Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Και δεν είναι μόνο πως τίποτα δεν μοιάζει με το χθες, αλλά, σύμφωνα με τα τεκταινόμενα και με την ριμάδα την απαισιοδοξία μου, τίποτα δεν προβλέπεται να ξαναγυρίσει. 

Πριν αρκετά χρόνια, ίσως γιατί ήμουνα νεότερος και η φλόγα της αισιοδοξίας έκαιγε ακόμη, πίστευα πως θα ξαναφυσήξει ο αέρας μιας γενικής ευπρέπειας, εκείνης του παλιού καιρού. Και δεν ήταν μόνο το καλοβαλμένο, το όμορφο, το σεμνό και το αναγκαία σοβαρό, αλλά και το πολιτισμένο, το αδελφικό, το ανθρώπινο. 

Με κάποιο παράπονο, έντονο θα έλεγα, προσπαθώ να συγκρίνω το τότε με το τώρα, το χτες με το σήμερα, το παρελθόν με το παρόν. Δεν θα δεχτώ τη μομφή που πιθανόν να εκτοξεύσουν οι… μεσήλικες και οι νέοι: «γέρασε και όλα τα παλιά, της γενιάς του, ήταν ωραία και καλά, πολιτισμένα και ευπρεπή, δεν έχει τι άλλο να κάνει, παρά να αναπολεί νοσταλγικά και να μας διαγράφει».

Όχι δεν σας διαγράφω, σας προκαλώ. 

Φέρτε μου εικόνες, περιγράψτε μου του παρελθόντος την εικόνα στην πατρίδα, στο χωριό, στην πόλη. Ξεδιπλώστε τα πρώτα χρόνια σας στην Αυστραλία, πριν 40 ή 50 χρόνια. Θυμηθείτε τους γάμους, τις εκδηλώσεις, το ψήσιμο τα μπριζολάκια στη σκάρα, κάπου στην πίσω αυλή του μικρού σπιτιού με τους φίλους και τους γείτονες. Θυμηθείτε το χθες και να κάνετε συγκρίσεις με το σήμερα. Νοσταλγήστε και επιτρέψτε μου να σκαλίσω τις κιτρινισμένες, όμορφες, παλιές μου εικόνες. 

Σάββατο, Κυριακή, καθημερινές, στο «Άλσος», εκεί στο Πεδίο του Άρεως, στην «Αίγλη» στο Ζάππειο, στο Μουσείο. Όμορφες βραδιές με γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής, καθιερωμένους, σοβαρούς, καλοντυμένους που διασκέδαζαν το κοινό της Αθήνας του ’50. 

«Μια πάστα σοκολατίνα, εμένα μια νουγκατίνα. Έχετε τυρόπιτα; Τότε φέρτε μου μια τυρόπιτα και στην κυρία φέρτε μια γκαζόζα». 

Δεν ήταν μόνο να καθίσεις στην «Αίγλη», στο «Άλσος» ή στο Μουσείο να πιεις κάτι και ν’ απολαύσεις τους καλλιτέχνες, αν ήθελες ανέβαινες ή κατέβαινες τις καλλιτεχνικές βαθμίδες, ανάλογα με τα γούστα, τις ορέξεις και τα κέφια. Διάλεγες κι έπαιρνες. Θέατρο θέλετε; Διαλέξτε. Επιθεώρηση με Αυλωνίτη, Ρίζο, Μπελίντα, Ηλιόπουλο, Ρένα Βλαχοπούλου. Στο «Περοκέ»; Στου Σαμαρτζή; Ή στο «Ακροπόλ»; 

Θέλετε κάτι σοβαρότερο; Ο Χορν παίζει το «Ημερολόγιο ενός τρελού». Ο Μυράτ με τη Ζουμπουλάκη παίζουν το… απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Μήπως επιθυμείτε όπερα; Στα «Ολύμπια». Παίζουν το «Βαφτιστικό» του Σακελλαρίδη. Θα ανεβάσει και την «Κάρμεν», μεταφρασμένη στα Ελληνικά. Στην παραλία, αλλά και στην Αχαρνών, κοντά στη Χέϋδεν, μπουζούκια, ό,τι καλύτερο διαθέτουμε. Παπαϊωάννου, Πόλυ Πάνου στην παραλία και Γαβαλάς Ρία Κούρτη στην Αχαρνών. 

