Με την επίσκεψη του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κ. Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, στην Ελλάδα στις 10 Οκτωβρίου 2018, και με τις συζητήσεις που είχε με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο, και τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ήρθε στην επικαιρότητα το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων για τις καταστροφές που προξένησαν τα γερμανικά στρατεύματα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941 – 1944, καθώς και για το κατοχικό δάνειο.

Σε δείπνο που παρέθεσε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης στον κ. Β. Σταϊνμάγερ και στην σύζυγό του στο Προεδρικό Μέγαρο, καλωσόρισε τους υψηλούς επισκέπτες, και έκανε λόγο για έναν πραγματικό φίλο της Ελλάδας, καθώς και μια κορυφαία προσωπικότητα, η οποία έχει υπερβεί τα όρια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, και έχει κατακτήσει την ευρωπαϊκή και την διεθνή αναγνώριση και καταξίωση.

Όμως ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος, ευθαρσώς, και χωρίς περιστροφές και υπονοούμενα, αναφέρθηκε και στις γερμανικές αποζημιώσεις.

Η εφημερίδα Η Καθημερινή, σε σχετικό της δημοσίευμα στις 10/10/18, έγραψε τα ακόλουθα για το θέμα αυτό:

«Νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες χαρακτήρισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, τις απαιτήσεις της Ελλάδας που αφορούν το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις της εποχής της κατοχής, κατά την προσφώνησή του στο επίσημο δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ και της συζύγου του, στο Προεδρικό Μέγαρο».

Επιπρόσθετα, ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε ότι τις απαιτήσεις για τις αποζημιώσεις η Ελλάδα δεν τις διεκδικεί μονομερώς και αυθαιρέτως, αλλά αντιθέτως τις εντάσσει στο πλαίσιο του κοινού διεθνούς και ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.

Με τις αναφορές του κ. Παυλόπουλου στη συνάντηση με τον Γερμανό ομόλογό του το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων επανήλθε στην επικαιρότητα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας.

Στην δική του ομιλία ο κ. Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ δεν σχολίασε την αναφορά του κ. Παυλόπουλου στο κατοχικό δάνειο και στις πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά αναφέρθηκε στις πιέσεις που δέχεται η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια από προσφυγικά ρεύματα από τη Μέση Ανατολή, και στον ανθρωπιστικό τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζει.

Επίσης, έκανε αναφορά στις ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας, και τόνισε πως «Είναι ακριβώς αυτές οι διαπροσωπικές σχέσεις οι οποίες είναι σημαντικές για τις χώρες μας, αλλά ιδίως για το μέλλον της Ευρώπης».

Οι γερμανικές εφημερίδες δημοσίευσαν εκτενείς αναφορές για την επίσκεψη του Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ στην Ελλάδα.

Ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων έκανε η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, σε ανταπόκριση από την Αθήνα με τίτλο ‘Συγγνώμη’, και με φωτογραφία του Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ να καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Μεταξύ άλλων, η εν λόγω εφημερίδα ανέφερε και τα ακόλουθα:

{…} 74 χρόνια μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ ζήτησε στην Αθήνα συγγνώμη για τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί στο όνομα της Γερμανίας, όπως είχε κάνει και ο προκάτοχός του Γιόαχιμ Γκάουκ.

{…} Την Πέμπτη ο Σταϊνμάγερ επισκέφθηκε το παλαιό (ναζιστικό) στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι, κοντά στην Αθήνα. Στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν πρέπει να ξεχαστεί η ηθική και πολιτική ενοχή που έχουν επωμιστεί οι Γερμανοί», εφημερίδα Τα Νέα, 11/10/18.

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ

Τις πρώτες δεκαετίες μετά την γερμανική κατοχή, αν και δεν υπήρξε παραίτηση της Ελλάδας από τις απαράγραπτες αξιώσεις της για τις αποζημιώσεις, η ελληνική οικονομία, εξαρτημένη καθώς ήταν σε μεγάλο βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κύριο μέλος της οποίας είναι η Γερμανία, οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν διεκδίκησαν σθεναρά τις γερμανικές αποζημιώσεις και την πληρωμή του δανείου που η Γερμανία είχε πάρει από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής, και το οποίο δεν αμφισβητεί.

Πριν από 4 χρόνια, και συγκεκριμένα το 2014, από το Γενικό Λογιστήριο της Ελλάδας συγκροτήθηκε μια Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τις Γερμανικές Οφειλές. Η Επιτροπή εκείνη εργάστηκε συστηματικά για επτά μήνες και ανακάλυψε σε υπόγεια, καθώς και σε ξεχασμένα και φθαρμένα αρχεία, 50.000 έγγραφα από το Υπουργείο Εξωτερικών, από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, καθώς και από το Νομικό Λογιστήριο του Κράτους, τα οποία αναφέρονται σε διάφορες πτυχές των γερμανικών αποζημιώσεων, καθώς και στο κατοχικό δάνειο. Επίσης, το Υπουργείο Πολιτισμού κατέγραψε όλες τις καταστροφές και τις αρπαγές που είχαν γίνει κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Έτσι, για πρώτη φορά το κράτος, βασιζόμενο σε εκείνα τα στοιχεία, και ακολουθώντας ένα οικονομικό μοντέλο υπολογισμού, κατάφερε να υπολογίσει το ποσό που η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει, το οποίο ανέρχεται στα 309 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αλλά και μετά από τη σύνταξη της προαναφερθείσας έκθεσης η Ελληνική Κυβέρνηση, για ένα διάστημα που η ελληνική οικονομία εξαρτιόταν από τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχυρότερο μέλος της οποίας είναι η Γερμανία, δεν ανακίνησε το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.

