«Εσένα σε θυμάμαι… Σου έκλεβα τα άρθρα»

Ο πατέρας Κούκλης μετά απο 30 χρόνια στη Μελβούρνη, αναπολεί, στηλιτεύει και... ζητά συγγνώμη

Ψηλός, επιβλητικός, κάνει την είσοδό του στο «Νέο Κόσμο», την Μ. Τρίτη και ζητά να δει τους ‘παλιούς’. Αναφέρεται ονομαστικά στον Σωτήρη, τον Μπάμπη, τον Ηλία και μ’ αφήνει εμένα απ’ έξω, εν αγνοία μου. Όταν προβάλλουμε, όλοι μαζί, μπροστά του, το βλέμμα του σταματά πάνω μου και προβαίνει στην αποκάλυψη ότι ‘έκλεβε τα άρθρα μου’. «Ναι, εσένα σε θυμάμαι γιατί έκλεβα τα άρθρα σου και τα αναδημοσίευα στη ‘Φωνή του Dandenong’».

Την τελευταία φορά που είδα τον πατέρα Κούκλη, ήταν δεκαετίες πίσω, όταν εκτελούσε χρέη ιερέα αλλά και δασκάλου, όχι μόνο στην ενορία του, αλλά και πέρα από αυτήν με σχολεία στο Northcote, το Preston και το Cranbourne, από ό,τι θυμάμαι.

«Ναι, αφιέρωσα τη ζωή μου στα σχολεία. Έκανα τον δάσκαλο, χωρίς να είμαι δάσκαλος», λέει από την αρχή της κουβέντας μας και είναι σαν να παίρνει το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, εν έτει 1975. Όταν τον είχα επισκεφθεί ως μέλος της Επιτροπής για την Εισαγωγή των γλωσσών των Εθνοτήτων στα Ημερήσια Σχολεία και είχα ζητήσει τη στήριξή του. Μάζευα τότε υπογραφές για την εισαγωγή των Ελληνικών στα αυστραλιανά σχολεία. Όταν ο μεγάλος ανθρωπιστής Κιμ Μπίζλι, υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Γουίτλαμ, συγκρότησε ειδική επιτροπή με άτομα από διάφορους χώρους του εκπαιδευτικού, αλλά και ευρύτερου κοινωνικού ιστού προκειμένου να μελετηθεί το μεγάλο θέμα της διατήρησης των εθνοτικών γλωσσών στην Αυστραλία. Ήταν μια ευκαιρία να δοθεί φωνή σ’ εκείνους που αφορούσε άμεσα αυτό το θέμα και να γίνουν συγκεκριμένα βήματα για την πραγμάτωσή του. Είχα μαζέψει χιλιάδες υπογραφές θυμάμαι από την ελληνική παροικία και ήταν ο Σάββας Παπασάββας εκείνος που με προέτρεψε να ζητήσω τη συνδρομή του πατέρα Κoύκλη:»Πήγαινε να τον δεις. Είναι δραστήριος με μεγάλες διασυνδέσεις στην περιοχή του και τον ‘καίει’ το θέμα της γλώσσας μας» είχε πει, για ένα πάθος που εμφανώς μοιραζόταν μαζί του.

«Καλά, και το ρωτάς;»ήταν η ανταπόκριση του ιερέα. Σε χρόνο μηδέν ξεπέρασε τις προσδοκίες μου.

ΑΛΜΑΤΑ

Η συμβολή του πατέρα Κούκλη στη διατήρηση της γλώσσας μας στην Αυστραλία, ειδικότερα στη Μελβούρνη, υπήρξε εντυπωσιακή. Εκεί που άλλοι έκαναν βήματα, εκείνος πραγματοποιούσε άλματα.

«Έβλεπα πέρα από την περιοχή μου. Ποτέ δεν περιορίστηκα εκεί που ήταν ο χώρος μου. Στην Ενορία μου. Κι αυτό γιατί το θέμα της γλώσσας μας ήταν και είναι μεγάλο. Το βασικότερο όλων, δεν έχει σύνορα».

Ανατρέχοντας στην περίοδο 1970-1985, λέει: «Υπήρξε εποχή που κάθε Παρασκευή, είχα 150 παιδιά στην τάξη. Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη οι μαθητές ήταν χωρισμένοι σε τάξεις γιατί υπήρχαν και άλλοι δύο δάσκαλοι. Την Παρασκευή, όμως, ήμουν μόνος. Ήταν δύσκολα».

Δύσκολο να επιβάλεις την τάξη σε τόσα παιδιά, αλλά όπως προκύπτει από τη συζήτηση… εκεί που δεν έπιπτε ο λόγος έπιπτε η ράβδος.

