Δεν αμφιβάλλω ότι σε κάθε τόπο υπάρχει μια κάποια διαφορά στο τρόπο ζωής. Δεν αναφέρομαι μόνο στην πατρίδα μας, τη πατρίδα που αφήσαμε, αλλά σε κάθε τόπο, σε κάθε γωνιά της γης. Ακόμη και στον τόπο που ζούμε, σ’ αυτόν που μεγάλωσαν τα παιδιά μας, από πολιτεία σε πολιτεία και από πόλη σε πόλη, άλλες συνήθειες, άλλος τρόπος ζωής. Εκείνα τα χρόνια, τα δικά μου, τα εφηβικά, στην Αθήνα, ένας απλός τρόπος ζωής, αυτός της δεκαετίας του ’50 και ’60 που δεν είχε σχέση, καμία, μα καμία, με τις μετέπειτα. 

Καμιά φορά σας κουράζω με την Αθήνα, μια πόλη που αγάπησα υπερβολικά, μια πόλη που ξέρω καλά. Από τους γνωστούς που εμφανίζονται στην εφημερίδα με επιστολές ο κ. Βαβάκης αναφέρεται συχνά στην Αθήνα και φαίνεται πως την ξέρει καλά και την αγαπάει. Για να χαρείς την Αθήνα, ημέρα και νύχτα πρέπει να την ξέρεις. Εκείνα τα χρόνια, στα δεκαεπτά μας, λίγο πριν και κάτι λίγο μετά, διασκεδάζαμε εύκολα, απλά, όμορφα. Θυμάμαι τη συντροφιά μας, πέντε- έξη από εμάς, στο καφενείο της γειτονιάς, άλλος με μια λεμονάδα κι άλλος με ένα φτωχό ουζάκι, γελάγαμε με το τίποτα και πειράζαμε ο ένας τον άλλο. 

Ο Τάκης «ο πονοκέφαλος», τον είχαμε βαπτίσει πονοκέφαλο γιατί έπαιζε στη κιθάρα μόνο ένα κομμάτι, το ίδιο και το ίδιο και σ’ έπιανε… πονοκέφαλος να τον ακούς. Έτσι καθισμένοι στο καφενείο, οι τέσσερεις μας, κάποιος ρώτησε για τον Τάκη που δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. «Που είναι ρε παιδιά ο κιθαρίστας μας;». 

«Αυτός δεν είναι κιθαρίστας, για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Αυτός είναι σκέτος πονοκέφαλος.» «Παίξε κάτι ρε. Τάκη» κάναμε πως τον παρακαλούσαμε. «Δεν μπορώ είμαι πτώμα. Κάνω πρόβες για κάτι μεγάλο κι’ έχουν πιαστεί τα δάχτυλά μου».

«Έλα ρε. Τάκη. ένα κομματάκι για τους φίλους σου. Μόνο ένα». Έπαιρνε ύφος, βούταγε τη κιθάρα από τη διπλανή καρέκλα και, με ύφος Ισπανού βιρτουόζου κιθαρίστα, γρατζούναγε τις χορδές και τραγούδαγε: «Τι παθαίνω σαν σε βλέπω να γελάς, τι παθαίνω όταν βρίσκεσαι κοντά μου… ». Τριακόσιες φορές να του ζήταγες να τραγουδήσει και τις τριακόσιες, με ύφος, το ίδιο τραγούδι θα έλεγε. Πονοκέφαλος σκέτος. Θυμάμαι και είμαι σίγουρος πως και εσείς αν ξεδιπλώσετε τις αναμνήσεις των νεανικών σας χρόνων, θα βρείτε περιστατικά, θα θυμηθείτε φίλες και φίλους, στιγμές λίγες αλλά απλές και όμορφες, ανεξίτηλες. Στη μικρή γειτονιά, στη ζεστή φιλική συντροφιά μας, έγινε ιστορία και αιτία για πειράγματα, η περίπτωση του Βασίλη. Ο Βασιλάκης μας ήλθε προ τριετίας από την επαρχία για να πάει στο φανοποιείο του θείου του, να γίνει τεχνίτης φανοποιός και να γυρίσει στη πρωτεύουσα του Νομού του, ν’ ανοίξει συνεργείο να επισκευάζει τ’ αυτοκίνητα που την περίοδο του ’60 άρχισαν να αυξάνουν οξύμωρα προς τη μείωση του πληθυσμού των επαρχιακών μεγαλουπόλεων. 

