Το πρώτο μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα «Μάρτυς μου ο Θεός» (εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2013), αν και έργο-αποκάλυψη για την ελληνική μυθιστοριογραφία, δεν αποκλείεται να περνούσε απαρατήρητο αν δεν τύχαινε να αποσπάσει –δικαιωματικά, άλλωστε, όπως θα φανεί στη συνέχεια– το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014, πράγμα που και επίσημα επισφράγισε την λογοτεχνική του αξία.

Χοντρικά, η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από ζητήματα όπως: η ανεργία, η μοναξιά, οι ερωτικές σχέσεις, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, και η κρίση αξιών. Συγκεκριμένα, εστιάζεται σ’ έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο με το βυζαντινίζον όνομα Χρυσοβαλάντης, κάτοικο δυτικού προαστίου της προολυμπιακής Αθήνας, ο οποίος ζει την επίπλαστη ευμάρεια, λίγο πριν τη φιέστα της Ολυμπιάδας του 2004. Ο πενηντάρης, πρώην λιθογράφος, διαδραματίζει διττό ρόλο: αυτόν του αντι-ήρωα (με πολλά πρόσωπα και προσωπεία) και, ταυτοχρόνως, του αφηγητή. Πρόκειται για έναν πολύπαθο και αποτυχημένο γεροντοπαλίκαρο, θρησκόληπτο, φαντασιόπληκτο, κομπλεξικό και μοιρολάτρη, χωρίς σταθερή δουλειά και εισόδημα – καθώς τελευταία έχει μείνει άνεργος (μετά από ευδόκιμη εργασία 11 χρόνων), με πολλά χρέη στις τράπεζες. Υπέρβαρος, λιχούδης, διαβητικός, εμμονικός, και σεξουαλικά ανίκανος (λόγω πολυφαρμακίας), αυτοχαρακτηρίζεται ως «φιλόπατρις, φιλογύνης, ηδονομανής, φιλοευρωπαίος, φιλορώσος, αγαθόπατρις».

Ένα μεγάλο παιδί, ή ανερμάτιστος έφηβος, κάνει συνεχώς λάθος επιλογές στη ζωή του, πέφτοντας θύμα εξαπάτησης από όλους (εργοδότες, γυναίκες, φίλους) που τον εκμεταλλεύονται, τον προδίδουν, και τον εγκαταλείπουν – εξαιτίας του αγαθιάρικου, παθητικού κι ευθυνόφοβου χαρακτήρα του. Μέχρι και οι δικοί του τον διώχνουν τελικά από την οικογενειακή εστία όταν μαθαίνουν ότι είναι άνεργος και αδυνατεί να τους βοηθήσει οικονομικά (τον άρρωστο ηλικιωμένο πατέρα και τη φιλάσθενη μικρή αδερφή του). Πράξη που αποτελεί και τη χαριστική βολή στις ισορροπίες του ήδη εύθραυστου ψυχισμού του, αφού, μαζί με τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον οδηγεί στην απόλυτη περιθωριοποίηση και την παραφροσύνη. Ανερμάτιστος (ηθικά, οικονομικά, πνευματικά, κοινωνικά) και διανοητικά ελλειμματικός, αδυνατεί να πάρει τη ζωή στα χέρια του – να βρει μόνιμη δουλειά, σταθερό δεσμό κτλ. Προτιμά να εξαρτάται από άλλους (οικογένεια, εργοδότες, φίλους, ερωμένες) και να αφήνεται στο τυχαίο, το περιστασιακό, την ανέξοδη ονειροπόληση, το παραμύθιασμα. Θεωρεί τους άλλους υπεύθυνους για τις ατυχίες και την κατάντια του, μη συνειδητοποιώντας ότι κύρια αιτία της κακοδαιμονίας του είναι ο ίδιος και η παθητική στάση του.