«Ναι, η ράβδος έκανε το θαύμα της, τότε, σήμερα όμως θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από όλους αυτούς -πολλοί επιστήμονες σήμερα, γονείς οι ίδιοι- για την αυστηρότητά μου.

Δεν γινόταν όμως τότε, λόγω των συνθηκών, διαφορετικά. Η ευθύνη ήταν μεγάλη γιατί οι γονείς περίμεναν πολλά. Κι εμείς επίσης που είχαμε αναλάβει αυτό το έργο, περιμέναμε πολλά από τον εαυτό μας. Θυμάμαι ότι πάντα εξέταζα την επίδοση των μαθητών και στο ημερήσιο, το αυστραλιανό σχολείο, ώστε να μην αδικηθεί το παιδί που είχε χαμηλή επίδοση στο μάθημα των ελληνικών».

Την εποχή εκείνη το εξωτερικό, σήμερα, προάστιο του Cranbourne ήταν… ύπαιθρος. Προς τι το ελληνικό απογευματινό σχολείο που είχε ανοίξει εκεί;

«Ήθελα να δώσω στα παιδιά των Ελλήνων που εργαζόταν σε φάρμες εκεί ή είχαν μικρές επιχειρήσεις, την ίδια ευκαιρία με τα παιδιά των κοντινότερων περιοχών, αναφορικά με την εκμάθηση της γλώσσας μας και πιστεύω ότι το πέτυχα.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΑΖΙ

Θυμάμαι ότι είχαν αφήσει εποχή οι σχολικές εκδηλώσεις που διοργάνωνε ο ίδιος.

«Ναι, ήταν μια εποχή που έπρεπε να τα κάνεις όλα. Δίδασκα χορούς στα παιδιά, από όλα τα διαμερίσματα της Ελλάδας, τους μάθαινα τραγούδια και σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση είχαμε ξεκινήσει το πρόγραμμα με τραγούδια του κατηχητικού, μετά συνεχίσαμε με χριστιανικές ψαλμωδίες, σχολικά τραγούδια και στη συνέχεια Χατζιδάκη, Ξαρχάκο, Θεοδωράκη, και έκλεισα τον κύκλο με το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» του Ξυλούρη.

Σε μια άλλη εκδήλωση, όλα τα παιδιά απήγγειλαν από μία στροφή του Εθνικού μας Ύμνου. Δόθηκε η ευκαιρία στους γονείς να ακούσουν το παιδί τους να παίρνει μέρος σε κάτι πραγματικά μεγάλο».

Στη συνέχεια, θα πει, ότι εκείνο που τον ικανοποιεί είναι ότι το έργο του απέδωσε καρπούς.

«Τα παιδιά ερχόταν με ευχαρίστηση στο μάθημα και σημείωναν πρόοδο. Προσπαθούσα να κάνω το μάθημα ενδιαφέρον, να έχω καλή συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και με τον τότε σύμβουλο Εκπαίδευσης του Ελληνικού Προξενείου στη Μελβούρνη κ. Παναγιώτη Λιβεριάδη, ο οποίος πράγματι με βοήθησε πολύ. Έβλεπα τις θυσίες που έκαναν οι γονείς των παιδιών, προκειμένου να δώσουν στα παιδιά τους εκείνο που στερήθηκαν οι ίδιοι, την παιδεία, και τους θαύμαζα ειλικρινά. Στόχος τους να τα εξοπλίσουν με τα εφόδια της μόρφωσης ώστε να διακριθούν στην επαγγελματική τους ζωή αργότερα. Σήμερα, με ικανοποίηση βλέπω ότι οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι.

Πολλοί από τους μαθητές μου, σήμερα, είναι επιστήμονες και η χαρά τους όταν με συναντούν είναι έκδηλη. Αν ήμουν αυστηρός μαζί τους, το καταλαβαίνουν. Εξάλλου, θα πρέπει να πω ότι κι εγώ μαθήτευσα σ’ ένα ιδιαίτερα αυστηρό περιβάλλον, όταν ήμουν εσώκλειστος στην Εκκλησιαστική Σχολή Ξάνθης και δούλευε με συνέπεια η αγία ράβδος».

ΥΠΗΡΞΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ

«Υπήρξα αγωνιστής και πάντα στην πρώτη γραμμή. Ποτέ δεν υποχώρησα στα πιστεύω μου και στις αρχές μου. Έζησα αξιοπρεπέστατα και ποτέ δεν άπλωσα το χέρι».

Ένας χείμαρρος που από μόνος του είναι αρκετός να σκιαγραφήσει με ακρίβεια το πορτραίτο του πατέρα Αντωνίου Κούκλη.

