Ένας περίπατος στη ζωή μας, ένας πίνακας που παρουσιάζει την πολύμορφη ψυχή μας και τόσα άλλα, είναι ο στίχος του ποιητή. Θα το δείτε λίγο πιο κάτω – αν ευοδωθεί η προσπάθεια που θα κάνω. Και πριν αρχίσω να σας βασανίζω, θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Ιωάννα Λιακάκου για τους «Ξένους και Ταξιδιώτες» την τελευταία ποιητική της συλλογή, και ελπίζω να καταφέρω να περπατήσω στα μονοπάτια των στίχων της… διαβάζοντας «επιστολές στον κόσμο… της μοναξιάς και της αγρύπνιας… ». 

Σας έλεγα ότι ένας ακριβός πίνακας ζωγραφικής, είναι, τις περισσότερες φορές, ο στίχος του ποιητή. Ακούστε το «παράπονο» της κ. Λιακάκου, ζωντανέψτε την εικόνα και στήστε το σκηνικό.

«Των γυναικών τα καλά έργα δεν τα λεν, δεν τα γράφουν, τα θάβουν. Όταν διαβάζεις βιβλία μοιάζει σαν να μην υπάρχουν γυναίκες σ’ αυτόν τον κόσμο. Τις θυμούνται κάπου-κάπου για να τις κακολογήσουν, κάποτε τις εξυμνούν για την ομορφιά τους, για τα έργα τους … άστο. Πού είναι τα πνευματικά έργα των γυναικών; Δεν υπάρχουν νόμιμοι σκλάβοι σήμερα, ωστόσο πολλές γυναίκες είναι σκλάβες μέσα στο σπίτι τους. Σκλάβες μέχρι σημείου να μην τους επιτρέπεται η ομιλία, η έκφραση γνώμης, άμα τυχαίνει να είναι αντίθετη εκείνης δηλαδή της γνώμης του συζύγου της. Εκτός αν έχει όρεξη για καυγάδες και ξυλοδαρμούς ή και σκοτωμούς. Αυτά συμβαίνουν σήμερα και κάθε μέρα τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια. Αν οι άνδρες δεν ξεπεράσουν την επιθετικότητά τους και δεν παραδειγματιστούν από τις γυναίκες, ο πολιτισμός μας κινδυνεύει. Είναι φανερό ότι οι γυναίκες χρειάζονται τους άνδρες λιγότερο απ’ ό,τι οι άνδρες τις γυναίκες, αν δεν κάνω λάθος. Η Τέχνη μπορεί να είναι παρηγοριά, συντρόφισσα, ξεκούραση. Πρέπει να γράψω, μια φορά περνάω από τη γη, πρέπει να πω το τραγούδι μου και την τρέλα μου». 

Έτσι, για να πω κάτι, μεταξύ μας, για μένα οι γυναίκες είναι… λουλούδια. Τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, γαρδένιες και άλλα. Θα μου πείτε ότι υπάρχουν όμορφα λουλούδια με… αγκάθια. Να προσέχετε πώς τα… πιάνετε.

Ο φίλος και συνάδελφος Δημήτρης Τρωαδίτης, ξεχωριστός στο είδος του, μου χάρισε μια από τις τελευταίες του ποιητικές συλλογές, αυτήν με το τίτλο «ΜΕ ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΝΑΤΑΣΗ», Εκδόσεις Στοχαστής. Και τι δεν… «ζωγραφίζει» σε τούτη την 50 σελίδων… έκθεση έργων τέχνης. Διάλεξα το… «Ξεμάκρυνε η φύση». Θα προσπαθήσω, ως γνώστης έργων τέχνης, να σας το περιγράψω: 

Ξεμάκρυνε η φύση αρκετά και σταμάτησε να ρέει στα μάτια μας. Μοιάζει να έγινε στρώμα καπνού, έφυγε, μετοίκησε σε άλλα καταγώγια, απλά απέδρασε από τις… αρτηρίες μας. Βλέπετε, εκεί στο βάθος φαίνεται… έχει προοπτική αναγέννησης από τις στάχτες της, σαν τον φοίνικα, με ρήτρες εμπορικές, με όρους. Ένας από τους όρους φαίνεται ότι ήταν η ανάρτηση ενός ψεύτικου δάσους. Το βλέπω, εκεί στο βάθος του πίνακα. Χάρτινο, ψεύτικο… πλαστικό. 

