Τώρα που διαβάζετε ετούτες τις γραμμές, εγώ βρίσκομαι πολύ μακριά – και θα βρίσκομαι πολύ μακριά για έξι μήνες. Το άλγος του νόστου, που μονολεκτικά το λέμε «νοσταλγία» (κυριολεκτικά σημαίνει: «της επιστροφής ο πόνος»), με ταλαιπωρεί όλο και περισσότερο, καθώς ο ήλιος της ζωής μου (ζωοδότης ήλιος, αν προτιμάτε) πλησιάζει προς την αναπόδραστη δύση του. Τώρα καταλαβαίνω τον ομηρικό νοσταλγό Οδυσσέα… 

Ο Καζαντζάκης περιγράφει το «φθινόπωρο» της δικής του ζωής πιο δραματικά. Στο τελευταίο του βιβλίο, λέει: «Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές τού μυαλού μου κρατούν λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί. Μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει. Δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει» («Αναφορά στον Γκρέκο», Πρόλογος).

Πραγματικά, όσο πιο αμυδρά τρεμοφέγγει το φως μέσα στο γέρικο χελωνοκαύκαλό μου, τόσο πιο ακατανίκητη έλξη ασκεί πάνω μου η γενέθλια γη. Υπάρχουν κάποιοι συνέκδημοι που έριξαν πέτρα πίσω τους και ζουν ατάραχα κάτω από ξένους ουρανούς. Εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς, παρότι (παραφράζοντας εδώ ελαφρά τον Γιώργο Σεφέρη), όπου και να ρίξω τη ματιά μου η Ελλάδα με πληγώνει. 

ΚΙ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ!

Αγαπώ την Ελλάδα γι’ αυτό που κάποτε ήταν, όχι γι’ αυτό που τώρα είναι. Την αγαπώ γι’ αυτό που κάποτε μου έδωσε, όχι γι’ αυτό που τώρα μου δίνει. Την αγαπώ για το αλλοτινό της πολιτισμικό μεσουράνημα, όχι για το τωρινό πνευματικό της κατάντημα. 

Σήμερα αγαπώ την Ελλάδα γι’ άλλα πράγματα: για το ταπεινό, αγκαθωτό πουρνάρι, για το χρυσαφένιο μέλι που η άοκνη μέλισσα βγάζει από το αρωματικό θυμάρι. Κι εδώ πάλι μου έρχονται τα λόγια του ποιητή:

«Στη μακρινή πατρίδα μου / έχει ευωδιά και χάρη / το ταπεινότερο δεντρί, / το πιο φτωχό χορτάρι. / Στους κλώνους της αμυγδαλιάς, / σμίγουν ανθοί και χιόνια / και φέρνουνε την άνοιξη / γοργά τα χελιδόνια. / Στων μαγεμένων της βουνών / τα μαρμαρένια πλάγια / γλυκολαλούν οι πέρδικες / και κλαίει η κουκουβάγια. / Η ασημένια θάλασσα μ’ αφρούς την περιζώνει / κι ο ουρανός με τ’ άστρα του τη χρυσοστεφανώνει» (Γ. Δροσίνης, «Πατρίδα»). 

Ποιος αγαπά με πάθος ένα φτωχό χορτάρι; Εγώ! Ποιος τρελαίνεται μυρίζοντας το νωπό φθινοπωρινό χώμα που το αυλακώνει η κρύα, γυαλιστερή λεπίδα του αρότρου; Εγώ! Ποιος ζητά πάλι να πατά ξυπόλυτος σταφύλια στο πατητήρι του αμπελιού και να νιώθει το τσουχτερό κεντρί της μέλισσας να χώνεται βαθιά στην τρυφερή πατούσα; Εγώ! 

Ναι, αγαπώ την Ελλάδα όταν ανεβαίνω ψηλά στον πανίερο Όλυμπο, που στην ποδιά του έζησα τα παιδικά μου χρόνια, με δέος ατενίζοντας καθημερινά το κατάλευκο ανοιξιάτικο σκουφί του. Εκεί, στου τραγομάσχαλου Δία το θρόνο σκέφτομαι ν’ αφήσω τα κόκαλά μου να στραφταλίζουν στον ήλιο. Αν όχι αυτά, τότε ίσως λίγη τέφρα… 

ADDENDUM

Θα ήθελα να κλείσω τούτο το άρθρο με κάτι πρόσθετο γύρω από το θέμα της προηγούμενης Πέμπτης (12/5/16), που είχε ως τίτλο: «Ο δημιουργικός μύθος». Αυτό το πρόσθετο (λατινιστί addendum) έχει να κάνει, κυρίως, με τη θέση της φιλοσοφίας απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία. 

