«Όταν παίζω μουσική νιώθω παιδί»

Απλώς είναι ένας έρωτας που ποτέ δεν πεθαίνει

Στο κατώφλι των ενενήντα, ο πρώην κοινωνικός λειτουργός και γνωστός κλαρινίστας Νίκος Πολίτης επιχειρεί μαζί μας ένα ταξίδι στον χρόνο που τον φέρνει σε παλιές εποχές, όταν η παροικία ήταν στα σπάργανά της και ο ίδιος είχε κάνει επιλογές ζωής από την ηλικία των 11 χρόνων.

«O πατέρας μου Θεόδωρος, ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Αυστραλία, πουλώντας φρούτα μ’ ένα καροτσάκι στα εσωτερικά προάστια της Μελβούρνης, από όπου, όμως, πολύ γρήγορα πέρασε σε άλλες μικρές επιχειρήσεις».

Η πορεία του πατέρα του στις επιχειρήσεις υπήρξε μετεωρική, με το μεγαλύτερο ίσως επίτευγμα την απόκτηση του περίφημου Green Gate Confectionery, το οποίο του το δώρησε όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.

«Δεν με παγίδευσε, παρ’ ότι ήταν μια φοβερά μεγάλη επιχείρηση. Υπήρξα τυχερός γιατί Αμερικανός επιχειρηματίας μου πρόσφερε ένα ποσόν που ήταν πολύ πιο μεγάλο από την αξία του και, με παρότρυνση του λογιστή μου, το δέχτηκα».

ΓΕΥΣΗ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

Ανατρέχοντας ο Νίκος Πολίτης στα παιδικά του χρόνια, θα πει: «Στο σπίτι, δεν μας έλειπε τίποτε. H μητέρα μου, πάντα παρακολουθούσε από πολύ κοντά τα ήθη της εποχής, που ήταν οπωσδήποτε πολύ αυστηρότερα για τα κορίτσια, στο βαθμό, μάλιστα, που οι αδελφές μου δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν ότι θα παντρεύονταν κάποιον που δεν ήταν Έλληνας».

Ακολουθεί η δική του πορεία, η οποία ξεκινά από τα μαθητικά του χρόνια: «Πήγα στο Elwood Primary School και μετά στο Melbourne High School. Στο δημοτικό θυμάμαι κέρδισα ένα βραβείο, ως ο καλύτερος μαθητής. Μου το αφαίρεσαν, όμως, αργότερα γιατί ο πατέρας μου δεν είχε πολιτογραφηθεί, παρά το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος είχα γεννηθεί στην Αυστραλία».

«Μπορείς να διανοηθείς τι σημαίνει αυτό για ένα παιδί;» θα με ρωτήσει στην προσωπική συνάντηση που είχα μαζί του.

«Αυτή η αδικία, εντούτοις, λειτούργησε ως μεγάλο κίνητρο στις σχολικές μου επιδόσεις από εκεί και πέρα. Έτσι βγήκα πρώτος μαθητής σε όλο το σχολείο και πρώτος στις ομάδες φουτμπόλ και κρίκετ. Μάζεψα τότε όλους τους Έλληνες συμπαίκτες μου και δημιουργήσαμε τη δική μας ποδοσφαιρική ομάδα ‘Τhe Olympic’».

Ο ρατσισμός ήταν «ζωντανός» όσο ποτέ, με διαβεβαιώνει.

«Θυμάμαι περπατούσα με τηn μητέρα μου και της είπα κάτι στα Ελληνικά. Ένας άντρας, πελώριος, όπως μου φάνηκε τότε, με κοιτάζει αγριεμένος στα μάτια και μου πετά κάτι που δεν ξέχασα ποτέ: ‘μίλα Αγγλικά, αλλιώς πήγαινε από κει που ήλθες’».

ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ ΜΑΧΗΤΗΣ

Προσωπικά, τον θυμάμαι διευθυντή της Ελληνο-Αυστραλιανής Κοινωνικής Πρόνοιας, συνεπή και αδάμαστο εργάτη της κοινωνικής δικαιοσύνης, ήπιο, χαμογελαστό, αλλά με μία τρομακτική ικανότητα να λύνει προβλήματα και να κερδίζει συνεχώς έδαφος στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων όχι μόνο των Ελλήνων μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς, αλλά της ευρύτερης πολυεθνικής κοινωνίας.

«Ήταν μια περίεργη εποχή, τότε που το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν αυτό της επικοινωνίας των μεταναστών με τους Αγγλοσάξονες. Η γλώσσα ήταν το τεράστιο φράγμα που τους χώριζε, πράγμα που δημιουργούσε μία απίστευτη σωρεία προβλημάτων που είχαν τη ρίζα τους στην έλλειψη επικοινωνίας. Απαιτήσαμε και επιτύχαμε με τους συνεργάτες μου, να έχουμε επαγγελματίες μεταφραστές και διερμηνείς εκεί που παρίστατο ανάγκη.

Άρχισα ως εθελοντής στον οργανισμό του οποίου υπήρξα συνιδρυτής το 1972 και υπηρέτησα για μια ολόκληρη 15ετία. Για να μπορέσουμε να πάρουμε κυβερνητική επιδότηση, θυμάμαι, έπρεπε να απασχολούμε επαγγελματίες κοινωνικούς λειτουργούς. Επειδή, όμως, την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν επαγγελματίες δίγλωσσοι κοινωνικοί λειτουργοί στη Μελβούρνη, αναγκάστηκα να ξαναπάω στο Πανεπιστήμιο και να πάρω πτυχίο κοινωνικού λειτουργού μόνο σε δύο χρόνια, δεδομένου ότι υπολογίστηκαν οι άλλες πανεπιστημιακές σπουδές που είχα κάνει».

Ταξιδεύοντας δεκαετίες πίσω, θα πει: «Έπαιζα τις δύο γλώσσες στα δάχτυλα. Σπούδαζα στην Αγγλική και επικοινωνούσα στην Κοινωνική Πρόνοια στην Ελληνική. Λόγω της πείρας που απέκτησα, ως κοινωνικός λειτουργός, με καλούσαν να πάρω μέρος στη δημιουργία και ανάπτυξη δημόσιας κοινωνικής πολιτικής. Μέχρι σήμερα από την εποχή αυτή και τη δραστηριότητα που ανέπτυξα σ’ αυτόν τον τομέα, ξεχωρίζω τη συμμετοχή μου στην Επιτροπή Galbally που αναθεώρησε την πολυπολιτιστική δημόσια πολιτική στο τέλος της δεκαετίας του 1970. Η αποδοχή των πορισμάτων της Επιτροπής αυτής από την τότε κυβέρνηση Fraser, είχε ως αποτέλεσμα την πραγμάτωση μεγάλων κατακτήσεων του πολυπολιτισμού στην Αυστραλία, που όλοι γνωρίζουμε και απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα, όπως, για παράδειγμα τη δημιουργία της SBS TV, του Συμβουλίου Εθνοτικών Κοινοτήτων, των Μεταναστευτικών Κέντρων Στήριξης κ.λπ. Αισθάνομαι πραγματικά περήφανος για ό,τι επιτύχαμε εν μέσω πολύ αντίξοων συνθηκών, σε μια εποχή που έπρεπε να κατακτήσουμε ένα νέο, άγνωστο έδαφος και να κάνουμε την παρουσία μας αισθητή».

Στο ερώτημα «πώς βλέπει σήμερα τον οργανισμό του οποίου υπήρξε πρωτεργάτης και αγωνιστής», λέει: «Aπό τότε έχουν γίνει πολλές αλλαγές. Πρώτα-πρώτα, στον κορμό της ομογένειας. Οι άνθρωποι που ήλθαν εδώ χωρίς εφόδια και αντιμετώπιζαν φοβερά προβλήματα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον, αλλά και στοιχειώδους επικοινωνίας, σήμερα είναι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, με οικονομική επιφάνεια, έχοντας κερδίσει με το σπαθί τους την εκτίμηση και το θαυμασμό της ευρύτερης αυστραλιανής κοινωνίας. Για να απαντήσω στο ερώτημά σου, οι ανάγκες -όπως ήταν, άλλωστε, φυσικό-, έχουν αλλάξει και η Ελληνο-Αυστραλιανή Κοινωνική Πρόνοια όφειλε -και πέτυχε- να ακολουθεί τον παλμό αυτών των αλλαγών με μπροστάρηδες αξιόλογους εργάτες όπως η Βούλα Μεσημέρη, για παράδειγμα. Ο οργανισμός έχει κάνει τεράστια άλματα και αξίζουν θερμά συγχαρητήρια σε όλους όσοι έχουν βάλει το δικό τους λιθαράκι στο θαυμάσιο αυτό επίτευγμα».

Ο ίδιος, να σημειωθεί, για την προσφορά του στον χώρο κοινωνικής πρόνοιας, βραβεύτηκε το 1981 με το μετάλλιο «The Order of Australia».

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΤΖΑΖ

Ο Νίκος Πολίτης, γνωστός για τον έρωτά του με τη μουσική τζαζ, αλλά και τις επιτεύξεις του στο χώρο, μέχρι σήμερα που καλείται να παίξει σε κορυφαία κονσέρτα, λέει: «Πρόκειται για έναν έρωτα που δεν πεθαίνει ποτέ, αλλά ούτε και αντικαθίσταται.