Πολλοί θα πουν πως δεν σας τα λέω καλά. Θα με ρωτήσουν και δικαιολογημένα, καλά κ. Κώστα μας, μόνο στην εποχή σου υπήρχαν θέατρα, κέντρα διασκεδάσεως, όπερες και συναυλίες; Δεν υπάρχει πληθώρα θεάτρων και κέντρων διασκεδάσεων στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες μεγαλουπόλεις της Ελλάδας; Θα μου θυμίσουν, ίσως, ότι και στην πόλη που ζούμε, στη Μελβούρνη, υπάρχει πληθώρα εκδηλώσεων του είδους. Θέατρα, όπερα, νυχτερινά κέντρα, συναυλίες, εστιατόρια, ταβέρνες και πολλά άλλα; 

Θα σας φανεί λίγο ή πολύ υπερβολικός ο ισχυρισμός μου, αλλά θα ήθελα να το σκεφτείτε και να το μελετήσετε το θέμα. Τα πάντα υπάρχουν και στην Ελλάδα μας και στην Αυστραλία μας. Πολύ πιο σύγχρονα και πολύ περισσότερα. Ο κόσμος ο σημερινός δεν είναι ίδιος. Αυτός ή αυτή που κάθεται δίπλα σου δεν είναι ο ίδιοι. Είναι ο νεαρός και η νεαρά που μεγάλωσε με διαφορετικό τρόπο, αυτόν που λέμε… σύγχρονο. Είναι ο νεαρός και η νεαρά που κοροϊδεύει τον τρόπο που μεγάλωσες εσύ κι’ εγώ και τον τρόπο που προσπαθήσαμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. 

Άλλο ένα παράδειγμα, όχι πολύ επιτυχημένο, μήπως και γίνω περισσότερο κατανοητός. Ο ελληνικός δρόμος της Μελβούρνης, η Lonsdale Street, άλλαξε. Για πολλούς έγινε καλύτερος και λαμπρό στολίδι του, το κτίριο της Ελληνικής Κοινότητας. Ο δρόμος ωραίος είναι, αλλά ελληνικός δεν είναι πλέον. Σε όλους μας άρεσε πριν και τα μαγαζιά τότε ήταν όλα ελληνικά. Τώρα έμειναν (ευτυχώς) τρία (με το ζόρι) και έχεις και τον Ασιάτη που είχε μάθει πως ο δρόμος ήταν ελληνικός και έκανε σουβλατζίδικο το μαγαζί που αγόρασε και διαλαλεί το εμπόρευμά του κατά τέτοιο τρόπο που δεν μπορείς να καταλάβεις αν λέει… πουλάκι, σουλάκι, ή λουλάκι. Σουβλάκι δεν βγάζει πάντως. 

Εγώ ρώτησα Κινέζο διαπρεπή επιστήμονα να μου πει πως λένε το σουβλάκι στα κινέζικα και δεν ήξερε. Μετά για να τον διευκολύνω πήρα ένα καλαμάκι και μερικά κομμάτια κρεατάκι και του έδειξα πώς τα περνούν στο ξυλάκι. Έριξα αλάτι, πιπέρι και ρίγανη και του είπα να το ψήσει. Του είπα ότι έχουμε και σουβλάκι με πίττα και του έδειξα ποιος είναι ο γύρος αρνί και κοτόπουλο και πώς τα ψήνουν. Είχα μαζί μου και κάποιον φίλο που ήξερε Κινέζικα για να μπορέσει να κάνει τον διερμηνέα γιατί ο Κινέζος καθηγητής δεν μιλούσε Αγγλικά. 

– «Τα τσι α σου;» ( τον ρώτησε αν θέλει κρεμμύδι και τζατζίκι και του είπε να το φάει αργά για να το γευθεί).

«Σα μου σουα σα» (αν έλθει ξανά ο Μάο θα του πω να σας σουβλίσει και τους δύο μαζί, να σας περάσει σε καλαμάκι, όχι με πίττα και να σας προσφέρει το Κόμμα μεζεδάκι σε κινέζικους κροκόδειλους).