Έχω κάποια χρόνια να πάω στην πατρίδα. Τα τελευταία τρία χρόνια δεν κατάφερα να φύγω. Καιρός είναι να την κοπανήσω που λένε στα… Iταλικά. Τις προηγούμενες χρονιές, σχεδόν κάθε χρόνο, για έξι εβδομάδες, το λιγότερο, είμαστε οι καλοί γονείς που πήγαιναν στην Ελλάδα να δουν παιδιά κι εγγόνια μια και τα παιδιά με δική τους επιλογή, προτίμησαν να ζήσουν στην Ελλάδα αφήνοντας την Αυστραλία, τη χώρα που μεγάλωσαν και σπούδασαν. 

Τους καμάρωνα που κατάφεραν να σταθούν, άσχετα αν στην αρχή έριχνα την ευθύνη στα ταίρια τους μια και τα θεωρούσα την αιτία της στέρησης, κυρίως των εγγονών μου, των παιδιών των παιδιών μου, που, όπως λένε, είναι δυο φορές παιδιά μου. 

Για χρόνια, λοιπόν, το ταξίδι μας στην πατρίδα ήταν για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Δέκα ημέρες στον γιο μας στην Αθήνα, άλλες δέκα στην κόρη μας στο Βόλο. Επιστροφή στην Αθήνα για άλλες δέκα και αντίο στο Βόλο τις υπόλοιπες. Για μας τίποτα.

Για να λέω και την αλήθεια, εγώ έκανα και μερικές ατασθαλίες, που τις λένε και ζαβολιές. Έπαιρνα την εγγονή μου που έχει πλέον ενηλικιωθεί και με κατεύθυνση του Ψυρρή, κάπου κανένα ρακόμελο, αλλού κανένα ουζάκι και στην Πλάκα ή στο Τουρκολίμανο για φαγητό και χάζι. 

Το ίδιο έκανα και στο Βόλο που φημίζεται για τα τσίπουρα και τους μεζέδες. Εκεί το πρόβλημα ήταν ότι τα εγγόνια ήταν τρία και αφού έτρωγαν ό,τι διάλεγε το καθένα, άρχιζαν τις σπαραξικάρδιες αιτήσεις: «Παππού να πάρω λίγο από το μεζέ σου;». 

Παππού οι δύο όμορφες εγγονές, παππού ο κακομαθημένος εγγονός, γυρίζαμε στο σπίτι που μας περίμεναν για φαγητό, εγώ σχεδόν μεθυσμένος από το ξεροσφύρι και τα παιδιά φαγωμένα. Άλλες φορές δραπέτευα μόνος μου, στο χαζό μου που λένε. Άνω Γλυφάδα η περιοχή και γύρω-γύρω ταβερνάκια, ουζερί, καφενεία και δε συμμαζεύεται. Πέταγα έτσι στο πουθενά: «Εγώ πάω να περπατήσω λίγο. Μια μικρή βόλτα. Δεν θ’ αργήσω». Είχα το στέκι μου το μαγαζί της κ. Ντίνας, καφενείο-ουζερί, που το διεύθυνε μια αξιοπρεπέστατη κυρία, με τον αξιόλογο σύζυγό της τον κ. Γιώργο. Ένα ουζάκι στην αρχή και μετά: «Να σας τηγανίσω μπακαλιάρο με λίγα άγρια χόρτα ή να σας φτιάξω κεφτεδάκια και μια τηγανιά πατάτες; Έχω μαγειρέψει και μοσχαράκι κοκκινιστό για μας αλλά πάντα φτιάχνω λίγο παραπάνω για κάποιον από τους πελάτες μας. Να σας φέρω ένα μεζέ να δοκιμάσετε;». 

Για να μη σας ζαλίζω και σας ανοίγω και την όρεξη, γύριζα σπίτι και το έπαιζα στεναχωρημένος: «Εγώ δεν θα σας κάνω συντροφιά για φαγητό. Ήπια ένα ούζο και μου έκοψε την όρεξη». Ο γιος μου μειδιούσε και έκανε την ίδια πάντα ερώτηση: «Μόνο ένα ουζάκι φτωχέ μου πατέρα; Μόνο ένα;»

Φέτος λέω να τους δω στα πεταχτά. Θ’ αφιερώσω περισσότερο χρόνο σε μένα. Θα κάνω περισσότερα πράγματα για μένα. Δεν έχω αντίρρηση να με ακολουθήσει όποιος επιθυμεί. Δεν θα βγει χαμένος. Αυτά που θέλω να κάνω μόνος μου θα τα κάνω και λογαριασμό δε δίνω (ώρες-ώρες είμαι πολύ σκληρός). Θα περπατήσω στην παλιά μου γειτονιά να δω αν έχει μείνει τίποτα που να θυμίζει της δικής μου της γενιάς το πέρασμα. Πίνοντας έναν καφέ στην πλατεία Μεταξουργείου μπορεί να κλείσω τα μάτια και να ξαναδώ τη μάνα μου, λίγο πιο κάτω, να ποτίζει τις γλάστρες να πλένει της αυλής τα δίχρωμα πλακάκια και να καταβρέχει το δρόμο. Το απόγευμα θα βγάλει την ψάθινη καρέκλα δίπλα στην είσοδο της μαύρης σιδερένιας εξώπορτας και θα περιμένει τον πατέρα. «Κωστάκη, Γιάννη, νυχτώνει, μαζευτείτε σε λίγο θα έλθει ο μπαμπάς». 

Ξέρω πως ο γιος μου θα θέλει να έλθει μαζί μου. Είχε έλθει την τελευταία φορά. Θα προτιμήσω να πάω μόνος μου στο Νεκροταφείο, στον τάφο της οικογένειας. Για την… ώρα, θαμμένοι εκεί είναι η μάνα κι ο πατέρας μου. Έχω υποσχεθεί να καθαρίσω τα μάρμαρα και να κολλήσω και το κομμάτι από το σταυρό που ήτανε πεσμένο και το μάζεψα. Ένα κερί, όσο θα είμαι εκεί, θα καίει δίπλα μου. Θα περπατήσω και την Πλαταιών. Κάθετος της οδού Πειραιώς στο ύψος της Αγίας Τριάδας, κοντά στο Γκάζι. Να δω το πατρικό της μάνας μου και… δίπλα, συμπτωματικά, το πατρικό της… γυναίκας μου. Να πάρω τον γυναικάδελφό μου, τον Παναγιώτη, να κατηφορίσουμε την Πλαταιών, να πιούμε ένα ούζο γωνία Πλαταιών και Μεγάλου Αλεξάνδρου και να φτάσουμε μέχρι τις γραμμές να δούμε το Φινινή, την Τζερεμού και τη Βασίλω να παίζουν κορώνα γράμματα και να πειράζουν όποιον περάσει και τους στραβοκοιτάξει.

Δεν είναι εύκολα τα μακρινά ταξίδια πια. Γι’ αυτό, όσο βρίσκομαι στο άνθος της τρίτης ηλικίας, που το βάζεις (το άνθος) μπροστά, πίσω ή το κρατάς ακίνητο στη μέση, θα κάνω ό,τι θέλω κι ό,τι μου κατέβει. Τέρμα οι ευγένειες και «τι καλό παππού που έχουμε». 

Αποφασίζω και διπλοαποφασίζω τι θα κάνω για μένα και μόνο για μένα. Οι υπόλοιποι, κάντε τριάδες, καθίστε προσοχή, τώρα στοιχηθείτε και περιμένετε. (Τι σκληρός που είμαι ώρες-ώρες)…