H ζωή μου μ’ έναν Έλληνα εκρηκτικό, αλλά υπέροχο

«Αψήφισα τα πάντα και τους πάντες για νά'μαι μαζί του»

Με υποδέχεται στην πόρτα ενός αγρόσπιτου στα νοτιοανατολικά της Μελβούρνης. Φθάνω με μια ώρα καθυστέρηση γιατί έχω χαθεί. Απολογούμαι και με διακόπτει με μια κίνηση του χεριού, ένα χαμόγελο και «τι νόμιζες, ότι δεν ξέρω τι σημαίνει ελληνική ώρα; Ήμουν παντρεμένη με Έλληνα, μην ξεχνάς». Όχι και να θέλω, δεν μπορώ. Γι’ αυτό, άλλωστε, είμαι εκεί. Μπροστά σε μια αρχοντική κυρία, την Ντόροθυ Γκιόνη, που σήμερα, 13 Απρίλη, συμπληρώνει πάνω από εννιά δεκαετίες στον πλανήτη Γη. Στην ακρίβεια γίνεται 94 χρόνων. Δίπλα της ένα ολόξανθο αγόρι, ελληνόπουλο τέταρτης γενιάς, ο τρισέγγονός της Τζέισον, να μου χαμογελά και να ζητά να είναι και εκείνος στην εικόνα. Κυριολεκτικά όμως.

Με εντυπωσιάζει το ντύσιμό της, η καθαρή γαλάζια ματιά της, αλλά, πάνω από όλα, η διαύγεια του μυαλού της.

«Πολύ σύντομα αρχίζω μαθήματα να βελτιώσω τα Ελληνικά μου, τώρα που έχω καιρό» μου ανακοινώνει. Δεν μου επιτρέπεται να εκπλαγώ. Απλώς να χαμογελάσω και να προσπαθήσω να μπω στον κόσμο αυτής της εκπληκτικής γυναίκας που φαίνεται δεκάδες χρόνια πιο μικρή από την χρονολογική της ηλικία και το μυαλό της είναι… ξυράφι. Από πολύ νωρίς, εξομολογείται, λάτρευε και έχει μελετήσει σε βάθος την Ελληνική Μυθολογία και Θεολογία. Με ρωτά αν έχω διαβάσει το Κοράνι και, μάλλον, απογοητεύεται από την απάντησή μου.

Με επιπλήττει διακριτικά και με «τιμωρεί» με το να μην επεκταθεί στην ημέρα που γνώρισε τον Δημήτρη. Ήταν στο θέατρο. Δεν μίλησαν αυτήν την ημέρα. Μεταπηδά για να πάει στην ημέρα που ανακοίνωσε στις φίλες της ότι «της έκανε πρόταση γάμου ένας Έλληνας» και την αποπήραν.

«Δεν ήταν ακριβώς το συνηθέστερο πράγμα στον κόσμο» παρατηρεί με χιούμορ και κοιτάζοντάς με μ’ ένα βλέμμα γεμάτο φως λέει: «Έζησα ευτυχισμένη κοντά του. Ήταν εκρηκτικός, αλλά υπέροχος. Ένας πραγματικός άρχοντας. Ήξερε πώς να φερθεί σε μια γυναίκα, πώς να ντυθεί και πώς να ντύσει τους άλλους, αφού ήταν ένας από τους καλύτερους φραγκοραφτάδες της εποχής του. Για ανδρικά και γυναικεία».

Εξαφανίζεται μ’ ένα ανάλαφρο βήμα για δύο μόνο λεπτά και γυρίζει μ’ ένα βαθύ γκρι ριγέ ταγιέρ σε φίνο κασμίρ με γιλεκάκι. «Το έφτιαξε με τόσο μεράκι!» λέει, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να απευθύνεται μόνο στον εαυτό της.

