Όταν κάποιος έχει οφειλές (π.χ. σε τράπεζα, ή σε έμπορο, προμηθευτή ή οιονδήποτε με τον οποίο γενικώς συναλλάσσεται) και προβεί σε μεταβίβαση ακινήτων του, διατρέχει τον κίνδυνο να ακυρωθεί η μεταβίβαση αυτή είτε ως εικονική, είτε ως καταδολιευτική, δηλαδή ότι έγινε όχι διότι πραγματικά οι συμβαλλόμενοι ήθελαν την μεταβίβαση ώστε το ακίνητο να αλλάξει πράγματι ιδιοκτήτη, αλλά διότι αυτός που χρώσταγε, πούλησε ή δώρισε το ή τα ακίνητά του, για να αποφύγει τον κίνδυνο ο δανειστής του να μπορέσει με δικαστική απόφαση και αναγκαστική εκτέλεση να εισπράξει την αξίωσή του.

Στην υπ’ αριθ. 574/2016 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών έκρινε υπόθεση στην οποία η τράπεζα ζήτησε με αγωγή την ακύρωση δύο μεταβιβάσεων από μία οφειλέτη της τράπεζας, προς τις δύο κόρες της. Η οφειλέτης είχε αλληλόχρεο λογαριασμό με υπόλοιπο οφειλής προς την τράπεζα περίπου 26.000 ευρώ. Πριν κλείσει ο λογαριασμός η οφειλέτης προέβη σε δύο μεταβιβάσεις ακινήτων της, μία με γονική παροχή, δηλαδή δωρεά προς την μία κόρη της ενός ακινήτου και μία δεύτερη, πώληση αυτή την φορά, ενός άλλου ακινήτου της, προς την δεύτερη κόρη της. Η τράπεζα ισχυρίσθηκε στην αγωγή της ότι αμφότερες οι μεταβιβάσεις των ακινήτων ήταν εικονικές, ότι δηλ. η πραγματική βούληση των μερών δεν ήταν τα ακίνητα να φύγουν από την ιδιοκτησία της μητέρας – οφειλέτου, αλλά να παρακαμφθεί η τράπεζα, εάν εκινείτο νομικά για κατάσχεση των ακινήτων και κατά συνέπεια έπρεπε να ακυρωθούν. Επικουρικώς, η τράπεζα ισχυρίσθηκε ότι οι μεταβιβάσεις ήταν καταδολιευτικές, δηλαδή ότι έγιναν με σκοπό να μην υπάρχει περιουσία στο όνομα της οφειλέτου ώστε να μην μπορέσει η τράπεζα να εισπράξει τις αξιώσεις της.

Το δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις, τα έγγραφα και τις μαρτυρικές καταθέσεις και έκρινε κατ’ αρχάς ότι η επικουρική βάση της αγωγής της τράπεζας ήταν αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί, διότι η αγωγή ανέφερε μεν την αξία των ακινήτων κατά τον χρόνο της συντάξεως των δύο συμβολαιογραφικών πράξεων (2007 και 2008), δεν προσδιόριζε όμως την αξία τους κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ήτοι το 2012.

Αναφορικώς με την κύρια βάση της αγωγής (εικονικότητα) το δικαστήριο έκρινε ότι η μεταβίβαση των ακινήτων και στις δύο περιπτώσεις, τόσο δηλ. της γονικής παροχής, όσο και της πωλήσεως, ήταν αληθής και όχι φαινομενική και ψεύτικη, διότι η βούληση των μερών ήταν πράγματι να μεταβιβασθεί το καθένα εκ των δύο ακινήτων προς τα τέκνα της οφειλέτου. Στην κρίση αυτή προέβη το Πρωτοδικείο με βάση σειρά πραγματικών περιστατικών, όπως οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η γονική παροχή για να βοηθηθεί στην ζωή της η 20χρονη κόρη της οφειλέτου, αλλά και από το ότι στην δεύτερη μεταβίβαση (πώληση), η δεύτερη κόρη είχε λάβει δάνειο από τράπεζα με προσημείωση υποθήκης στο ακίνητο, για να μπορέσει να εξοφλήσει την μητέρα της που της πούλησε το ακίνητο. Για τους λόγους αυτούς το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της τράπεζας και επικύρωσε την εγκυρότητα της μεταβίβασης των δύο ακινήτων.

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws.www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr