Στα γελαστά και καταπράσινα του παραδείσου τα λιβάδια να σεργιανίσω δεν ζητώ. Αφήνω τη βοσκή και το σεργιάνι σε αλλότροπα κοπάδια κι εγώ αλλιώτικες μικροχαρές αναζητώ. Για μένα ορθάνοιχτη η αγκαλιά τού Γαλαξία, που -μα τον Δία, κι αυτό έχει αξία- το όνομά του το χρωστά στου Ηρακλή τη βία. Βρέφος σαν ήταν τρυφερό στην αγκαλιά της Ήρας, και με απληστία βύζαινε το γάλα της θεάς, τη θεία ρόγα δάγκωσε κι εκείνη μονομιάς τινάχτηκε απ’ την κλίνη της και από τα κυδωνάτα της τα στήθη, τα μεγάλα, έφτασαν ως τον ουρανό μύριες σταγόνες γάλα! Χάρη στο γάλα της θεάς έχουμε Γαλαξία. 

Αλλά στου Άδη ας σεργιανίσουμε το σκοτεινό βασίλειο, εκεί που αηδόνια δεν λαλούν χαρούμενα στον ήλιο. Εκεί που όλα τα υγρά σοκάκια και οι αυλές είναι στρωμένα με ωχρές αγίων νεκροκεφαλές. Εκεί κατέβηκαν πολλοί, ακόμα και ο Χριστός, γιατί είναι τόπος χωριστός, φτιαγμένος γι’ άσαρκες ψυχές. Και ο Ηρακλής κατέβηκε, μαθές, το ίδιο και ο Θησέας, Ορφέας, και Οδυσσέας. 

Ο ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ

Κανένας δεν φεύγει από τη ζωή ζωντανός. Το ξεκαθάρισε ο Επίκουρος. Το ξεκαθαρίζω κι εγώ, χωρίς να θέλω να κακοκαρδίσω τον Πλάτωνα, που θέλει την ψυχή αθάνατη. Σεβαστέ μου γέροντα, εμένα δεν με νοιάζει αν η ψυχή μου είναι αθάνατη: με νοιάζει αν εγώ είμαι αθάνατος. Είμαι αθάνατος σημαίνει: θυμάμαι ποιος είμαι. Κι εγώ δεν θα θυμάμαι ποιος είμαι, όταν η μνήμη μου γίνει μια χούφτα στάχτη. Η στάχτη θυμάται μόνο τον εαυτό της… 

Ο Ερμής -ο φτεροπόδαρος ψυχοπομπός με το κηρύκειο στο χέρι- οδηγεί τις σιωπηρές γυμνές ψυχές στο μελαγχολικό βασίλειο του Κάτω Κόσμου. Εκεί είναι θρονιασμένος ο αδηφάγος Πλούτων, ένας από τους τρεις γιους τού Κρόνου-Χρόνου, που μοιράστηκαν με κλήρο τον κόσμο (οι άλλοι δύο είναι ο Δίας και ο Ποσειδώνας: ο πρώτος πήρε τον ουρανό, ο δεύτερος τη θάλασσα). 

Έχουμε και τον βαρκάρη Χάροντα, που με τη βάρκα του μεταφέρει ψυχές στον Άδη, διασχίζοντας τη λίμνη Αχερουσία ή τον ποταμό Αχέροντα (όταν περπατούσα στις παγερές πηγές του, ψυχανεμίστηκα την παγωμάρα του Χάροντα, κάπου εκεί κοντά!).

Στον σκοτεινό περιφραγμένο Κάτω Κόσμο υπάρχει μια πύλη, που τη φρουρεί ο τρικέφαλος Κέρβερος. Ετούτος ο φοβερός σκύλος επιτρέπει μόνο την είσοδο των ψυχών, όχι την έξοδο. Όμως οι ζωντανοί ήρωες κατεβαίνουν στον Άδη και από άλλες μεριές, όπως αυτή του Ταινάρου, απ’ όπου κατέβηκε ο Ηρακλής για να φέρει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα.

Ο ΧΑΡΟΝΤΑΣ

Έρεβος και Νύχτα είναι οι γονείς του Χάροντα (ναι, έχει και ο Χάρος γονείς, πώς γαρ ου;). Το αξιοσημείωτο είναι ότι το όνομα «Χάρων» σημαίνει «αυτός που προξενεί χαρά», «ο χαρωπός» (φυσικά, κατ’ ευφημισμό). Στη δημοκρατία του θανάτου χρειάζεται και κάποιος να μοιράζει ισότιμα τη χαρά της ανυπαρξίας! 