Αργότερα θα μάθω από τον γιο της Μάικλ, ότι το ταγιέρ αυτό της το έδωσε ο Δημήτρης πριν ακόμη παντρευτούν «για να της εκφράσει τα αισθήματά του για εκείνη». «Αλλά και η μητέρα μου θα πρέπει να ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Την εποχή εκείνη το να συνδεθεί με έναν ξένο ήταν αδιανόητο. Εκείνη, όμως, αγνόησε τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να είναι μαζί του. Ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής της, γι’ αυτό και όταν έφυγε ξαφνικά από έμφραγμα το ’70, δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ήταν μόνο 47 χρόνων».

Ο Δημήτρης Γκιόνης είχε ραφείο στη Gertrude Street του Fitzroy, ήταν γνωστός σε όλη τη Μελβούρνη και η πελατεία του ήταν εκλεκτή.

Το ’48 αλλάζει επάγγελμα και αποφασίζει να αγοράσει μια μεγάλη έκταση γης, πιστεύοντας, όπως θα πει ο γιος του Μάικλ σήμερα, ότι «η γη είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορείς ν’ αφήσεις στα παιδιά σου».

«Για χάρη μας, από ράπτης πολυτελείας, έγινε γεωργός και πτηνοτρόφος. Τον θυμάμαι να πουλά κοτόπουλα στους ελληνικούς συλλόγους όταν έκαναν τις διάφορες εκδηλώσεις τους και το βράδυ της ίδιας μέρας όλη η οικογένεια ντυμένη με τα καλά της να τιμά την εκδήλωση. Η μητέρα μου λάτρευε αυτές τις εξόδους. Της άρεσαν οι χοροί οι παραδοσιακοί, οι στολές, η μουσική, το κέφι, ο τρόπος που διασκέδαζαν οι συμπατριώτες του πατέρα μου».

Μια μικρή ανάπαυλα και… «είστε μια ιδιαίτερη ράτσα» λέει με καθαρή φωνή η Ντόροθυ κοιτάζοντάς με εξεταστικά (το αισθάνθηκα) και προσπαθώντας να ζυγίσει την αντίδρασή μου. Την ενθάρρυνα να είναι πιο επεξηγηματική.

«Οι Έλληνες που γνώρισα και έζησα ωραίες μέρες μαζί τους, στα γλέντια τους, αλλά και όταν τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς ρόδινα, ήταν υπέροχοι. Περήφανοι, αλύγιστοι κάτω και από τις πιο δύσκολες συνθήκες -γιατί ζήσαμε δύσκολους καιρούς, να μη ξεχνιόμαστε- και γενναιόδωροι σε βαθμό που τους ανέβαζε τόσο ψηλά, πέρα από την πραγματικότητα. Να δίνουν όχι από το περίσσευμά τους, αλλά από το υστέρημά τους. Μια καλοσύνη που μ’ άγγιζε πάντα βαθιά και μέχρι σήμερα, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Είμαι τόσο τυχερή που έδεσα τη ζωή μου με Έλληνα και μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τον άνθρωπο στην πιο όμορφη μορφή του».

ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

«Ήξεραν να δουλεύουν σκληρά, να εξασφαλίζουν τα καλύτερα για την οικογένειά τους, αλλά και να γλεντούν. Μια θαυμαστή ισορροπία, που θαύμαζα και δεν έχανα ευκαιρία να παίρνω και εγώ μέρος στα γλέντια τους. Κυρίως, σε αυτά των συλλόγων με τους παραδοσιακούς χορούς και τη μουσική που σε απογείωνε. Που πήγαινες εκεί και ξεχνιόσουν. Δεν καταλάβαινες πώς περνούσε η ώρα.

Εγώ μπορεί να ήμουν «η ξένη», δεν μ’ άφησαν όμως ποτέ να νιώσω έτσι. Ο Έλληνας έχει μια πηγαία ευγένεια που τον ξεχωρίζει. Έχω γνωρίσει ανθρώπους από όλες σχεδόν τις εθνικότητες. Αυτό που μπορώ να πω με πεποίθηση, γιατί το έζησα, είναι ότι οι Έλληνες ξεχωρίζουν».

