Απ’ του πατέρα της το θείο μέτωπο ήρθε στον κόσμο πάνοπλη η αειπάρθενη Αθηνά, γεμάτη άγια σοφία. Και τ’ ομοπάτριο αδέρφι της, ο τραγομάσχαλος μηρορραφής Διόνυσος, μόλις κατάφερε να γεννηθεί από τον σφιχτόδετο μηρό τού πανεπόπτη Δία. Μα εγώ και συ, ομογάλακτε, από μια τρύπα σκοτεινή γυμνοί ήρθαμε, γεμάτοι κλάμα. Αλλά δεν επιτρέψαμε να γίνει η γύμνια μας αισχύλειο δράμα ούτε να πάει στράφι: την εκμεταλλευτήκαμε, γιατί οι παππούδες μας είχαν μυαλό ξυράφι. Ξεκίνησαν απ’ το γυμνό κι έφτασαν στο γυμνάσιο! Τι άλλο πιο θαυμάσιο; 

Όχι, αδερφέ, δεν έχω ξεσαλώσει ακόμη! Στην κάτασπρή μου κόμη αγριελιάς ζητώ στεφάνι τιμημένο. Ηρέμησε και κράτησε τον νου σου απλωμένο! Πιάσε το πράγμα απ’ την αρχή και δες τη ρήση τη σοφή, που είπε ο Αριστοτέλης; Την έχω εδώ, τι άλλο θέλεις: «Όποιος κοιτάξει πράγματα να ξεπηδούν απ’ την αρχή, τότε καλύτερα τα θεωρεί» («εί τις εξ αρχής τα πράγματα φυόμενα βλέψειεν…, κάλλιστ’ αν θεωρήσειεν»). Αλλά να πω ποιητικά κι ετούτο εδώ ακόμη – και σου ζητώ συγνώμη:

Των Ελλήνων η πρώιμη αυτοσυνειδησία ως ενιαίου, ομόθρησκου, ομόγλωσσου κι ομότροπου λαού, είχε αρχίσει προ πολλού με γυμνικούς αγώνες, που άντεξαν σαν λιόδεντρο της Αθηνάς παλιό, μέχρι τους πρώτους τρεις μετα-χριστιανικούς αιώνες. Σ’ αυτούς μονάχα Έλληνες έπαιρναν τότε μέρος. Και σαν μαλάκωνε ο καιρός και αλάργευε το θέρος, στα ιερά της Ολυμπίας χώματα στραφτάλιζαν των αθλητών τα γυμνασμένα σώματα! 

 

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ

Το 776 π.Χ. είναι η χρονιά που καταγράφηκε επίσημα ο πρώτος Ολυμπιονίκης: ο Κόροιβος ο Ηλείος. Είναι χρονιά που ξεκινά το μέτρημα του κοινού ιστορικού χρόνου των Ελλήνων. 

Το πρώτο (και μοναδικό) άθλημα που θεσμοθετήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν το λεγόμενο «στάδιον», αγώνας δρόμου ταχύτητας που κάλυπτε γύρω στα 185 μέτρα (το μήκος ενός σταδίου). Στην 14η Ολυμπιάδα (το 724 π.Χ.) εισήχθηκε και δεύτερο άθλημα, ο «δίαυλος» (διπλό στάδιο). Και στην επόμενη Ολυμπιάδα (το 720 π.Χ.) εισήχθηκε τρίτο άθλημα, ο «δόλιχος», που κάλυπτε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 4.800 μέτρα. 

(Παρέκβαση: Να θυμίσουμε εδώ ότι ο δρόμος αντοχής, γνωστός ως «Μαραθώνιος», δεν υπήρχε στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης (ή Φιλιππίδης) έτρεξε Αθήνα – Σπάρτη, όχι Μαραθώνα – Αθήνα. Η ρομαντική εφεύρεση του «μαραθωνοδρόμου» ανήκει στον Λουκιανό. Τέλος παρέκβασης.) 

Στις πρώτες Ολυμπιάδες οι αθλητές έτρεχαν φορώντας μόνο το «περίζωμα» (για να κρύβουν αυτό που η Εύα είδε στον Αδάμ και νόμιζε πως ήταν φίδι). Αργότερα, στην 15η Ολυμπιάδα (720 π.Χ.) ο Όρσιππος από τα Μέγαρα (σκόπιμα ή τυχαία), ενώ έτρεχε, του πέφτει το περίζωμα και «δραμών γυμνός» τερματίζει πρώτος! Οι άλλοι αθλητές είδαν το . . . πλεονέκτημά του και στις επόμενες Ολυμπιάδες έκαναν και αυτοί το ίδιο. Έτσι προέκυψε η ονομασία «γυμνικοί αγώνες». (Υπάρχει και η εκδοχή ότι ο πρώτος γυμνός δρομέας στην ως άνω Ολυμπιάδα ήταν ο Άκανθος ο Λακεδαιμόνιος, που ήρθε πρώτος στον δόλιχο).

