Πήγα στο θέατρο το περασμένο Σάββατο. Κάθε φορά που πάω σε κάποιο θέατρο, εδώ ή στην Ελλάδα, θυμάμαι τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο ηθοποιό Δημήτρη Χορν που έλεγε: «Όλοι οι κακοί ηθοποιοί και οι κακόψυχοι δημοσιογράφοι έχουν γίνει καλοί κριτικοί θεάτρου».

Ξεκαθαρίζω, πριν αρχίσω, ότι δεν είμαι, κατ’ επάγγελμα κριτικός θεάτρου και δεν είμαι ούτε κακός ηθοποιός ούτε κακόψυχος δημοσιογράφος. Είμαι απλά, ένας από τους λάτρεις αυτής της τέχνης και στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα σας πω τη γνώμη μου, ως θεατής που ξέρει από θέατρο, για το «Βάφ’ τα μαύρα».

Έναν περίπατο θα κάνουμε μαζί και θα σας ξεναγήσω. Πριν, όμως, ξεκινήσω, ως εισαγωγή, λίγα θα πω παρμένα από το «Σημείωμα του Σκηνοθέτη», του Θανάση Μακρυγιώργου, σημείωμα επεξηγηματικό, κατατοπιστικό, αντικειμενικό και γεμάτο παράπονο: «ΒΑΦ’ ΤΑ ΜΑΥΡΑ», η καινούργια κωμωδία των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα που συγχρόνως παίζεται στην Αθήνα στο Θέατρο Λαμπέτη, με μεγάλη επιτυχία. Για πολλά χρόνια ο ΘΙΑΣΟΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑ, σε μια υποδειγματική συνεργασία με τους δύο εκλεκτούς συγγραφείς, έχει παρουσιάσει, κατ’ αποκλειστικότητα, όλα σχεδόν τα έργα τους, στο ελληνόφωνο κοινό της Αυστραλίας».

Εδώ ο κ. Μακρυγιώργος αναφέρει τα ονόματα των θεατρικών έργων (7 τον αριθμό) των εκλεκτών και καταξιωμένων συγγραφέων, που παρουσιάσθηκαν τα περασμένα χρόνια από το ΘΙΑΣΟ ΠΑΡΟΙΚΙΑ στους Έλληνες της Αυστραλίας.

Στο ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, που βρίσκεται στη δεύτερη σελίδα του προγράμματος που το προσφέρουν στην είσοδο του όμορφου θεάτρου, υπάρχει μια περιληπτική άμα δε και περιεκτική αναφορά του σκηνοθέτη, που… σπούδασε το έργο που μας παρουσιάζει, στην υπόθεση του έργου. Διαβάστε την: «Έχουμε μια σύγχρονη και άμεση κωμωδία, με αναφορά στην Ελλάδα και την Κύπρο στην βαθιά τους κρίση, με όλα τα γνωστά αποτελέσματα και τις αλλαγές στον κοινωνικό τους ιστό. Από την «ανάπτυξη» και τον «εκσυγχρονισμό» την ανεξάντλητη και μακάρια κατανάλωση, της δεκαετίας του 90 στην πτώχευση, την κρίση και τα μνημόνια του σήμερα. Είναι απαισιόδοξη κωμωδία; Καθόλου, είναι μια κωμωδία. Και κωμωδία σημαίνει διαστολή, μεγέθυνση των ανθρωπίνων ελαττωμάτων. Είναι ένας μεγεθυντικός φακός. Ένας καθρέφτης που πρέπει να αντικρίσουμε κατάματα, όσο άσχημο κι αν είναι το είδωλό μας επάνω του. Να το αποδεχτούμε και να το ξορκίσουμε, μπας και δούμε άσπρη μέρα». Και τώρα η σειρά μου.

Έχω και άλλα συνταρακτικά να σας πω και ν’ αντιγράψω από το σημείωμα του σκηνοθέτη, αλλά καλύτερα να τα διαβάσετε με προσοχή όταν γυρίσετε στο σπίτι σας από το θέατρο. Πάμε: Η σκηνή παρουσιάζει ένα φέρετρο, στο σαλόνι του σπιτιού, μερικές (όμορφες) κυρίες μαυροφορεμένες, έναν στεναχωρημένο κύριο κι έναν… χαζούλη (χαζό είναι το μάτι μας) από το γραφείο τελετών, τον Κυριάκο (Θανάση Μακρυγιώργο) που με το χαζό υφάκι, δουλεύει τους θλιμμένους συγγενείς και… θεατές.

Χάσαμε τα κλειδιά για ν’ ακουμπήσουμε το φέρετρο εκεί που έπρεπε, το φέραμε προσωρινά στο σπίτι και ο υπάλληλος του γραφείου τελετών σπεύδει, φεύγει, να βρει το κλειδί για να γίνει κανονικά, η διαδικασία της ιδιόρρυθμης ταφής. Ο νεκρός, ηλικιωμένος, πρώην ζωηρός και τώρα ξερός είχε πρώην σύζυγο (Βάσω Φαραίς) που, πολύ θλιμμένη, ήλθε να δει και ν’ ακούσει για τα της περιουσίας του ευκατάστατου μακαρίτη, πρώην συζύγου της, και να συμπαρασταθεί στον θλιμμένο γιο της (Χρήστο Κουτέ) και γιο του ζωηρούλη που βρίσκεται στην κάσα από… μαόνι.