Στον βαρκάρη Χάροντα δεν επιτρέπεται να χρεώνει πάνω από έναν οβολό στην κάθε ψυχή για τη μεταφορά της στον Κάτω Κόσμο. Ούτε επιτρέπει να μεταφέρει ζωντανούς ανθρώπους, όσο χρήμα κι αν αυτοί του προσφέρουν. Αλλά όταν ο Χάροντας αρνήθηκε να εξυπηρετήσει τον ζωντανό Ηρακλή, ο ημίθεος νευρίασε, άρπαξε τη βάρκα (το «ακάτιον») και ξυλοκόπησε τον Χάροντα! Φρόντισε όμως να μην τον αποτελειώσει.

Επειδή κατά την πρώιμη αρχαιότητα ελάχιστοι μύθοι μιλούσαν για τον Χάροντα, ο Λουκιανός (2ος μ.Χ. αι.) άρπαξε την ευκαιρία και σκάρωσε εύθυμους «νεκρικούς διαλόγους». Παραθέτω έναν τέτοιο διάλογο ανάμεσα στον Χάροντα και στον κυνικό φιλόσοφο Μένιππο, ο οποίος δεν έχει να πληρώσει το ναύλο και ακολουθεί καυγάς! 

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΧΑΡ. Πλήρωσε, βρε καταραμένε, τα βαρκαδιάτικά μου! («απόδος, ω κατάρατε, τα πορθμεία»).

ΜΕΝ. Φώναξε, Χάρε, όσο θες, αν αυτό σου είναι ευχάριστο («βόα, ει τούτό σοι, ω Χάρων, ήδιον»).

ΧΑΡ. Πλήρωσέ με, σου λέω, τον κόπο μου! («απόδος, φημί, ανθ’ ων σε διεπορθμεύσαμεν»). 

ΜΕΝ. Δεν μπορείς να πάρεις τίποτα από αυτόν που δεν έχει («ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»).

ΧΑΡ. Καλά, υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει έναν οβολό; («έστι δε τις οβολόν μη έχων;»)

ΜΕΝ. Αν υπάρχει και κανένας άλλος, δεν το ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω («εί μεν και άλλος τις ουκ οίδα, εγώ δ’ ουκ έχω»).

ΧΑΡ. Μα τον Άδη, θα σε πνίξω, παλιάνθρωπε, αν δεν με πληρώσεις!

ΜΕΝ. Κι εγώ θα σου τσακίσω το κεφάλι με τούτο εδώ το κουπί («καγώ τωι ξύλωι σου πατάξας διαλύσω το κρανίον»).

ΧΑΡ. Ώστε τζάμπα έκανες ένα τόσο μεγάλο ταξίδι;

ΜΕΝ. Ο Ερμής θα σε πληρώσει για μένα, που με παρέδωσε σε σένα («ο Ερμής υπέρ εμού σοι αποδότω, ος με παρέδωκέ σε»).

ΧΑΡ. Δεν θα σ’ αφήσω να μου ξεφύγεις! («ουκ αποστήσομαί σου»).

ΜΕΝ. Αφού είναι έτσι, άραξε τη βάρκα σου και περίμενε. Αφού δεν έχω, πώς θα πληρωθείς;

ΧΑΡ. Μα δεν ήξερες ότι έπρεπε να κρατάς μαζί σου το ναύλο; 

ΜΕΝ. Το ήξερα, αλλά δεν το είχα. Τι λοιπόν; Δεν έπρεπε να πεθάνω γι’ αυτό;

ΧΑΡ. Δηλαδή εσύ θα είσαι ο μόνος που θα καυχιέται ότι ταξίδεψες τζάμπα;

ΜΕΝ. Ε, όχι και τζάμπα, φίλε μου! Γιατί και τα νερά από τη βάρκα σου έβγαλα και κουπί τράβηξα και ήμουν ο μόνος από τους άλλους πεθαμένους που δεν έκλαιγα!

ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν πεντάρα. Πρέπει να πληρώσεις τον οβολό γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

ΜΕΝ. Τότε ξαναφέρε με πίσω στη ζωή.

ΧΑΡ. Πλάκα μου κάνεις για να με αρχίσει στο ξύλο ο Αιακός! («χάριεν λέγειν, ίνα και πληγάς επί τούτωι παρά τους Αιακού προσλάβω»). 

ΜΕΝ. Παράτα με λοιπόν ήσυχο («μη ενόχλει ουν»)!