 

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΟΣ

Η θαυμάσια αυτή επινόηση του αγωνιστικού γυμνού έφερε στο φως νέες ιδέες και νέους όρους, όπως: «γυμναστική», «γυμνάσιο», «γυμνασίαρχος». Όταν λοιπόν οι νέοι γυμνάζονται γυμνοί (στη Σπάρτη και οι νέες γυμνάζονταν γυμνές), κάπου πρέπει να το κάνουν. Ο χώρος που το «έκαναν» ονομάστηκε – πολύ εύστοχα – «γυμνάσιο» (σήμερα το λέμε «γυμναστήριο», μια λέξη που δεν απαντά σε αρχαία ελληνικά κείμενα, παρά μόνο σε πολύ μεταγενέστερο κείμενο του Έλληνα γιατρού Γαληνού, που έζησε τον 2ο μ.Χ. αι.). 

Αφού λοιπόν το γυμνό «δέθηκε» με το γυμνάσιο, σε κάθε πόλη-κράτος, πέρα από το θέατρο, στάδιο και φιλοσοφικές σχολές, στηνόταν κι ένα γυμνάσιο, σημάδι και τούτο ανώτερου πολιτισμού. (Δεν ξέρω αν σήμερα κάποιοι χαμαίκαυλοι γυμνιστές εκφράζουν «ανώτερο πολιτισμό». Καλό το γυμνό, αλλά στην εποχή του . . .) Όπως το αρχαίο γυμνάσιο ουδεμία σχέση έχει το σημερινό, έτσι και ο ρόλος τού αρχαίου γυμνασίαρχου ουδεμία σχέση έχει με τον ρόλο τού σημερινού γυμνασιάρχη. 

Αρχικά ο γυμνασίαρχος (όπως και η λέξη δηλώνει) ήταν «άρχων του γυμνασίου» και ασκούσε κρατική υπηρεσία. Αργότερα, κατά την ελληνιστική εποχή (και ρωμαϊκή), το αξίωμα του γυμνασίαρχου δινόταν στους εντιμότερους, ευπορότερους και στους πλέον γενναιόδωρους πολίτες. Δηλαδή, επρόκειτο για λειτούργημα («λειτουργία»). 

Την εποχή αυτή ο γυμνασίαρχος αναλάμβανε όχι μόνο τη διοίκηση του γυμνασίου, αλλά και την οργάνωση αθλητικών αγώνων. Αθλοθετούσε τα έπαθλα («αθλοθέτης») και με δικά του χρήματα («εξ ιδίων») κάλυπτε τις διάφορες λειτουργικές δαπάνες του γυμνασίου, όπως: προμήθεια λαδιού για να αλείβουν με αυτό τα γυμνά κορμιά τους οι αθλητές, συντήρηση κι επέκταση κτηριακών εγκαταστάσεων, πληρωμή γυμναστών κ.ά. 

Στη Βέροια βρέθηκε μια μεγάλη στενόμακρη μαρμάρινη στήλη (χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα σε δεύτερη χρήση ως καπάκι κιβωτιόσχημου τάφου), που χρονολογείται γύρω στο πρώτο τρίτο του 2ου π.Χ. αι. Η στήλη αυτή (την έχω δει και μελετήσει σε βάθος, καθώς το απαιτούσε η διδακτορική μου διατριβή) φέρει και στις δύο όψεις εγχάρακτο τον «γυμνασιαρχικό νόμο» της πόλης. Το ότι την εποχή αυτή οι μακεδονικές πόλεις, όπως και οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας, είχαν γυμνάσια (γυμναστήρια), φαίνεται από το κείμενο της εν λόγω επιγραφής, που μεταξύ άλλων λέει:

«Συναχθείσης εκκλησίας Ζώπυρος Αμύντου, ο γυμνασίαρχος, Ασκληπιάδης Ηρά, Κάλλιπος Ιπποστράτου είπαν: επεί και αι άλλαι αρχαί πάσαι κατά νόμον άρχουσιν και εν ταίς πόλεσιν γυμνάσιά εστιν και άλειμμα συνέστηκεν οι γυμνασιαρχικοί νόμοι κείνται εν τοις δημοσίοις…».

Να άλλη μία απόδειξη ότι οι προ-ρωμαϊκές μακεδονικές πόλεις – αν αφαιρέσουμε την παρουσία βασιλικού «επιστάτη» – ήσαν πόλεις δημοκρατικές: με εκκλησία του δήμου («συναχθείσης εκκλησίας»), με γυμνάσια («εν ταις πόλεσιν γυμνάσιά εστιν») και με γυμνασιαρχικούς νόμους στηλογραφημένους και τοποθετημένους σε κοινή θέα (κείνται εν τοις δημοσίοις).