Τι κρίμα. Θεέ μου τι άσχημο. Έχω την αίσθηση ότι με κοροϊδεύουν. Πήραν χαμπάρι ότι το βλέμμα θόλωσε, δεν είδα τη φύση που ξεμάκρυνε, δεν πρόσεξα και τώρα είναι πάλι εδώ, προσπαθούν να με ξεγελάσουν με κουδουνίστρες και με ψεύτικα μικρά παιχνίδια» Εδώ που τα λέμε, δεν έκανα σπουδαίες αλλαγές. Άλλαξα τη ροή του στίχου, πρόσθεσα κάποιες λέξεις και προσπάθησα να κρύψω τη θλίψη μου για τη διαπίστωση ότι… ξεμάκρυνε, χάνεται στον ορίζοντα… η φύση. 

Για να αλλάξουμε λίγο εποχή και για να βεβαιωθείτε ότι ο ποιητής είναι… ζωγράφος και έχει ο καθένας του μια δική του τέχνη, θα πάμε στον Αχιλλέα Παράσχο, διακεκριμένο λογοτέχνη μας, που γεννήθηκε το 1838 και πέθανε το 1895. Όπως οι ζωγράφοι έχουν τη δική τους τέχνη, το δικό τους στυλ, έτσι και οι ποιητές με το μολύβι τους και τη δική τους ρίμα, ζωγραφίζουν… τη ζωή, το θάνατο και τα ενδιάμεσα ορατά και αόρατα. 

Από δημοτικό τραγούδι: « Τρέχει νερό κρυστάλλι,/ κι όσες μανάδες το ‘πιανε καμιά παιδί δεν κάνει, /να το χε πιει κι η μάνα μου, να μη μ’ είχε γεννήσει, πήρε ο ποιητής από το στίχο του δημοτικού τραγουδιού την ιδέα να… ζωγραφίσει, να γράψει στίχο πικρό και δύσκολο: «Αν πουν σκληρά τα λόγια μου και πλάνα και την αλήθεια που λεω την πουν βλαστήμια, ψευτιά κι’ αγνωμοσύνη, θα ξαναπώ ότι ο… μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, είναι η μάνα. Είναι εχθρός γιατί μας γεννά και γιατί μας δίνει ζωή».

Και ο ποιητής θυμάται και μιλά για την αγάπη της, την… άσωτη στοργή της, το νανούρισμα, το γάλα, το φιλί της και κλείνει το στίχο του με το πως όλα αυτά είναι σταλαγματιά σε σύγκριση με το ποτάμι της πίκράς που τον περιμένει στη ζωή. Θυμίζει στη μάνα πως ξέρει τι είναι ζωή, ότι πρέπει να θυμάται τι τράβηξε εκείνη. Ξέρει η μάνα τον ανήφορο, την πίκρα, τον πόνο και τον αγώνα και… «με γεννάς για να τραβήξω, ο δόλιος, όσα με πόνο έβλεπα πως τράβαγες εσύ;» Φτάνει στο σημείο να πει πως της ευτυχίας τ’ όνομα θα αντιλαλούσε στον αέρα ημέρα και νύχτα και θ’ άνθιζε, αν οι γυναίκες σταματούσαν να γεννούν παιδιά που είναι πεπρωμένο να βασανίζονται μια ολόκληρη ζωή. Δεν θα συμφωνήσω με τον Αχιλλέα Παράσχο. 

Ίσως πήρε ανάποδα τη ζωή, ίσως, η ζωή, του πήρε τον αέρα και τον φόβισε. Όπως το ξημέρωμα βγαίνει από τα σπλάχνα της νύχτας και λάμπει, έτσι και η ξερή σταφίδα είναι πιο γλυκιά στο πικραμένο στόμα. Δική μας η ζωή κι είναι γλυκιά, πικρή και όμορφη.