Πηγαίνοντας πίσω στο 1938, ήμουν μόνο 11 χρόνων όταν ένας φίλος μου, μου δάνεισε μερικούς δίσκους τζαζ με την προτροπή να τους ακούσω.

Θυμάμαι όταν άρχισα να ακούω μελωδίες όπως το West End Blues του Louis Armstrong, αισθάνθηκα μια πρωτόγνωρη συγκίνηση και ήξερα ότι η τζαζ ήταν ο χώρος που μου ταίριαζε και στον οποίο ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου. Με είχε κατακτήσει κυριολεκτικά».

Σε μια εποχή, εντούτοις, που οι περισσότεροι μετανάστες ήθελαν τα παιδιά τους -τα αγόρια ιδιαίτερα- να γίνουν γιατροί και δικηγόροι ήταν πραγματικός αγώνας να πείσει τους γονείς του να του επιτρέψουν να ασχοληθεί με τη μουσική, έστω και μαθαίνοντας απλώς να παίζει ένα μουσικό όργανο.

«Πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα αποσπούσε την προσοχή μου από τις σπουδές μου.

Ένας στην οικογένεια, εντούτοις, ο αδελφός μου Πίτερ, έγινε όντως δικηγόρος», υπενθυμίζει, εκφράζοντας τη σκέψη ότι η επιθυμία των γονέων του, έστω και σε μία περίπτωση, βρήκε την πραγμάτωσή της.

Όσο για τον ίδιο, «οι γονείς μου τελικά υποχώρησαν και σε ηλικία 14 χρόνων άρχισα να μαθαίνω να παίζω σαξόφωνο. Σχεδόν αμέσως μου πρόσφεραν μια θέση στην ορχήστρα Russ Marshall’s Dance Band».

Δεν σταμάτησε, εντούτοις, εκεί μας πληροφορεί, και στα 16 έπαιζε κλαρινέτο και είχε γίνει μέλος της ορχήστρας Varsity Vipers του Πανεπιστημίου Μελβούρνης. «Το γεγονός ότι πολλοί επαγγελματίες μουσικοί είχαν στρατολογηθεί, μού άνοιξε το δρόμο να παίξω με σπουδαίες ορχήστρες, πριν ακόμη ολοκληρώσω τις σπουδές μου στη μουσική. Όλες αυτές οι ορχήστρες έπαιζαν αυτό που είναι γνωστό ως η μουσική της Νέας Ορλεάνης.

Πήγα ο ίδιος εκεί και έζησα μαζί με τους μαύρους για πάνω από έξι μήνες. Στην μουσική έκφραση δεν διέφερα από αυτούς και πολλοί που μ’ άκουγαν νόμιζαν ότι είμαι τουλάχιστον μιγάς» λέει σήμερα, χαμογελώντας με μια λάμψη στην καθαρή γαλάζια ματιά του.

«Αυτό, όχι μόνο δεν μ’ ενοχλούσε, αλλά με έκανε να νιώθω ιδιαίτερα ευχάριστα.

Στην καριέρα μου, ως μουσικός, είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω και να παίξω δίπλα σε θρύλους της τζαζ, όπως τον Louis Armstrong, Dizzy Gellespie, George Lewis στο στιλ των οποίων δημιούργησα το δικό μου στιλ έκφρασης.

Η μουσική, η τζαζ συγκεκριμένα, είναι όλη μου η ζωή. Μ’ αυτήν υπάρχω, μ’ αυτήν ταξιδεύω, μ’ αυτήν ονειρεύομαι. Δεν χωρεί τίποτε άλλο».

Ένας αφοσιωμένος εραστής της τζαζ που τον διεκδικεί, αισθάνεσαι, απόλυτα και μοναδικά, δίνοντάς του, εις αντάλλαγμα αυτήν την ίδια τη ζωή: «Είμαι βαθιά ερωτευμένος μαζί της. Όταν παίζω αισθάνομαι παιδί».

Σημ.: Αφορμή για το κομμάτι αυτό έδωσε η βιογραφία του Νίκου Πολίτη η οποία παρουσιάστηκε στη βιβλιοθήκη Emerald Hill Library and Heritage Centre, μέσα στα πλαίσια έκθεσης η οποία διοργανώθηκε από το Multicultural Arts Victoria με τίτλο «Τι συνέβη στο Πιερ» («What Happened to the Pier»). H απόδοση έγινε από τον Κώστα Παγώνη. Η γράφουσα με ιδιαίτερη χαρά συνάντησε, ύστερα από πολλά χρόνια, τον Νίκο Πολίτη και μίλησε μαζί του στα γραφεία του «Νέου Κόσμου». Ιδιαίτερες ευχαριστίες γι’ αυτήν την ευκαιρία.