Ο ήρωας του Τσίτα αναπολεί συνειρμικά, και διηγείται αυτοεξομολογητικά, με συγχρονίες και αναδρομές –σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενος– πάντα σε πρωτοπρόσωπη σπειροειδή αφήγηση, θραύσματα της ζωής του. Περιστατικά κι εμπειρίες, κυρίως από το παρελθόν, αλλά αφορμώμενος από συμβάντα του παρόντος. Αφού μετανοεί για την άχαρη και χαραμισμένη ζωή του, ορκίζεται –«μάρτυς μου ο Θεός»– ότι σκοπεύει ν’ αλλάξει πορεία, γιατί βρίσκεται πλέον σ’ ένα κρίσιμο (υπαρξιακά και ηλικιακά) μεταίχμιο, ένα απόλυτο αδιέξοδο (ψυχολογικό, οικονομικό, συναισθηματικό, οικογενειακό, θρησκευτικό, κτλ). Ως ξερόλας Νεοέλλην, έχει άποψη για όλους και για όλα, τα οποία και σχολιάζει μέσα απ’ τη δική του ιδιότυπη λογική και διαγώνια ματιά στα πράγματα, και το δικό του εμμονικό ντελίριο. Πρόκειται για μια περιδιάβαση (από το παρόν στο εγγύς, αλλά και το απώτερο παρελθόν) στα ανεπούλωτα ψυχικά τραύματα της παιδικής του ηλικίας, όπου έγκειται και η ρίζα της όλης κακοδαιμονίας και ψυχοπαθολογίας του. Δυστυχώς, οι ψυχίατροι και πνευματικοί πατέρες, στους οποίους απευθύνεται, αδυνατούν να τον βοηθήσουν, με αποτέλεσμα η ψυχο-σωματική του κατάσταση να επιδεινώνεται. Εξ ου και μέσα απ’ το συσκοτισμένο του μυαλό παρελαύνει αυτή η αλληλουχία συμβάντων – όλα μπερδεμένα και ανάκατα, που αντανακλώνται σαν από παραμορφωτικό καθρέφτη. Χωρίς ειρμό, συνοχή, συνέχεια και συνέπεια λόγου (σκέψεων) και πράξεων – ουσιώδους προϋπόθεσης για να κατευνάσει τις ανησυχίες, αβεβαιότητες και ταραχές του, και να επιφέρει την πολυπόθητη ψυχική ηρεμία και γαλήνη.

Στην απέλπιδα προσπάθειά του να σταθεί στα πόδια του για να αντιμετωπίσει μια εχθρική πραγματικότητα και να επιβιώσει κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, ο Χρυσοβαλάντης, μη διαθέτοντας άλλον εξοπλισμό (πέραν της ακατάσχετης απολογητικής εξομολόγησης, των φαντασιώσεων, των παραισθήσεων, της ευφράδειας και του χιούμορ του) καταφεύγει σ’ ένα αυτοψυχαναγκαστικό, ατέρμονο παραλήρημα. Αυτή η πρακτική (του να υποδύεται τον κλόουν/τρελό, ακροβατώντας πάνω σ’ ένα λεπτό σκοινί μιας φαντασιωτικής όσο και απτής πραγματικότητας) πρώτον, τον διευκολύνει στο να δραπετεύει από την οικτρή, απελπιστική κατάσταση της ανημπόριας του. (Σημειωτέον, ότι ο ρόλος του «κλόουν/τρελού» ο οποίος εξωτερικεύει αλήθειες που οι νορμάλ άνθρωποι δυσκολεύονται να ομολογήσουν δημόσια, δεν είναι καινούργιος. Οι ηγεμόνες παλαιότερων εποχών τούς χρησιμοποιούσαν για να διασκεδάζουν, αλλά και να μαθαίνουν πράγματα που οι συμβουλάτορές τους δεν τολμούσαν να θίξουν). Δεύτερον, εκτός απ’ το να εξιστορεί τον πόνο του, τα λάθη και τις περιπέτειές του –άλλοτε σε δραματικό και άλλοτε σε ιλαροτραγικό τόνο– του επιτρέπει επίσης να εκφράζει τις ονειροφαντασίες, τα σχέδια και τους ευσεβείς πόθους του (να σπουδάσει βυζαντινή μουσική, αλλά και να εμφανιστεί ως τραγουδιστής στη Λυρική Σκηνή& να εκδώσει τα στιχουργικά του σκαριφήματα& να νοικοκυρευτεί, νυμφευόμενος μια καλή κοπέλα και να ζήσει μια ήρεμη, τίμια κι αξιοπρεπή οικογενειακή ζωή, κατά προτίμηση στο Παρίσι ή το Λονδίνο). Όλες οι προσδοκίες του όμως αποδείχνονται χίμαιρες, καθώς διαψεύδονται παταγωδώς. Η κοινωνία (ανάλγητη και άδικη, αλλοτριωμένη και σάπια, υλιστική και χωρίς αξίες) αδυνατεί να περιθάλψει ευπαθή άτομα σαν τον Χρυσοβαλάντη, αφήνοντάς τα στη μοίρα τους. Ακριβώς επειδή και η ίδια αποτελεί αιτία της παρακμής και βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Γι’ αυτό και ο ήρωας του Τσίτα αναζητά διέξοδο σε μια εικονική πραγματικότητα.