Η δεύτερη γυναίκα του μακαρίτη, η εκ Κύπρου καταγόμενη, δίμετρη, κυρία Ελλάδα (Μαριάνθη Μακαρίου), θλιμμένη αλλά ψύχραιμη έχει δίπλα την κόρη της Χρυστάλω (Ελένη Αρματά) και τον σοβαρό και θλιμμένο γαμπρό της, σύζυγο της Χρυστάλως, τον κ. Νότη (Σταύρο Αρμπερόρη).

Ξέχασα να σας πω ότι ο μακαρίτης είχε και γκόμενα (όλοι οι ηλικιωμένοι, πριν γίνουν μακαρίτες έχουν και γκόμενα, την λένε και γραμματέα, ιδίως αν τύχει και έχουν λεφτά.) Εμφανίζεται η ευειδής, με ωραία πόδια… Βιβή (Φαίη Ηλιοπούλου) να κλάψει τον αγαπημένο της και να διεκδικήσει και κάποιο ποσό για τις δύσκολες υπηρεσίες που πρόσφερε. Τι θα γίνει; Η περιουσία δεν πρέπει να μοιραστεί στα τρία. Να «φάμε» έναν; Ποίον; Ιδού η απορία.

Να δικαιολογήσουμε τον Νότη που από τη στεναχώρια του την «πέφτει» στην… ώριμη κυρία…. και κινδυνεύει να χάσει το… μανούλι που έχει παντρευτεί; Πώς έγινε η κάσα που είχε μέσα τον μακαρίτη Θανάση να ισχυρίζονται ορισμένοι πως έχει μέσα μια θηλυκιά… κορμάρα που ούτε ο Σπύρος ο αστυνομικός, (Σπύρος Δρόσος) δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει; Τι θα γίνει με την γειτόνισσα, την κ. Σιμόνη (Τζένη Κοτσίφη) που έχει χάσει μέχρι τώρα τρεις άνδρες και με κάθε άνδρα που της έπαιρνε ο Χάρος, έχανε 10 πόντους ύψος; Θα βρει τα κλειδιά ο Κυριάκος; Θα τον θάψουμε τον μακαρίτη τον Θανάση; Θα μοιραστεί… η περιουσία; Θα τον συγχωρέσουν τον Νότη που… «πήδηξε» την… Τι έχει το φέρετρο μέσα άνδρα ή γυναίκα; Επειδή η γλώσσα του έργου είναι ελληνική, ορισμένες φορές λένε κακά λόγια.

Πάρτε μαζί σας λίγο πιπέρι (καλής ποιότητας) και μόλις τελειώσει το έργο και τελειώσει το χειροκρότημα, δώστε το πιπέρι στον Θανάση Μακρυγιώργο γιατί του είπε η γυναίκα του να πάρει πιπέρι και το ξέχασε. Έπαιξαν όλοι τους ωραία. Της πρεμιέρας οι ατέλειες ελάχιστες (σε όλες τις πρεμιέρες κάτι θα διαπιστωθεί ότι θέλει ιδιαίτερη προσοχή ή διόρθωμα). Τα σκηνικά σωστά και «έξυπνα» προσφέρουν άνεση στην κίνηση και παρά τις δυσκολίες που θα δημιουργούσε στους ηθοποιούς η ύπαρξη της κάσας στη μέση του σαλονιού, ο σκηνοθέτης τα ξεπέρασε και όλοι τους κινήθηκαν θαυμάσια.

Οι κυρίες Βάσω Φαραίς, Μαριάνθη Μακαρίου, Τζένη Κοτσίφη (αν ξαναπαντρευτεί και τον χάσει και αυτόν, την βλέπω να με φτάνει στο ύψος), Φαίη Ηλιοπούλου και Ελένη Αρματά (δεν ξέρω αν είναι κυπριακής καταγωγής, αλλά τα τσιπρέικα της τέλεια) ήταν όλες πολύ καλές και μπασμένες στο «πετσί» του ρόλου τους την «πρώτη» των παραστάσεων. Μπράβο.

Για τον Χρήστο Κουτέ, που γνωριζόμαστε από παλιά, δεν θα πω τίποτε. Την προηγούμενη φορά που του είχα πει πως όταν μεγαλώσω θέλω να του μοιάσω, θύμωσε. Τον κ. Αρμπερόρη θα έλθω να τον συγχαρώ όταν δεν είναι εκεί η κ. Φαραίς. Στον κ. Δρόσο εύχομαι σύντομα στην… αντιτρομοκρατική. Στον σκηνοθέτη ό,τι είχα να πω το είπα. Και συγχαρητήρια σ’ αυτούς που δεν φαίνονται στο θέατρο. Στους τεχνικούς Νίκο Ντεβέ, Νίκο Καλλιάνη. Υπεύθυνο σκηνής: Γιώργο Αγγελίδη. Φωτογραφίες: Άννα Αντωνοπούλου.