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνται ως ορθολογιστές – και πολύ σωστά, δεδομένου ότι είναι αυτοί που πρώτοι άνοιξαν το δρόμο προς τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Είναι επίσης σωστό ότι κάποιοι χαλκέντεροι φιλόσοφοι τόλμησαν ν’ ασκήσουν αυστηρή κριτική στο θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής τους. Το «θείον» (η λέξη «θάμβος» θα ταίριαζε καλύτερα εδώ) είχε εμποτίσει σχεδόν το σύνολο των συμπολιτών τους, προφανώς επειδή η εγγύτητα κάποιων υπερφυσικών δυνάμεων τους προκαλούσε τρόμο και δέος (όπως συμβαίνει και σήμερα με το φόβο του θανάτου).

Από τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά, αρχίζουν να εμφανίζονται κάποια δυνατά πνεύματα που ανοιχτά «ερωτοτροπούν» με τον αθεϊσμό. Στην αρχή, τα πνεύματα αυτά ήσαν απομονωμένα. Όμως κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα, δηλ. τότε που κάνουν την εμφάνισή τους οι λεγόμενοι «σοφιστές», οι αθεϊστές γίνονται πιο πολλοί, αν και κάποιοι από αυτούς δεν εκφράζουν δημόσια την αθεΐα τους. Άνθρωποι, όπως λ.χ. ο Περικλής και ο Θουκυδίδης, ενώ φαινομενικά δείχνουν ότι παρακολουθούν με σεβασμό όλες τις δημόσιες και οικογενειακές ιεροτελεστίες, κατά βάθος δεν πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα των θυσιών στους θεούς ούτε στην επαλήθευση των χρησμών των μαντείων.

Από την άλλη, ο Σωκράτης και ο μαθητής του Πλάτων, ενώ ασκούν αυστηρή κριτική στην ομηρική μυθολογία, δεν τρέφουν καμία αμφιβολία για την ύπαρξη του υπερφυσικού. Θυμίζω (πάλι) ότι ο Σωκράτης ζητά από τον Κρίτωνα να θυσιάσει έναν πετεινό στον θεό της υγείας, Ασκληπιό. Στην απολογία του τον ακούμε να επιχειρηματολογεί υπέρ της ύπαρξης θεών, προβάλλοντας το εξής επιχείρημα: «Εάν οι δαίμονες είναι παιδιά θεών… , ποιος άνθρωπος είναι δυνατόν να παραδεχτεί ότι από τη μια υπάρχουν παιδιά θεών, αλλά από την άλλη ότι δεν υπάρχουν θεοί; Γιατί το ίδιο παράλογο θα ήταν να παραδέχεται κανείς πως υπάρχουν παιδιά αλόγων και γαϊδουριών, αλλά δεν υπάρχουν άλογα και γαϊδούρια» (Απολογία, 27D). 

Από τον 3ο αιώνα π.Χ. και μετά, η επικούρεια σχολή (ο Κήπος) ελκύει μεγάλο αριθμό αθεϊστών. Ωστόσο οι ίδιοι οι επικούρειοι φιλόσοφοι δεν ήσαν άθεοι: αναγνώριζαν την ύπαρξη θεών, με τη διαφορά ότι οι θεοί αυτοί βρίσκονται μακριά από τους ανθρώπους και ουδόλως ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις (σε αντίθεση με τους στωικούς που πίστευαν στην ύπαρξη «θείας πρόνοιας»).

Και κλείνω με τις τελευταίες ώρες του Περικλή. Όταν ο μεγάλος αυτός Αθηναίος πολιτικός βρισκόταν κλινήρης, χτυπημένος από τον θανατηφόρο λοιμό (πέθανε από αυτόν το 429 π.Χ.), έδειξε σε κάποιον φίλο του, που βρέθηκε δίπλα του, ένα φυλαχτό που του είχαν κρεμάσει οι γυναίκες στο λαιμό. Ο Περικλής έδωσε στον φίλο του να καταλάβει σε ποια σοβαρή κατάσταση βρίσκεται, αφού κάθεται και ανέχεται ακόμη και αυτή την ανοησία, δηλ. να του κρεμούν στο λαιμό φυλαχτά!

Η αθεΐα τού Περικλή γίνεται κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι φίλος και δάσκαλός του ήταν ο φιλόσοφος Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Ιωνίας (ήταν αυτός που έφερε τη φιλοσοφία στην Αθήνα). Τον κατηγόρησαν για ασέβεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το «κλεινόν άστυ», ύστερα από 30 χρόνια παραμονής του σ’ αυτό. Με την ίδια κατηγορία φόρτωσαν και τον Πρωταγόρα, συμπατριώτη τού Δημόκριτου.

Αυτά, φίλοι και φίλες της αρχαίας ελληνικής ψυχής. Θα τα πούμε πάλι σε έξι μήνες από τώρα. Έρρωσθε!