Συγκεκριμένα, μέσα απ’ την χειμαρρώδη αφήγησή του και την απασφάλιση της λεκτικής ευφορίας, ο ήρωας κατασκευάζει έναν παράλληλο εικονικό κόσμο (αφού σύμφωνα με τον Wittgenstein «ο κόσμος είναι η γλώσσα μας») στον οποίο αρέσκεται να παραδίδεται για να χαθεί, να πάρει μια ανάσα ζωής απ’ το πνιγηρό άγχος και άχθος της ύπαρξης. Έτσι, βιώνοντας έναν παράλληλο (με τον πραγματικό) κόσμο της δικής του ασύμβατης λογικής (όπου τα διάφορα πρόσωπα αλλάζουν προσωπείο και συμπεριφορά – όπως κι αυτός άλλωστε – ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση και οπτική του) ο Χρυσοβαλάντης έχει διπλή (ψευδ)αίσθηση: Πρώτον, ότι αυτοπροστατεύεται από την εχθρική εξωτερική πραγματικότητα. Δεύτερον, ότι καθάρεται, καθώς νιώθει ότι λύνονται –χιμαιρικά και πρόσκαιρα– όλα του τα προβλήματα και ο ίδιος εκτονώνεται μέσω του ντελιριακού του ξεστηθιάσματος.

Το εν λόγω πεζογράφημα, μολονότι δίνει την αίσθηση εύκολου και απλού αναγνώσματος –εξαιτίας της πρωτοπρόσωπης μονολογικής αφήγησης, που φαίνεται βολική πρακτική– κάθε άλλο παρά απλοϊκό είναι. (Διότι η απατηλή «ευκολία» κρύβει παγίδες στις οποίες εύκολα μπορεί να πέσει ο συγγραφέας, καταλήγοντας σ’ ένα ανεξέλεγκτο, χαλαρό, φλύαρο και ανούσιο κείμενο). Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει εδώ.

Τουναντίον, το μυστικό της πρωτοτυπίας του έγκειται σ’ αυτό το γεγονός: Στο ότι, ενώ έχουμε ένα κατ’ εξοχήν οδυνηρό και δραματικό μυθιστόρημα, το υπόβαθρο που πλαισιώνει τα αφηγούμενα έχει έναν έντονα εύθυμο, παιγνιώδη και χιουμοριστικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η διακωμώδηση και ο κλαυσίγελος. Ο ήρωας είναι ένας καθ’ όλα οικείος και αναγνωρίσιμος τύπος, ενδεχομένως ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ίσως και η αντανάκλαση του εαυτού μας. Διότι, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, αντανακλά τον ψυχισμό του Έλληνα καθώς απομυθοπιεί τις αλήθειες που τον έχουν διαμορφώσει, αλλά και αυτές τις ελληνικής πραγματικότητας. Κινούμενος μεταξύ λεπτής ειρωνείας και γκροτέσκου χιούμορ, ο Χρυσοβαλάντης μέμφεται τον ξεπεσμό της Ελλάδας (οικονομικό, ηθικό, πολιτισμικό, κτλ), όταν ο ίδιος αποτελεί ζώσα ενσάρκωση των παθογενειών που την οδήγησαν σ’ αυτόν.