Στη συνέχεια θυμάται τις μέρες στον «Δημόκριτο», τις κινητοποιήσεις στις οποίες έπαιρνε μέρος και η ίδια για τα δικαιώματα των εργατών, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό της «ακτιβίστρια», αλλά όχι φεμινίστρια.

«Ο φεμινισμός είναι μία φούσκα. Αέρας άνευ ουσίας. Εκείνο που έχει σημασία είναι να υπάρχει ισότητα και δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από το γένος που ανήκει ο άνθρωπος και την καταγωγή του. Γι’ αυτό αγωνίστηκα σ’ όλη μου τη ζωή και πραγματικά πανηγύρισα όταν βγήκε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός, η Τζούλια Γκίλαρντ. Μακάρι να μην έπεφτε τόσο γρήγορα. Πίστευε στο ότι πρέπει να δίνονται στον άνθρωπο ίσες ευκαιρίες ανεξάρτητα της καταγωγής του και του κοινωνικού και οικονομικού του υπόβαθρου και κινήθηκε με πάθος προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν την άφησαν, όμως, να ολοκληρώσει το έργο της. Μακάρι να ερχόταν πίσω».

H ίδια την είχε γνωρίσει προσωπικά και στη 90ή επέτειο των γενεθλίων της, της ευχήθηκε «Χρόνια πολλά» και την ευχαρίστησε για τη στήριξή της.

«Της άξιζε γιατί υπήρξε πάντοτε θερμή υποστηρίκτρια του Εργατικού Κόμματος και σε όλες τις προεκλογικές εκστρατείες ήταν εκεί, τη δε μέρα των εκλογών μέχρι σήμερα μοιράζει ψηφοδέλτια» επεξηγεί ο γιος της σήμερα.

Γυρίζοντας στην εποχή που ζούσε ο πατέρας του, θα πει ότι «το Πάσχα ήταν μια ιδιαίτερη γιορτή για μας. Ο πατέρας μου έφτιαχνε ο ίδιος τα τσουρέκια και έβαφε τα αυγά. Μας μιλούσε για το πώς γιορτάζεται το Πάσχα στο Κρανίδι και πάντα τον ακούγαμε μαγεμένοι».

«Θυμάμαι πάντα να λέει ‘Έλληνας γεννήθηκα και Έλληνας θα πεθάνω’. Αυτό το κατάλαβα πλήρως μόνο όταν πήγα στην Ελλάδα τελευταία και βρέθηκα ανάμεσα σε μια κρίση, φοβερή μεν, που δεν έχει, όμως, γονατίσει τους ανθρώπους. Δεν έχουν χάσει το θάρρος τους ούτε και το ηθικό τους. ‘Θα περάσει. Έχουμε ζήσει πολύ χειρότερα στο παρελθόν και δεν λυγίσαμε. Θα φοβηθούμε τώρα;’ ήταν αυτό που εισέπραττα, όπου και αν βρέθηκα. Από το Κρανίδι στη Σαντορίνη και από την Αθήνα στην Κρήτη» συνεχίζει.

Μια από τις φωτογραφίες που μου δείχνει με ιδιαίτερη χαρά, στη συνάντησή μας η Ντόροθυ, είναι αυτή με κάποιον που υποδύεται τον «Νεντ Κέλλυ» στο Beechworth όπου γεννήθηκε και έδρασε ο λαϊκός ήρωας. Με την ευκαιρία θα μάθω ότι είναι συγγενής της από την πλευρά της μητέρας της.

«Πηγαίνω εκεί συχνά. Όλοι με ξέρουν και τους ξέρω» καταλήγει με φανερή ευχαρίστηση η 94χρονη.

«Χρόνια πολλά Ντόροθυ και να ξεπεράσεις τα 100».

Η Ντόροθυ με τον «Νεντ Κέλλυ» στο Beechworth

Έτος 1950. Η Ντόροθυ με τον σύζυγο και τα παιδιά τους

Ευχές από την Τζούλια Γκίλαρντ