Την περασμένη εβδομάδα, από την στήλη αυτή αναφέρθηκα στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα, με αφορμή το πρόσφατο διεθνές Συνέδριο για τη Δημοκρατία που είχε διοργανωθεί στην Αθήνα.

Δεδομένου ότι στην Αθήνα έκανε την εμφάνισή της η δημοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα, σκέφτηκα πως μπορεί να γίνει αναφορά και στο ελληνικό θέατρο, και συγκεκριμένα στις αρχαίες τραγωδίες που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, οι οποίες παραμένουν ασυναγώνιστες μέχρι τις ημέρες, και αποτελούν ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. 

Δεν είναι μόνο η ποιότητα των αρχαίων τραγωδιών που τις καθιστά απαράμιλλα πνευματικά δημιουργήματα. Είναι και η συμβολή της αθηναϊκής πολιτείας, καθώς και πλούσιων Αθηναίων πολιτών, που έδιναν τη δυνατότητα στους κατοίκους της Αθήνας, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις.

Στα έξοδα για κάθε παράσταση συνέβαλαν και πλούσιοι Αθηναίοι, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως χορηγοί, εκπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις υποχρεώσεις τους προς την πολιτεία.

Όταν τελείωναν οι παραστάσεις, στα καλύτερα έργα δίνονταν βραβεία, πρώτο, δεύτερο και τρίτο, τα οποία ήταν στεφάνια από κισσό, το ιερό φυτό του Διόνυσου.

Είναι σημαντικό να τονισθεί εδώ ότι τα μέλη της κριτικής επιτροπής προέρχονταν από το σώμα των πολιτών στο σύνολό του ύστερα από κλήρο. Με άλλα λόγια, και στην περίπτωση του θεάτρου επικρατούσε το αθηναϊκό ιδεώδες της ισότητας των πολιτών.

Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι τις ημέρες που παρουσιάζονταν τραγωδίες, στην Αθήνα δεν γίνονταν πολιτικές ή δικαστικές συνεδριάσεις, ενώ οι εμπορικές δραστηριότητες σταματούσαν. Αυτό είναι ένδειξη της σημασίας των θεατρικών παραστάσεων.

Σε γενικές γραμμές, οι τραγωδίες απηχούσαν ιστορικά γεγονότα, τις σχέσεις του ανθρώπου με τις υπερκόσμιες δυνάμεις, τα ηθικά διλήμματα, τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία και τον εξουσιαζόμενο.

Οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του διαλόγου. Αυτή τους η πτυχή αντανακλά ένα από το κυριότερα στοιχεία των δημοκρατικών καθεστώτων, καθότι ο διάλογος, δηλαδή η ελεύθερη έκφραση απόψεων, οδηγεί στη λήψη σωστών αποφάσεων.

Παρακολουθώντας τις τραγωδίες, οι Αθηναίοι κατανοούσαν πως ήταν καθαρή αλλοφροσύνη να αποφασίζει κάποιος μόνος του για θέματα που αφορούσαν την πολιτεία, χωρίς να έχει προηγηθεί ένας διαφωτιστικός διάλογος. Οι τραγικοί ποιητές κατόρθωσαν να παγιώσουν στις συνειδήσεις των Αθηναίων τις υψηλές έννοιες της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης.

Στο βιβλίο του «Περί ποιητικής» ο Αριστοτέλης, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδας, έδωσε τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας:

«Εστίν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

Στην νεοελληνική ο παραπάνω ορισμός μπορεί να αποδοθεί ως ακολούθως:

«Είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση πράξης σημαντικής και ολοκληρωμένης, η οποία έχει κάποια διάρκεια, με λόγο ποιητικό, τα μέρη της οποίας διαφέρουν στη φόρμα τους, που παριστάνεται ενεργά και δεν απαγγέλλεται, η οποία προκαλώντας τη συμπάθεια και το φόβο του θεατή τον λυτρώνει από παρόμοια ψυχικά συναισθήματα».

Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό της τραγωδίας, τα παθήματα των κυρίων προσώπων της τραγωδίας προκαλούν το φόβο, τη λύπη και τη συμπάθεια στην ψυχή των θεατών, οι οποίοι ταυτίζουν τον εαυτόν τους με τους πρωταγωνιστές και συμπάσχουν μαζί τους. 

Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η τραγική κάθαρση σηματοδοτεί την ψυχική ανάταση των θεατών σε μια ανώτερη ηθική και πνευματική σφαίρα, καθώς εκτονώνονταν, εξαγνίζονταν, και έφευγαν από το θέατρο με πλήρη συναίσθηση της ιδιότητάς τους ως άνθρωποι και ως ισότιμα μέλη μιας κοινωνίας με δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις.

Όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, οι πολίτες της Αθήνας συναθροίζονταν ουσιαστικά σε τρία μέρη: στην Εκκλησία του Δήμου, η οποία ήταν πολιτική συγκέντρωση, στον Άρειο πάγο, που ήταν δικαστική συγκέντρωση, και στο θέατρο του Διονύσου, μια καθαρά πνευματική και πολιτιστική συγκέντρωση.

Έτσι συνειδητοποιούμε πως μόνο σε μια πραγματικά δημοκρατική πόλη θα μπορούσε να ακμάσει το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Τα δραματικά έργα που ονομάζουμε αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, στην πραγματικότητα είναι αττικές τραγωδίες, εφόσον κανένα από τα σωζόμενα έργα δεν γράφτηκε από τραγικό ποιητή μη Αθηναίο.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι μεγαλύτερες μορφές της αττικής τραγωδίας υπήρξαν ο ‘Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Και οι τρεις, με το μεγαλόπνοο έργο τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη του τραγικού δράματος στην Αθήνα, και υπήρξαν οι κυριότεροι διαμορφωτές του.

Όσο πιο συνοπτικά γίνεται θα αναφερθώ στο έργο των τριών αυτών τραγικών ποιητών.

Αισχύλος

Ο Αισχύλος γεννήθηκε το 525 π.Χ. ή το 524 π. Χ. στην Ελευσίνα. Ήταν Αθηναίος πολίτης που μετείχε στις μάχες κατά των Περσών στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα. Θεωρείται ο πατέρας της τραγωδίας, καθότι εισήγαγε πολλές καινοτομίες στα έργα των προηγούμενων δραματικών, όπως τα πολύπλοκα σκηνικά, τον δεύτερο ηθοποιό, κ.ά. Στα ετήσια Διονύσια κέρδισε το πρώτο βραβείο 28 φορές

Τα έργα του Αισχύλου ξεχωρίζουν για τον μεγαλοπρεπή λυρισμό τους και την τολμηρή ποιητική εικονοποιία τους. Από τα έργα του έχουν διασωθεί 7. Οι καινοτομίες που εφήρμοσε θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής: προσθήκη του δεύτερου υποκριτή (δευτεραγωνιστή), μείωση των χορικών, και τη σύσταση της τριλογίας με ενιαίο περιεχόμενο.

Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από βαθιά θρησκευτικότητα, φαντασία, φιλοπατρία και φιλοσοφική σκέψη. Κατά τον Αριστοτέλη, ο Αισχύλος δημιούργησε την μορφή της τραγωδίας. Οι τραγικοί ήρωες του Αισχύλου εμφανίζονται σε άμεση σύνδεση με το θείο, το πάθημα γίνεται μάθημα. Όταν ο τραγικός ήρωας διαπράττει «ύβριν» τότε επέρχεται και η τιμωρία από τους θεούς. Ωστόσο οι θεοί, κατά τον Αισχύλο, προστάτευαν και όσους εκτελούσαν το καθήκον τους.