Τώρα όμως, σύμφωνα με τo εβδομαδιαίο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, η Αθήνα αναλαμβάνει σχετικές πρωτοβουλίες. Έτσι, τις τελευταίες ημέρες οι γερμανικές αποζημιώσεις επανήλθαν στην επικαιρότητα με την επίσκεψη του Προέδρου της Γερμανίας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ στην Ελλάδα, και με τις συνομιλίες που είχε με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο.

Όμως, σύμφωνα με δηλώσεις του Στέφεν Ζάιμπερτ, κυβερνητικού εκπροσώπου της Γερμανίας, «νομικά και πολιτικά οριστικά ρυθμισμένο» θεωρεί η γερμανική κυβέρνηση το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα, και ότι η θέση αυτή δεν έχει αλλάξει.

Απαντώντας σε ερώτηση Πολωνού δημοσιογράφου σχετικά με τις απόψεις της γερμανικής κυβέρνησης, ενόψει της διατύπωσης νέων αξιώσεων από την ελληνική πλευρά, ο κ. Ζάιμπερτ δήλωσε:

«Έχουμε συζητήσει αυτό το θέμα πραγματικά πολλές φορές. Η θέση μας είναι ότι το ζήτημα γερμανικών επανορθώσεων έχει νομικά και πολιτικά οριστικά ρυθμιστεί. Σε αυτήν τη θέση δεν έχει αλλάξει κάτι. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει καμία επίσημη κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης».

Είναι γεγονός ότι η Γερμανία θέλει να αποφύγει να δημιουργηθεί νομικό προηγούμενο με την περίπτωση της Ελλάδας. Εάν η ελληνική πλευρά δικαιωθεί, δεκάδες άλλες χώρες ενδέχεται να προβούν σε παρόμοιες διεκδικήσεις.

Για παράδειγμα, και στην Πολωνία καταβάλλονται προσπάθειες για διεκδίκηση επανορθώσεων. Συγκεκριμένα, η πολωνική επιτροπή διεκδίκησης αποζημιώσεων εκτιμά το ύψος των γερμανικών οφειλών ότι ανέρχεται σε 740 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας η ελληνική Βουλή αναμένεται εντός του Νοεμβρίου να επικυρώσει το ποσό των αποζημιώσεων που αρχικά υπολογίστηκε στα 270 δισεκατομμύρια ευρώ, και το κατοχικό δάνειο στα 10 εκατομμύρια ευρώ. Όμως η διακομματική επιτροπή της Βουλής με πρόσφατο πόρισμά της ανεβάζει το συνολικό ποσό στα 309 δισεκατομμύρια ευρώ.

Δεδομένου ότι το μέγεθος των διεκδικούμενων αποζημιώσεων είναι ανάλογο με το ελληνικό χρέος, που κυμαίνεται γύρω στα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, η Ελληνική Κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να θέσει το αίτημά της το συντομότερο δυνατό στην Κυβέρνηση της Γερμανίας.

Επιπλέον, η νομική βάση των ελληνικών διεκδικήσεων στηρίζεται στο γεγονός ότι ουδέποτε διαγράφηκαν οι γερμανικές οφειλές προς άλλες χώρες. Απλώς, οι διεκδικήσεις είχαν τεθεί προσωρινά σε αναστολή μέχρι την επανένωση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, και με την τελική υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την ενωμένη Γερμανία το 1990.

Μετά το καλοκαίρι του 2018 και την τυπική έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, φαίνεται ότι το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα. Όμως η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται τη συναίνεση των δανειστών, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, για διάφορα οικονομικά ζητήματα. Εξ ου και το δίλημμα που αντιμετωπίζει η Ελληνική Κυβέρνηση.

Παρόλα αυτά, όλες οι ενδείξεις τείνουν προς την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η Ελληνική Κυβέρνηση έχει ήδη αποφασίσει να προβεί στην υποβολή αιτήματος στην Γερμανία για την πληρωμή των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, και ότι πιθανόν θα το υποβάλει κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου.

Ας ελπίσουμε στην αίσια διευθέτηση του δίκαιου αιτήματος της Ελληνικής Κυβέρνησης, καθότι στηρίζεται σε αδιάψευστα ιστορικά και οικονομικά στοιχεία, και θα θέσει τέρμα σε μια εκκρεμότητα που διάρκεσε πάνω από επτά δεκαετίες.