Του ιερέα που έφυγε από την Αυστραλία πριν 32 χρόνια με το Οφίκιο του Οικονόμου που του απένειμε ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός για το έργο του, μαζί με «την καλύτερη συστατική επιστολή που θα μπορούσε να δώσει», όταν του ανακοίνωσε ότι θα επιστρέψει στην Ελλάδα.

Αυτό, του άνοιξε την πόρτα στον Ευαγγελισμό όπου υπηρέτησε δύο χρόνια επισκεπτόμενος κάθε μέρα τους ασθενείς στους θαλάμους και από το 1987 μέχρι σήμερα στην Ενορία Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, όπου με δική του πρωτοβουλία και τον ‘αέρα της Αυστραλίας’, όπως θα πει, ανακαινίστηκε ο ναός και εν μέσω κρίσης σήμερα και εισροής προσφύγων καλείται να προσφέρει πολλά.

«Είμαι σε μια λαϊκή περιοχή και είμαι φίλος με όλους. Φροντίζω να έχω καλή επικοινωνία με τους πιστούς, με τους κοινοτάρχες και δημάρχους για το γενικό καλό. Είναι γεγονός ότι η σημερινή κατάσταση με θλίβει. Βέβαια έγιναν πολλά λάθη. Εκμετάλλευση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατά κόρον και άπλωμα των ποδιών πέρα από το πάπλωμα. Όλα αυτά είναι γνωστά. Εκείνο που χρειάζεται είναι να είμαστε νοικοκυραίοι. Να μην απλώνουμε τα πόδια μας πέρα από το πάπλωμα και να κρατάμε έναν καλό λογαριασμό στο τι παίρνουμε και τι ξοδεύουμε, εκτός και αν μας τύχει κάτι απρόοπτο.

Μετά υπάρχει από ορισμένους, ακόμη και σήμερα, η τάση για εκμετάλλευση.

Ζούμε σε περίοδο οικονομικής κρίσης, με τρία μνημόνια στην πλάτη, οδεύοντας για το τέταρτο και δεν έχουμε συνετιστεί. Βλέπεις τα τρόφιμα διαρκώς να ακριβαίνουν. Είναι παράλογο».

Τι προσφέρει η εκκλησία σήμερα, εν μέσω κρίσης, στην περιοχή;

«Μέχρι τώρα είχαμε τα συσσίτια, αλλά τώρα διανέμουμε τρόφιμα σε κιβώτια, ενώ βοηθάμε με χρηματικά ποσά εκεί που υπάρχει ανάγκη. Μιλάμε βέβαια για τις βασικές ανάγκες, όπως είναι η πληρωμή του ηλεκτρικού και τα απολύτως απαραίτητα.

Μια μεγάλη πληγή είναι και η κατάσταση των προσφύγων τους οποίους προσπαθούμε να περιθάλψουμε όσο μπορούμε, προσφέροντας κουβέρτες, τρόφιμα ή ό,τιδήποτε άλλο χρειαστεί. Βέβαια, έχουν κατακλύσει και τα σκαλοπάτια της εκκλησίας απλώνοντας το χέρι και δεν γίνεται, ούτε μπορώ να τους διώξω. Παρακινούμε τον κόσμο, όσο μπορούμε, να βοηθήσουν, να δούνε το όλο θέμα των προσφύγων με συμπόνοια και κατανόηση».

Έχοντας ζήσει ο ίδιος δυο δεκαετίες στην Αυστραλία, θα πει ότι του δίδαξε πολλά: «Κατ’ αρχήν, τη θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου. Τα χρόνια που έζησα στη Μελβούρνη υπήρξαν ιδιαίτερα δημιουργικά. Έμαθα πώς να επιτυγχάνω το στόχο με τη συμβολή των συνανθρώπων μου. Να εργάζομαι συλλογικά και να προσπαθώ πάντοτε για το γενικό καλό. Οι εκδηλώσεις μας είχαν πάντα επιτυχία γιατί υπήρχε θερμή ανταπόκριση από τον κόσμο. Και θα πρέπει να πω ότι θαυμάζω την Αυστραλία για το σύστημα και την τάξη που έχει. Οι πολίτες της εφαρμόζουν τους νόμους, ενώ στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο.

Τέλος επιτρέψτε μου να πω ότι κάτι για το οποίο είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένος είναι ότι ποτέ δεν άπλωσα το χέρι. Έζησα αξιοπρεπέστατα τόσο στην Αυστραλία, όσο και στην Ελλάδα».

Καλή συνέχεια πατέρα.