Είχα υποσχεθεί να μιλήσω για τα συσσίτια της Εκκλησίας στην Αθήνα που, απ’ ό,τι αναφέρθηκε, φροντίζει για το φαγητό των αναξιοπαθούντων Ελλήνων της περιοχής. Με τα συσσίτια της Εκκλησίας θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι κολοσσιαίο το έργο που γίνεται, καθημερινώς και χιλιάδες κόσμος βρίσκει ένα ζεστό πιάτο φαγητό, ένα κομμάτι ψωμί και μια ανθρώπινη ζεστασιά. Πιστεύω ότι αν κάποιος μπορούσε να περιγράψει αυτούς που τρώνε στο συσσίτιο, θα μπορούσε να γράψει ένα αριστούργημα. Θα μπορούσε ν’ αρχίσει απ’ αυτόν που τρώει γρήγορα μήπως και προλάβει και σταθεί στην ουρά για λίγο περίσσευμα, γι’ αυτόν που κρύβει στην τσέπη το ψωμί, για να έχει κάτι για το βράδυ και να γράψει πολλά για τη γριούλα που τρώει σκυφτή, αμίλητη και… κλαίει. 

Είχα πει ότι θα μιλούσα για τους ζητιάνους της Αθήνας. Ντρέπομαι γιατί ζητιάνους έχουμε και στη Μελβούρνη, στο κέντρο της πρωτεύουσας μιας πλούσιας Πολιτείας, μιας πλούσιας χώρας. Για τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τα θέατρα, τις βιβλιοπαρουσιάσεις, δεν θα ήμουν υπερβολικός αν σας έλεγα ότι στην Αυστραλία ολόκληρη δεν έχουμε ούτε τα μισά να παρουσιάσουμε απ’ αυτά που παρουσιάζουν οι Έλληνες στις μεγαλουπόλεις, αλλά και σε μικρές πόλεις της υπόλοιπης ηπειρωτικής και νησιώτικης Ελλάδας. 

Μου έκανε τρομερή εντύπωση η ποιότητα των θεατρικών έργων και η πολύ χαμηλή τιμή εισιτηρίου που φτάνει και τα 5 ευρώ. Ο Έλληνας και ο πιο φτωχός, θα τα βρει τα πέντε για να γλυκάνει τη φτώχια του και να ξεφύγει για λίγο απ’ τη μιζέρια του. 

Είχα υποσχεθεί να σας μιλήσω και για τη… σκοτσέζικη φούστα που φόρεσα και έδωσα απάντηση στα ερωτήματα πώς οι Σκοτσέζοι δεν κρυώνουν και δεν παθαίνουν… μητρικά ή πατρικά, τι είδους εσώρουχο πάει με τη φούστα και όλες τις άλλες σχετικές πληροφορίες και απορίες. Επειδή είναι σοβαρό το θέμα και αφού συγκεντρώσω όλα τα στοιχεία που χρειάζομαι, θα επανέλθω για το θέμα της φούστας στο εγγύς μέλλον.

Ξέρετε ποια, μικρή κατηγορία Ελλήνων περνούν καλά στην Ελλάδα; Οι δικοί μας. Οι ομογενείς που πήραν τη σύνταξή τους και επέστρεψαν στην πατρίδα. Σε ένα από τα θέατρα που έτυχε, στα πεταχτά, να πάω μια καθημερινή, λαϊκή απογευματινή που λέμε, συνάντησα τον Γιώργο και την Στέλλα. Αγκαλιές, φιλιά, συγκίνηση και έκπληξη. 

