Στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, πολλοί συμφωνούν ότι αποτελεί κατεξοχήν θέμα ανθρωπιστικό. Υπό αυτό μάλιστα το πρίσμα, η ελληνική πλευρά εμφανίζεται να ακολουθεί απαρέγκλιτα πολιτικές «ανοικτών συνόρων».

Ωστόσο, συνδεδεμένο αναπόφευκτα με τα καλώς ή κακώς εννοούμενα συμφέροντα και τις ικανότητες συνδρομής των κρατών, η ανθρωπιστική του διάσταση κάθε άλλο παρά βρίσκει στην πράξη αλληλέγγυους όλους, και η εμμονή της ελληνικής πλευράς να πολιτεύεται με όρους χριστιανικής ηθικής και διεθνικής αλληλεγγύης, κάθε άλλο παρά φαίνεται να επιβραβεύεται και να συνιστά διεθνή όρο διεξοδικής αντιμετώπισης του προσφυγικού. 

Μάλιστα, ως έχουν τα πράγματα, η διαχείριση του προσφυγικού με τον τρόπο που πολιτεύεται η ελληνική πλευρά, εμφανίζεται να διχάζει τα κράτη-μέλη της ΕΕ ως προς τις ευθύνες ενός εκάστου και τον αναλογικό καταμερισμό των βαρών φιλοξενίας. Ενώ ως προς την αντιμετώπιση των αιτιών του φαινομένου σπανίζουν οι σχετικές αναφορές. Ακούγονται, μάλιστα, ειρήσθω εν παρόδω. Παρεμπιπτόντως και αόριστα ως να πρόκειται για δευτερεύον, παρά μείζονος σημασίας διεθνές ζήτημα.

Ιδωμένη η προσφυγική κρίση από άποψη αιτίου-αιτιατού σε συνάρτηση με τα εθνικά συμφέροντα ενός εκάστου εμπλεκόμενου κράτους και τις δυνατότητες συμβολής του στην αντιμετώπιση της, η ανθρωπιστική διάσταση του προβλήματος παρουσιάζεται δισυπόστατη με δύο σκέλη. Αυτά είναι:

Πρώτο, η διαχείριση των υφιστάμενων προσφυγικών ροών (η ασφαλή διέλευση, η υποδοχή των προσφύγων, κ.λπ.) σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες αλλά και κατά τρόπο που να μην αντιβαίνει τις αντοχές και την ασφάλεια ενός εκάστου και να θέτει σε κίνδυνο την συνοχή των χωρών υποδοχής.

Δεύτερο, η αντιμετώπιση των αιτιών του φαινομένου (πολεμικών, πολιτικών, οικονομικών ή φυσικών καταστροφών).

Η αντιμετώπιση των αιτιών που εξωθεί τους πληθυσμούς στον εκπατρισμό, έχει για προφανείς λόγους μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Ωστόσο, παρά το δισυπόστατο της ανθρωπιστικής διάστασης και την ειδική βαρύτητα της αντιμετώπισης των αιτιών του προσφυγικού φαινομένου, εκείνο που γίνεται είναι η επικέντρωση της προσοχής κυρίως στο πρώτο και ελάχιστα στην αντιμετώπιση των αιτιών. Αντιμετώπιση, που απαιτεί ευρύτερη ευρωπαϊκή και διεθνή συλλογική συνεργασία.

Η ελληνική πλευρά, ακολουθώντας την χριστιανική ηθική και το εθιμικό διεθνικό καθήκον της Αριστεράς, παρουσιάζεται να κεντράρει μονομερώς στο πρώτο με ιεραποστολική αφοσίωση, παραγνωρίζοντας την κεφαλαιώδη σημασία της αντιμετώπισης των αιτιών. Εγείρει, κατ` αυτόν τον τρόπο άνευ σημασίας εντυπώσεις και εύσημα χωρίς να συμβάλλει ουσιαστικά στην διεξοδική αντιμετώπιση του ζητήματος, καταλήγοντας υπό αυτή την αντίφαση να εισφέρει στην αναπαραγωγή του φαινομένου. 

