Την ώρα που ξαλάφρωνα την ουροδόχο κύστη, ακούω έναν παράφρονα, χωρίς Θεό και πίστη, να μου μιλά στον ενικό. Κοιτώντας στον καθρέφτη, εμένα βλέπω, τον μαλακόμυαλο, κάθε ελπίδας κλέφτη! «Ρε συ, τι με κοιτάς με μάτι αγριεμένο; Ξέρεις, μωρέ, ποιος είμαι εγώ; Κάρβουνο αναμμένο!» Νευριασμένος απαντώ: 

«Είσαι κενόδοξος, όσο κανείς, πρώτος στις παρελάσεις, ψεύτικο δράμα επί σκηνής που αντί για κλάμα σου έρχεται να γελάσεις, μες στο κοπάδι πρόβατο με θεία λόγχη σουβλισμένο, είσαι ένα κόκαλο γυμνό σε σκύλους πεταμένο, ψίχα μικρή ξερού ψωμιού στη στέρνα με τα ψάρια, μυρμήγκι είσαι χαμάλικο που κουβαλά νυχθημερόν στεγνά, ψόφια κουφάρια, μικρό ποντίκι που άγριο γάτο μύρισε και τρέχει φοβισμένο, νευρόσπαστη μαριονέτα που τάχατες χειρονομεί με χέρι υψωμένο! Κοίτα, λοιπόν, ανάμεσα σε όλα ετούτα, πράος να στέκεσαι, persona muta, δίχως αναίδεια κι αλαζονεία. Σκέψη στο νου σου να έχεις μία: ο κάθε άνθρωπος τόσο αξίζει, όσο τα πράγματα που αυτός φροντίζει».

Όχι, όχι, προς Διός! Δεν παριστάνω τον Σουρή (κοιλιά δεν έχω εγώ σγουρή) ή τον Ανδρέα Λασκαράτο, που είχε το… «παλλόμενο» πολλές φορές κεφάτο! (απόκτησε δύο γιους κι εφτά κόρες!). Η ιδέα για το πιο πάνω ψυχογράφημα ξεπήδησε από το γνωμολογικό έργο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, «Τα Εις Εαυτόν» (7.3). Το ποιητικό «άρτυμα» και τα «παραγεμίσματα» τα πρόσθεσα εγώ για ν’ απαλλαγούμε από τη «δυσκοιλιότητα» του αρχαίου ελληνικού κειμένου. 

ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ο Μάρκος Αυρήλιος πλησίαζε πολύ κοντά στο πολιτειακό όραμα του Πλάτωνα, που έλεγε: «Αν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι ή δεν φιλοσοφήσουν ειλικρινά και αρκετά («γνησίως και ικανώς») αυτοί που σήμερα λέγονται βασιλιάδες και δυνάστες, και δεν συγκεντρωθούν στο ίδιο πρόσωπο η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία, δεν θα παύσουν τα κακά («ουκ έστι κακών παύλα») στις πόλεις, και νομίζω σε όλη την ανθρωπότητα» (Πολιτεία, 473D).

Πραγματικά, στο πρόσωπο του Μάρκου Αυρήλιου συναντήθηκε η εξουσία με τη φιλοσοφία, αγκαλιάστηκαν σφιχτά, πορεύτηκαν μαζί και πέθαναν μαζί στη λάσπη, κάτω από ένα βρεγμένο αντίσκηνο. Στη διάρκεια εκστρατείας, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας κάθισε κι έγραψε στα ελληνικά το πιο πάνω έργο (ίσως κάνω κι εγώ το ίδιο, όταν με το καλό δραπετεύσω από τον εγκέφαλό μου). 

Το απόσπασμα που ακολουθεί δείχνει τον αυθεντικό τόνο ενός στωικού φιλόσοφου, που δεν πιστεύει στην πλατωνική (και όχι μόνο) παρηγοριά του «άλλου κόσμου». Λέει ο σοφός αυτοκράτορας:

«Η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής κρατά όσο μία στιγμή, η ουσία της ρευστή, η αίσθηση αμυδρή, το όλο σώμα φτιαγμένο για να σαπίσει, η ψυχή είναι σβούρα, η τύχη απροσδιόριστη, η φήμη ψεύτικη. Με δυο λόγια, όσα ανήκουν στο σώμα είναι ποτάμι, όσα ανήκουν στην ψυχή όνειρο και φαντασία. Η ζωή είναι πόλεμος και ξένου επιδρομή, η υστεροφημία λησμονιά. 

»Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μπορεί να μας στηρίξει; Ένα και μόνο πράγμα: η φιλοσοφία. Και φιλοσοφία θα πει να διατηρούμε τον δαίμονα που έχουμε μέσα μας καθαρό και αβλαβή, πάνω από ηδονές και πόνους. Τίποτε να μην κάνουμε στα τυφλά, τίποτε ψεύτικα και υποκριτικά. Να είμαστε ανεξάρτητοι από το τι θα πράξει ή δεν θα πράξει ο άλλος. 

»Επιπλέον, να δεχόμαστε όσα συμβαίνουν και όσα μας τυχαίνουν («ανέχου και απέχου»), σαν κάτι που έρχεται από εκεί που έχουμε έρθει κι εμείς. Και πάνω απ’ όλα, να περιμένουμε τον θάνατο με σκέψη γαλήνια, σαν κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποσύνθεση των στοιχείων που συνθέτουν κάθε ζωντανό οργανισμό. Το καθένα από τα στοιχεία αυτά μεταβάλλεται σε κάτι άλλο, και αυτό δεν είναι τρομερό» (ό.π. 2.17). 

ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ

Μπορούμε άνετα να πούμε ότι η πιο γνήσια δημοκρατία είναι η δημοκρατία του θανάτου. Μόνο αυτή καταργεί την ολιγαρχία της χλιδανής ζωής. Στη δημοκρατία του θανάτου όλοι συμμετέχουμε με ίσους όρους. Όσο πλούσιος ή πένητας κι αν είσαι, όσο έξυπνος ή βλάκας, όσο αμαρτωλός ή άγιος, κανένας δεν παίρνει -έστω και ολιγοήμερη- άδεια από το νεκροταφείο. Αλλά ας δούμε πάλι τι λέει ο στωικός αυτοκράτορας:

«Να σκέφτεσαι πάντα πόσοι γιατροί έχουν πεθάνει, αυτοί που συχνά σμίγουν τα φρύδια τους πάνω από τους ασθενείς τους. Πόσοι αστρολόγοι που είχαν προβλέψει τους θανάτους άλλων, σαν να έκαναν κάτι σπουδαίο. Πόσοι φιλόσοφοι που υποστήριζαν χίλια-δυο πράγματα για τον θάνατο ή την αθανασία. Πόσοι στρατηλάτες που σκότωσαν κόσμο. Πόσοι τύραννοι που εξουσίαζαν τις ζωές των άλλων με μεγάλη έπαρση, λες και οι ίδιοι ήσαν αθάνατοι. Πόσες ολόκληρες πόλεις -ας το πω έτσι- πέθαναν: η Ελίκη, η Πομπηία, το Ερκουλάνο και άλλες αμέτρητες. 

»Πρόσθεσε τώρα και όσους γνώρισες, τον ένα μετά τον άλλον. Ο ένας που έθαψε τον άλλον, τώρα κείται και αυτός νεκρός, το ίδιο και αυτός που έθαψε τον τελευταίο. Όλα μέσα σε τόσο λίγο χρόνο! Γενικά, πάντα να βλέπεις τα ανθρώπινα ως εφήμερα και ευτελή: χθες ήσουν μια μύξα («μυξάριον» = σπέρμα), αύριο θα γίνεις στάχτη ή θα σε ταριχεύσουν. Τούτη την ακαριαία χρονική στιγμή πέρνα την όπως το ζητά η Φύση και φτάσε στο τέλος του ταξιδιού ικανοποιημένος, σαν μια ελιά που ωρίμασε πάνω στο δέντρο και θα πέσει, ευλογώντας το χώμα που θα την κρατήσει κι ευχαριστώντας το δέντρο που τη γέννησε» (ό.π. 4.48). 

Διάβολε, πώς έχτισε αυτός ο Ρωμαίος τέτοιο ελληνικό μυαλό; Απλά, τότε που ήταν νέος, τη σκέψη του έστησε πάνω απ’ τον αφαλό! Στη ρητορική είχε διδάσκαλο τον Ηρώδη τον Αττικό, και στη φιλοσοφία στήριγμα και ίσιο «πάσσαλο» τον Επίκτητο τον στωικό. Έτσι απόκτησε τη ζωογόνο αύρα ο Αυρήλιος, που σαν Απόλλων-Ήλιος του φόβου σκόρπισε την κρύα καταχνιά.