Μόλις ενεφανίσθη ο Βασιλάκης στη γειτονιά μας, εμείς απλώσαμε τα πλοκάμια της κατασκοπίας και μάθαμε πως ο Βασιλάκης δεν είχε έλθει εις τας Αθήνας για να εκπαιδευθεί ως φανοποιός, αλλά γιατί είχε, σε διάστημα τριών ετών, αρραβωνιαστεί τέσσερεις φορές και τον κυνηγούσαν αρραβωνιαστικιές, πατεράδες, αδέλφια και άλλοι συγγενείς της περιοχής. Την εποχή εκείνη για πολλούς ο… αρραβώνας ήταν μια κάποια λύση.

«Ήλθα να ζητήσω την χείρα της κόρης σας. Ξέρετε έχω υποχρεώσεις. Θα παντρέψω, σαν καλός αδελφός και τίμιο παλικάρι, πρώτα την αδελφή μου (σύμφωνα με τις πληροφορίες μας δεν είχε αδελφή) και μετά θα ενωθούμε με τα δεσμά του γάμου με την κόρη σας την οποίαν αγαπώ σφόδρα. Μέχρι τότε όμως θα ήθελα να περάσουμε τα δαχτυλίδια των αρραβώνων, γιατί δεν θέλω να εκτεθεί το κορίτσι σας και η ευυπόληπτος οικογένειά σας». 

Με τέτοια κόλπα, ο Βασιλάκης, που έτυχε να είναι και ομορφούλης, έμπαινε στο ευυπόληπτο σπίτι της μνηστής, έτρωγε, έπινε, τον είχαν στα όπα-όπα και έμενε μέχρι αργά στο… δωμάτιο της κοπέλας για να «συζητήσουν»… λεπτομέρειες του… μέλλοντος. Ένας αρραβώνας, την εποχή εκείνη του 60, μπορούσε να διαλυθεί ευκολότερα από έναν γάμο. Στο κάτω- κάτω αρραβώνας σημαίνει δοκιμή. Κατά την εποχή εκείνη ζητούσες το χέρι της αγαπημένης σου και οι κακόμοιροι γονείς που ήθελαν να αποκαταστήσουν τα κορίτσια τους, δεχόντουσαν τον ουρανοκατέβατο γαμπρό σαν το μάνα εξ ουρανού. Να δαχτυλίδια, να δώρα, τον καλύτερο μεζέ, να καλοπέραση για το παιδί που θα γίνει σε λίγο άνδρας του κοριτσιού μας και θα μας χαρίσει και εγγονάκια. Του Βασιλάκη, του εκπαιδευόμενου φανοποιού και φρέσκο-φερμένου στη «κλειστή» γειτονιά μας, απ’ ότι μάθαμε, του «κάθισαν» οι δύο αρραβώνες που την έβγαλε καθαρή γιατί έβαλε τις…μνηστές να πούνε ότι δεν τον θέλουν γιατί… «αφού τώρα που είμαστε αρραβωνιασμένοι μου κάνει τη ζωή μου μαύρη κι’ άραχλη, φαντάσου να βάλουμε στεφάνι… ». Στην τρίτη μνηστή έφαγε το ξύλο της αρκούδας από τον μεγάλο αδελφό της νύφης και στην τέταρτη, που έτυχε ο μπαμπάς της μνηστής να είναι… χασάπης, έφυγε από την πρωτεύουσα του νομού με τρεις περιποιημένες μαχαιριές στο… κόρφο.