Ξενομανής αλλά και ρατσιστής, θρησκόληπτος αλλά και ερωτόληπτος, μεγαλομανής αλλά και μοιρολάτρης, ο ήρωας αντί να δράσει ορθολογικά, αναλίσκεται στις επιθυμίες, τις εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις του. (Για παράδειγμα, εκκλησιάζεται αλλά επισκέπτεται και οίκους ανοχής. Κατηγορεί τους αλλοδαπούς, επειδή «έρχονται και παίρνουν τις δουλειές μας», αλλά ταυτόχρονα νιώθει ευγνώμων απέναντι στις αλλοδαπές, αφού, όπως παρατηρεί, «ευτυχώς που ήρθαν οι ξένες και αισθανόμαστε άντρες…»). Η υποκριτική στάση του, πέρα απ’ το νοσηρό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) οικογενειακό περιβάλλον που τον γαλούχησε, αντικατοπτρίζει αλάνθαστα όλα τα τρωτά και τη σήψη της ελληνικής κοινωνίας. Εξ ου και η μεταλλακτική και μεταπτωτική σοβαροφανής και αστεία στάση στον τρόπο σκέψης και τα λεγόμενά του προκαλούν είτε οίκτο είτε θυμηδία – με την αυτομαστίγωση και/ή την επίκριση των άλλων.

Οι θέσεις του απηχούν την επιπολαιότητα, τη σύγχυση, τις αντιθέσεις/αντιφάσεις και τις συγκρούσεις (ατομικές και διαπροσωπικές) που διέπουν το ελληνικό μενταλιτέ. Διότι όχι μόνο ασπάζεται το συντηρητισμό, τα στερεότυπα και τις αγκυλώσεις αυτής της νοοτροπίας, αλλά και ενσαρκώνει, με μοναδικό για τη νεοελληνική πεζογραφία τρόπο, τη λεκτική κοινοτοπία τους. Η τελευταία εκδηλώνεται υπό μορφήν γενικών, απόλυτων και βαρύγδουπων δηλώσεων (που ακούγονται ως θέσφατα, όπως π.χ. το δόγμα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια») οι οποίες, συχνά, διανθίζονται από ποικίλα τσιτάτα: αποφθέγματα λαϊκής σοφίας, αλλά και επιπολαιότητας, εξωκειμενικές παρεμβολές εκκλησιαστικών παραθεμάτων, παιδαριωδών στίχων και διάφορους καθαρευουσιανισμούς-κορώνες που προκαλούν θυμηδία.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία, ωστόσο, είναι αναγκαία, διότι θα ήταν αφόρητο για τον αναγνώστη να παραμένει ενοχικά παθητικός αυτήκοος μάρτυς της αδικίας, του εξευτελισμού και της ταπείνωσης ενός αθώου, ταλαίπωρου ανθρώπου, επί 260 σελίδες. Έτσι, τα αστεία καμώματα του ήρωα – μολονότι δεν αποκρύπτουν το δράμα του, καθώς πίσω από τις φαιδρότητες υπάρχει αγανάκτηση και θυμός – αποτελούν μια όαση για τον αναγνώστη, αφού μεγιστοποιούν σε βαθμό γελοιοποίησης τις προαναφερθείσες «κοινοτοπίες», καταλήγοντας στη μόνιμη επωδό τού (φαινομενικά καταφατικού, πλην διφορούμενου) «Ναι». Κι αυτό διότι δεν ξέρουμε αν με το «Ναι» θέλει να εκφράσει την απόλυτη βεβαιότητα των λεχθέντων του ή, αβέβαιος για όσα λέει, επιχειρεί να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους για την ορθότητά τους – πράγμα που δημιουργεί μαύρο χιούμορ, αφού είναι σαν να αυτοπαρωδείται.

