδ. 1952). Χρόνια αργότερα τον «επισκέφθηκα» στον Γ2 τόμο της 17τομης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών). Στον τόμο αυτό που καλύπτει τον κλασικό ελληνισμό, ο Τσάτσος, κάτω από τον τίτλο «Το μεσουράνημα του ελληνικού πνεύματος», προλογίζει τη θεματική ενότητα «Ο πολιτισμός της κλασσικής εποχής».

Αραδιάζει πολλά χαριτωμένα για τον κλασικό ελληνισμό που σε μεθούν! Η γραφίδα του στάζει αττικό, θυμαρίσιο μέλι, πιο γλυκό και από αυτό του Ξενοφώντα. Κι ενώ ο γλυκύτατος ακαδημαϊκός «άρμεγε» με ζηλευτό μεράκι το πλούσιο, γαλακτοφόρο βυζί της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς, ξαφνικά δίνει μια κλοτσιά και αναποδογυρίζει την καρδάρα! Το γάλα χύθηκε και ανακατεύτηκε με μαύρες κακαράντζες!

ΤΟ «ΑΡΜΕΓΜΑ»

Ο Τσάτσος ξεκινά τον πρόλογό του, ως εξής (διατηρώ την ορθογραφία του, όχι το πολυτονικό του):

«Ο τόμος «Κλασσικός Ελληνισμός» καλύπτει μία περίοδο της ιστορίας που κράτησε περίπου 150 χρόνια. Μέσα σε λίγα όμως από αυτά κατώρθωσε να φθάση ο άνθρωπος στις υψηλότερες κορυφές του πνεύματος που όσο και αν φάνηκε μερικές φορές πώς άλλα έθνη σε άλλες χρονικές στιγμές της ιστορίας (sic) τις πλησίασαν ή τις έφθασαν, δεν επέτυχαν, ωστόσο, ποτέ να τις ξεπεράσουν». [… ]

«Στην Ελλάδα δεν έπλασαν οι θεοί τους ανθρώπους: οι άνθρωποι έπλασαν τους θεούς. Μια τέτοια σύλληψη του υπερφυσικού απομακρύνει τα δύσκαμπτα δόγματα, που άλλωστε δεν ταιριάζουν στην ανήσυχη, ελεύθερη ψυχή, και ωθεί προς τον δημιουργικό μύθο. [… ] 

»Στην Ελλάδα γεννήθηκε ο Λόγος. Παρ’ όλη τη γενικότητα αυτού του όρου και την ιστορική του επιβάρυνση, που τον κάνει και ασφαλή, δεν υπάρχει άλλος που να εκφράση καλύτερα αυτό που τότε πρωτοεμφανίστηκε, αυτό που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα από τον νου και την αρετή των Ελλήνων, αλλά και από την ατίμητη τελικά ουσία της ελληνικής γης.

»Κάτι πλάστηκε τότε που δεν υπήρχε πριν και που έμεινε από τότε μέσα μας για πάντα, θεμέλιο του πνεύματος… Αυτό στάθηκε έκτοτε οδηγός της πορείας τού ευρωπαϊκού πολιτισμού. [… ] Ρώτησε κάποιος θεωρώντας τον αισθητό κόσμο: Τι εστί; Τι εστί πραγματικά αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις μας; Και κάποιος νους ελεύθερος απάντησε στο αιώνιο αυτό ερώτημα. Μέσα στον διάλογο αυτό ενανθρωπίστηκε ο Λόγος. Και έγινε στάση ζωής για τον άνθρωπο που τον γνώρισε και τον δέχτηκε μέσα του. [… ]

»Όταν ο Νίτσε ερευνώντας τη γένεση της τραγωδίας διέκρινε το απολλώνειο και το διονυσιακό στοιχείο, άγγιξε έναν τύπο ήλων πολύ βαθιά μπηγμένων μέσα στην ελληνική ψυχή, της οποίας η μοναδικότης και η ανεπανάληπτη ποιότης συνίσταται ακριβώς στην αρμονική συνύπαρξη των αντιθέτων αυτών ροπών και δυνάμεων. 