Η εισαγωγή του δεύτερου υποκριτή, η ελάττωση των χορικών μερών, η μείωση των ανδρών του Χορού από 50 σε 12 άτομα, η κοινή υπόθεση των τριλογιών και η βελτίωση της χορογραφίας αποτελούν καινοτομίες που είχε εισαγάγει ο Αισχύλος.

Το 455 π.Χ, ο τύραννος της Γέλας στη Σικελία, ελληνική τότε αποικία, είχε καλέσει τον Αισχύλο στην πόλη του για να διοργανώσει παραστάσεις των τραγωδιών του. Μετά από ένα μικρό διάστημα ο Αισχύλος πέθανε στην πόλη εκείνη.

Σοφοκλής

Ο Σοφοκλής γεννήθηκε στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας το 496 π.Χ. Συνδέθηκε στενά με πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως με τον Περικλή, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, και κατέλαβε διάφορα υψηλά αξιώματα στην πολιτική, στις θρησκευτικές λατρείες και στις τέχνες.

Από τις πολλές του τραγωδίες έχουν διασωθεί 7, όπως και στην περίπτωση του Αισχύλου.

Ο Σοφοκλής, δεξιοτέχνης της δραματικής ειρωνείας, δημιούργησε ένα θέατρο εκπληκτικής ποικιλομορφίας, όπου κανένα δράμα δεν μοιάζει με κάποιο άλλο. 

Από τα έργα του Σοφοκλή συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη ευτυχία είναι εύθραυστη, και η γνώση αυτής της τραγικής αλήθειας οφείλει να μας οδηγήσει στη σύνεση και στη συμπόνια. 

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Σοφοκλής παρουσιάζει τους ήρωές του «οίους δει είναι» (όπως πρέπει να είναι), δηλαδή εξιδανικευμένους, σύμφωνα με την ηθική και την αισθητική δεοντολογία. 

Ο Σοφοκλής συμπλήρωσε τις καινοτομίες του Αισχύλου, μειώνοντας τα χορικά και δίνοντας μεγαλύτερη έκταση στα διαλογικά μέρη της τραγωδίας. 

Οι τραγωδίες του Σοφοκλή ξεχωρίζουν για την αρχιτεκτονική τους δομή και για την ηθογραφία των χαρακτήρων τους. Πέθανε το 406 π.Χ. σε ηλικία ενενήντα ετών.

Ευριπίδης

Ο Ευριπίδης γεννήθηκε στην Σαλαμίνα, γύρω στο 480 με 485 π. Χ. Από τα έργα του έχουν σωθεί 19 δράματα. Στα έργα του δημιούργησε νέες πλοκές, ανανέωσε τους παραδοσιακούς μύθους, και εισήγαγε στοιχεία ρεαλισμού.

Σε αντίθεση με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, που ο μεν παρουσίαζε τα πράγματα όπως ήταν στο παρελθόν, ο δε όπως θα έπρεπε να είναι στο μέλλον, ο Ευριπίδης στα έργα του αναπαρίστανε τη νοοτροπία και τα γεγονότα της εποχής του.

Ο Ευριπίδης θεωρήθηκε ο τραγικότατος των δραματικών ποιητών και ονομάστηκε «από σκηνής φιλόσοφος», καθώς ανέλυε τα πολιτικά και ηθικά προβλήματα του καιρού του με φιλοσοφική διάθεση και ορθολογισμό. Στις τραγωδίες του εισήγαγε τον «από μηχανής θεό», όταν η εξέλιξη της πλοκής δεν οδηγούσε σε κάποια λύση.

Προσκεκλημένος από τον βασιλιά της Πέλλας Αρχέλαο διοργάνωσε στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας παραστάσεις τραγωδιών. Εκεί πέθανε το 406 π.Χ.

Αυτά, όσο πιο συνοπτικά μπορούσε να γίνει, για τη δημιουργία και εξέλιξη της τραγωδίας στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, και για τους τρεις δραματικούς ποιητές, τα έργα των οποίων κατατάσσονται μεταξύ των αριστουργημάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.