Αφού με λίγες λέξεις του είπα, όσα θυμόμουν από τα νέα της παροικίας, διαπίστωσα ότι τα περισσότερα τα ήξερε καλύτερα από μένα. Προσπάθησα να τον ενημερώσω γι’ αυτούς που μας είχαν αφήσει χρόνους, αλλά και στο σημείο των θανόντων… μ’ έσκισε. Τον άφησα να δώσει την παραγγελία στο γκαρσόνι -που το ήξερε- και πίνοντας το ποτό μας τον παρακάλεσα να μου πει πώς αποφάσισε και πώς βρίσκει τη μόνιμη επιστροφή στην Ελλάδα. «Μένουμε λίγο έξω από την Κόρινθο. Το σπίτι της Στέλλας, το πατρικό κοντά στη θάλασσα, κτισμένο σε δύο στρέμματα οικόπεδο. Ο πεθερός μου λάτρευε τον μπαξέ του και του υποσχέθηκα ότι θα τον κρατήσω έτσι όπως τον αφήνει και ότι η κόρη του θα το γράψει στον γιο μας για να συνεχίσει την παράδοση. Φέξε μου και γλίστρησα. 

Φύγαμε μόλις ο γιος μας παντρεύτηκε την Αγγλίδα και τον πήρε μαζί της στο Λονδίνο. Έρχονται το καλοκαίρι φέρνουν και την εγγονή μας που έχει (και καμαρώνει ο ανόητος ο γιος μας) το όνομα της… γιαγιάς της Βανέσα-Στέλλα και την φωνάζουν… Βανέσα. Το Στέλλα το έβαλαν τσόντα για να μας παραμυθιάσουν. Κούνια που τους κούναγε. 

Και με τον προαστιακό μπορούμε να πάμε στην Κόρινθο και με τέσσερα ευρώ ένα ταξί και στο σπίτι. Έχουμε κι ένα αυτοκινητάκι και πηγαινοερχόμαστε όπως απόψε. Το παρκάρω στο σπίτι ενός φίλου, στο Θησείο και μόλις τελειώσουμε απ’ όπου πάμε, το καρούλι μας και σε μία ώρα, σιγά-σιγά, στο σπίτι. Θα πάρεις τη κυρά και θα έλθεις. Αν δεν έλθεις θα παρεξηγηθώ. Θα θυμώσουμε. Θα πει ότι δεν μας καταδέχεστε. 

Εκατόν ογδόντα μπάνια έκανα το καλοκαίρι. Αν πέσει καλή ημέρα ακόμη μπαίνω στη θάλασσα. Άλλαξε ο καιρός. Πέρυσι έκανα και τον Οκτώβρη μπάνιο. Κάθε ημέρα. 

Έχω και μια βαρκούλα, με μηχανή. Ανοίγομαι λιγάκι και κάτι βγάζω. Ο τυχερός Αυστραλός μ’ έχουν βαφτίσει οι ντόπιοι που δεν ξέρουν ούτε να δολώσουν. Να, ρώτησε την Στέλλα. Ψάρι μέχρι τώρα δεν έχουμε αγοράσει. Χταπόδι, καλαμαράκι, ναι. Ψάρι μόνο ό,τι βγάζω. Θα στα πω με λεπτομέρειες όταν θα έλθετε. 

Στην ανάγκη να έλθω να σας πάρω από την Γλυφάδα, την Κηφισιά απ’ όπου θέλεις. Για μένα Κωνσταντή, άκου με τη σειρά: η γυναίκα μου, ο γιος μας, η εγγονή μας, η θάλασσα, ο κήπος μας, η ζωή μας. Η όμορφη ήσυχη ζωή μας. Τα λεφτά φτάνουν, τους γιατρούς μας τους έχουμε, τη ζωή μας την ήσυχη, την όμορφη κι’ ό,τι είναι να έλθει καλώς να ορίσει. Το μεγαλείο του σπιτιού της Μελβούρνης το έφερα μαζί μου και το πέταξα στο πηγάδι του μπαξέ. Τηλεφώνησέ μου να βρεθούμε, να τα πούμε, να τα πιούμε, να χαρούμε, να θυμηθούμε τη κουρασμένη μας ζωή στην όμορφη Μελβούρνη».