Η αφήγηση υιοθετεί την τεχνική του media res και όχι τη γραμμική, δεδομένου ότι η πρώτη ταιριάζει ιδανικά στον αλλοπρόσαλλο και προβληματικό χαρακτήρα του ήρωα. Έτσι, ο κατακερματισμένος χρόνος και το αποσπασματικό είδος της αφήγησης (με τα φλας-μπακ, τις παλινδομήσεις, τις απροσδόκητες παρεμβολές σκέψεων, συναισθημάτων, σχολίων, συμβάντων, κτλ) αντανακλούν πειστικά τον διαταραγμένο ψυχισμό του Χρυσοβαλάντη. Στο πρόσωπο του τελευταίου, εκτός απ’ το να απομυθοποιείται η μικροαστική τάξη, αντανακλάται, σαν σε μικρογραφία/ακτινογραφία, και η αποδιοργανωμένη, ασυνάρτητη και ανισόρροπη υφή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας (με τα διάφορα εμβόλιμα «χάπενινγκ» της καθημερινότητας) την εκτροπή και τα οικεία κακά της οποίας ανατέμνει και ξεγυμνώνει. Απ’ αυτή την άποψη πρόκειται για ένα πιστό ψυχογράφημα του Νεοέλληνα, ενδεχομένως και του Ευρωπαίου γενικότερα.

Ωστόσο, παρά την κατακερματισμένη δομή του έργου, η αφήγηση δεν εκφυλίζεται αλλά διατηρεί τη συνοχή της, χάρη στον ήρωα-αφηγητή που λειτουργεί σαν ομφάλιος λώρος, τόσο των επί μέρους ενοτήτων όσο και του μυθιστορηματικού όλου. Τα προαναφερθέντα «χάπενινγκ» αναπαρίστανται ακόμη και οπτικά στο κείμενο (με μεγαλύτερα ή μικρότερα αποσπάσματα που, προς το τέλος, καταλήγουν σε σύντομες, μικροπερίοδες και ασύνδετες παραγράφους των δύο λέξεων) για να οδηγήσουν στην τελική κατάρρευση του ήρωα. Δηλαδή όταν ο τελευταίος προσβάλλεται από ένα ψυχωτικό επεισόδιο στη Μητρόπολη Αθηνών, έχοντας την παραίσθηση ότι τον χειροτονούν μητροπολίτη, και όλοι οι γνωστοί και άγνωστοί του τον επευφημούν με το επαναληπτικό: «Άξιος! Άξιος! Aξιος!» κτλ, το οποίο εκφυλίζεται στο λεκτικά αφασιακό: «Άξιος,άξιάξιάξιάξιάξιάξιάξιάξιάξιάξιαααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα».

Το πόνημα του Τσίτα δεν είναι ακριβώς «μυθιστόρημα» –με την αυστηρή έννοια του όρου– όπως χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο, αφού απουσιάζει η πλοκή. Υπάρχει μόνο μια υπολανθάνουσα εσωτερική πλοκή, αποτελούμενη από μονολογικά θραύσματα επεισοδίων. (Ο ήρωας-αφηγητής το χαρακτηρίζει «Αναμνήσεις»). Περισσότερο μοιάζει με ημερολόγιο (αν και χωρίς ημερομηνίες), καθώς εγκολπούται θυμικές και μελοδραματικές εξάρσεις του ήρωα. Ο Τσίτας χειρίζεται με έναν ανανεωτικό τρόπο τη σύγχρονη ελληνική ηθογραφία του άστεως. Καθοριστικό δε όχημα που «προσδιορίζει έναν καινούργιο τρόπο ηθογραφικής αποτύπωσης της ζωής στις πόλεις» (για να παραθέσω τη φρασεολογία του Αλέξη Ζήρα – για προηγούμενο πεζογράφημα του συγγραφέα) είναι η γλώσσα του.