»Το εξαιρετικό δεν είναι η συνύπαρξη αντιθέτων… Το μοναδικό είναι η ισόρροπη, η δημιουργική εναρμόνιση των αντιθέτων, αυτή που δίνει στο ελληνικό πνεύμα τη μορφή ενός πολύπλευρου διαμαντιού, χαρίζοντάς του έναν πλούτο μορφών, που ποτέ άλλοτε δεν δόθηκε σε άλλους λαούς ή σε άλλους αιώνες».

Και καταλήγει ο συγγραφέας:

«Ο σύγχρονος άνθρωπος, διχασμένος όσο ποτέ άλλοτε, αναζητεί τη χαμένη ισορροπία του. Έτσι προβάλλει το αίτημα της επιστροφής στις αξίες που διατυπώθηκαν στα λίγα εκείνα χρόνια στην ελληνική γη, στην αττική προπαντός γη, για να αντλήση από αυτές ο άνθρωπος νέα στηρίγματα, τις κύριες οδηγητικές του αρχές για την ανασύνταξη της ψυχής του και για την ανάπλαση των ιδανικών του στην τέχνη, στη φιλοσοφία και στην πολιτική πράξη».

Η «ΚΛΟΤΣΙΑ» 

Ζεστά, πατριωτικά λόγια που μού ‘φεραν δάκρυα χαράς! Αλλά η χαρά μου ήταν λίγη και η πίκρα μου τρανή. Παραθέτω την «παράγραφο-κλοτσιά» που ξεμυτίζει σαν ουρά σκορπιού ορθοκεντρίτη, νωρίς στον πρόλογο. Λέει ο συμπαθής φιλόσοφος:

«Ο ελληνικός κόσμος διέπλασε τότε ένα βασικό τύπο πολιτισμού, αυτόν μέσα στον οποίο, κατά κύριο λόγο, ζούμε ακόμη και σήμερα όσοι ανήκουμε στον Δυτικό πολιτισμό. Έναν τύπο που μας ξεχωρίζει έκτοτε από άλλους βασικούς τύπους ζωής, που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν στην απέραντη Ασία… Στον ελληνικό τύπο ζωής των κλασσικών χρόνων οι κατοπινοί αιώνες προσέθεσαν ένα μόνο ίσου βάρους νόημα: αυτό που βγαίνει από την επί του Όρους ομιλία του Θεανθρώπου».

Ω θεοί, καθοράτε τι πάσχω; Πώς γίνεται από τη μια μεριά να λέει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη από «νέα στηρίγματα» και «οδηγητικές αρχές», που πρέπει να αντληθούν από την αττική γη, και από την άλλη μεριά να ισοζυγιάζει τις ελληνικές πνευματικές αξίες με κάποιο περίεργο «νόημα», κάποιας αλλόφωνης ομιλίας, σε κάποιο απόμακρο όρος εκτός συνόρων της αττικής γης; 

Αφού λοιπόν ο μελίγλωσσος αυτός διανοούμενος λέει -και καλώς λέει- ότι «στην Ελλάδα δεν έπλασαν οι θεοί τους ανθρώπους: οι άνθρωποι έπλασαν τους θεούς», τότε γιατί το ίδιο δεν μπορεί να έχει συμβεί και στη Μέση Ανατολή; Και αφού «στην Ελλάδα γεννήθηκε ο Λόγος» (η λογική), τότε με ποια ιδιαίτερη ευφυΐα και πνευματική αλκή οι Μεσο-Ανατολίτες αναποδογύρισαν το πνεύμα των Ελλήνων και επικράτησαν;

Κρίμα το «γάλα» των σοφών να νοθευτεί, χυμένο! Κρίμα το κληροδότημα, πλαγίως υποσκαμμένο…