Με αυτή μάλιστα την έννοια, εμφανίζεται να ματαιοπονεί. Καθώς η διαχείριση των προσφυγικών ροών και το πρόγραμμα διαμερισμού των προσφύγων στα διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ, δεν φαίνεται να διαμορφώνεται με τις ανθρωπιστικές αρχές φιλοξενίας που προσεγγίζει το πρόβλημα η ελληνική κυβέρνηση. Παραμένει μετέωρο, καθώς βάλλεται από πολλές χώρες υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και η Ελλάδα παρουσιάζεται ανίσχυρη να επιβάλλει τις απόψεις της στην αντιμετώπιση του ζητήματος και να έχει κυριολεκτικά αυτοπαγιδευτεί από τις ανθρωπιστικές διακηρύξεις της. 

Σε σημείο, μάλιστα, που, αντί της οφειλόμενης εταιρικής αλληλεγγύης, να εισπράττει ως αντίτιμο τον υφιστάμενο κίνδυνο μετατροπής της χώρας σε de facto στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων και «άτυπων» μεταναστών αορίστου χρόνου. Παρά τις παρουσιαζόμενες δυσκολίες φιλοξενίας τους από την πίεση της κρίσης και τα επαχθή μέτρα προσαρμογής της Ελλάδας στο μνημονιακό πρόγραμμα στήριξης. 

Κατάσταση, που συντείνει και η γεωπολιτική της θέση, αποτελώντας βασική πύλη των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την υπόλοιπη Ευρώπη. 

Η θρησκεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μπορεί να αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, και ο πρωθυπουργός καλώς κάνει να την επικαλείται ως χριστιανική παράδοση και πολιτική διαθήκη του Διαφωτισμού. Δεν έχει, ωστόσο, καταφέρει να εκτοπίσει τις θρησκείες των συμφερόντων των επί μέρους εθνών, με βάση τις οποίες παρουσιάζονται να πολιτεύονται, να προσεγγίζουν και να αξιολογούν την ένταξη τους στην ΕΕ, όσο και σε ότι αφορά την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Κρίση, που μη αγγίζοντας τα αίτια της, δυστυχώς, δεν λύνεται με ανθρωπιστικές εκκλήσεις για την προστασία των προσφύγων, ούτε με το διαμοιρασμό τους στα κράτη – μέλη της ΕΕ καθώς βρίσκει την αντίθεση πολλών κρατών, για λόγους που έχει να κάνει με την ασφάλεια, τις αντοχές της οικονομίας τους ή τη εθνογραφική τους σύνθεση.

Υπό αυτές τις συνθήκες διχασμού των κρατών-μελών ως προς τη διαχείριση των προσφυγικών ροών και την απροθυμία πολλών χωρών να αποτελέσουν χώρες φιλοξενίας προσφύγων, προβάλλει εκ των πραγμάτων η ανάγκη αντιμετώπισης με ιδιαίτερη επίταση των αιτιών. Πράγμα που ως διεθνές ζήτημα έχει υποβαθμιστεί στις διεθνείς σχέσεις και η Ελλάδα οφείλει να το θέσει ως ζήτημα υψηλής στρατηγικής προτεραιότητας. Αντί να πολιτεύεται με τις παραδοσιακές αρχές του χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα ως ζήτημα φιλανθρωπίας, κατά τον τρόπο που το αντιλαμβάνονται η Εκκλησία και πολλοί ορθοδοξιστές ακτιβιστές της Αριστεράς. 

Αν η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος και της «άτυπης» μετανάστευσης και να υπηρετήσει με διεθνική πολιτική συνέπεια την αντιμετώπιση του προβλήματος, οφείλει να εστιάσει την προσοχή, εκ παραλλήλου και κατ` εξοχήν στην αντιμετώπιση των αιτιών και στην ανάπτυξη συνεργασιών γι αυτό. Στην άσκηση πιέσεων ανάληψης πρωτοβουλιών στρατηγικών ειρήνευσης στις περιοχές που σημειώνονται συγκρούσεις, που η ΕΕ λάμπει διά της απουσίας της. Ομοίως στην κατεύθυνση παροχής αναπτυξιακής βοήθειας, knowhow, κ.λπ. στις χώρες που παρουσιάζουν προβλήματα και εξωθούν τους πληθυσμούς στην απόγνωση και την προσφυγική και μεταναστευτική διασπορά. 

*btsapway.blogspot.gr