Από το εξώφυλλο του βιβλίου

Ο συγγραφέας Μάκης Τσίτας

Μια εξαιρετικά επεξεργασμένη, ευρηματική, νευρώδης, καίρια γλώσσα, η οποία αποδίδει ιδανικά τις λεπτές αποχρώσεις του ταραγμένου ψυχισμού του ήρωα, αφού είναι εναρμονισμένη με τη μοναδική και αξέχαστη φυσιογνωμία του, αλλά και τις αξιολογικές του κρίσεις/ερμηνείες για τον εαυτό του και τους άλλους. Κρίσεις οι οποίες, βέβαια, αυτοϋπονομεύονται εξαιτίας της αφέλειας και των υπερβολών του. Η γλώσσα αυτή συντίθεται από νεολογισμούς, μια ιδιοσυγκρασιακή ιδιόλεκτο (όπως π.χ. «αυτοπάθος, προσαγαπώ, εξαπόδειος, εξαποδωβιωματίας, ξελαρδιάζω, θέλγος, ψυχοκαταφυγή, κοιτολογώ, υπολαμπή, λαγνάρω/λαγνίζω, υποχόμπιον», κτλ) και ιδιότυπες, αστείες λέξεις (π.χ. «τσογλανοπουτανιζέ, πονηροπρόστυχη, σεξοφαντασία, ψυχοκαταφυγή, ετεροσκοπιμότητα», κτλ), παρατσούκλια ανθρώπων του κύκλου του Χρυσοβαλάντη (π.χ. «ο Εξαποδώ, η Πατσαβουρόπιτα, η Μαλακοευμορφία, ο Θου Κύριε», κτλ), καθώς κι ένα συνδυασμό γλωσσικών ιδιωμάτων κι ένα μίγμα καθομιλουμένης, καθαρεύουσας και εκκλησιαστικής γλώσσας.

Οι μόνες μικροενστάσεις μου – για το, κατά τα άλλα, έξοχο αυτό πεζογράφημα – είναι οι εξής:

Πρώτον, δεν ξέρουμε σε ποιον ακριβώς απευθύνεται ο ήρωας με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Σίγουρα θα ωφελούσε πολύ το κείμενο αλλά και τον αναγνώστη, αν ο συγγραφέας είχε επινοήσει κάποιον αποδέκτη αυτού του σχοινοτενούς μονολόγου – κυρίως επειδή δεν είναι «εσωτερικός».

Δεύτερον, οπωσδήποτε θα κέρδιζε το πεζογράφημα, αν περιοριζόταν το μήκος του. Διότι η φύση του είναι τέτοια που, με τις τόσες επαναλήψεις, αυτοεπαναλήψεις, την κυκλική/ανακυκλούμενη αφήγηση, και άλλα λεκτικά τερτίπια του ήρωα-αφηγητή, το κείμενο, ενίοτε, ξεχειλώνει. Κάποιες φορές, μάλιστα, ίσως και να κουράζει. Οι παρατηρήσεις αυτές όμως ελάχιστα μειώνουν την ποιότητα και αξία του έργου του Τσίτα, το οποίο, δικαίως, πιστεύω, καταξιώθηκε. Επειδή, εκτός των άλλων, εντοπίζει όλες εκείνες τις ελληνικές παθογένειες (τις υπερβολές με τις πιστωτικές κάρτες, τη «μεγάλη ζωή» με δανεικά, τις κίβδηλες σχέσεις, κτλ) που οδήγησαν αναπότρεπτα στη σημερινή κατάρρευση των πάντων.

(Εγκάρδιες ευχαριστίες στον φίλο συγγραφέα Μάκη Τσίτα, για την ευγενική αποστολή του βιβλίου του και, βέβαια, για τη θερμή του αφιέρωση).

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και βιβλιοκριτικός. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η αγγλική έκδοση της συλλογής διηγημάτων In Chloe’s Secret Parts and Other Portents and Monsters (Papyrus Publishing 2015).