Ξέρω, σας έλειψα. Έλειψα στις λίγες καλές φίλες και στους λίγους καλούς φίλους, που επιμένουν να διαβάζουν αυτή τη στήλη. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω ότι τούτη εδώ η στήλη έχει την ιδιαιτερότητα να γράφει κείμενα με θέματα … συντροφιάς. Τι είναι αυτά τα θέματα ίσως το έχετε καταλάβει και αν όχι, θα σας το αναλύσω όταν μας δοθεί η ευκαιρία. 

Υπάρχουν φορές που έχω την σφοδρή επιθυμία να γράψω για ορισμένους φίλους που, για μένα, παρουσιάζουν ένα κάποιο ενδιαφέρον. Για να σας φέρω ένα μικρό παράδειγμα, θα εκμυστηρευτώ την επιθυμία μου να συνομιλήσω με δύο καλούς φίλους τον Κώστα Γούλα και τον Μανώλη Λέττα. Ο πρώτος, ο Κώστας, είναι βουνίσιος την καταγωγή και ερχόμενος στην Αυστραλία ασχολήθηκε μόνο με ψάρια, που στο χωριό του τα είχε δει μόνο φωτογραφία στο Αναγνωστικό της πρώτης τάξης Δημοτικού. Να κουβεντιάσω μαζί του και να μου… συστήσει τα ψάρια. Να του πω ότι ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω την… παλαμίδα από το… δελφίνι και την τσιπούρα από τη… σφυρίδα. 

Όσο για τον Μανώλη Λέττα αν δεν μπορέσω να πάω μαζί του για οπάλια, θα καθίσω δίπλα του για ν’ ακούω τις ιστορίες του για… ώρες. 

Απόψε θα σας… μιλήσω για έναν γνωστό μου το δικό μου, Ζορμπά. Τι στο καλό, δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες σελίδες ξόδεψε ο Καζαντζάκης για να περιγράψει τον Ζορμπά του. Τι είναι για μένα, τι είναι για τον δικό μου το Ζορμπά, το Θοδωρή, που τον φωνάζαμε και… Ρούλη, λίγες αράδες, σαν συχώριο και μνημόσυνο. 

Ψηλός, γεροδεμένος, καλόκαρδος, ψυχούλα. Δεν θα σας πω τη ζωή του από την αρχή, απ’ τη στιγμή που τον γνώρισα. Κομματιαστά, όπως μου έρχονται οι εικόνες θα σας τις… στέλνω, όπως κάνουν αυτοί που ξέρουν να στέλνουν φωτογραφίες από τα έξυπνα και… τα χαζά κινητά τους. Θυμάμαι… είχε παντρευτεί, στο πρώτο του γάμο και η νύφη, μια γλυκιά χαριτωμένη κοπελίτσα, είχε μόνο ένα καλό όμορφο πράσινο μάτι. Το άλλο τυφλό, άψυχο και σκεπασμένο μ’ ένα γκρίζο πέπλο. 

Τον πλησίασα να τον συγχαρώ και, χαμογελώντας, είπε: «Αν με ρωτήσεις, βλέποντας το πρόβλημα με το μάτι της, γιατί την παντρεύτηκα, θα σου απαντήσω όπως απάντησα σε κάποιο άλλο δικό μου άνθρωπο. Πίστευα πως, εξαιτίας του ματιού της, θα δυσκολευόταν, τη σήμερον ημέρα, να βρει ένα σύντροφο. Θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου, που ήξερες ότι είχε μυαλό πολλών καρατιών… 

«Μην κλέψεις, μη ρουφιανέψεις και μην αδικήσεις ορφανή» και διαπίστωσα ότι έχει το μυαλό που λείπει από μένα και εγώ έχω το μάτι που δεν έχει αυτή». 

Μια χειμωνιάτικη βραδιά χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της αδελφής του της μεγάλης. Ήμουν εκεί. Του άνοιξε ο γαμπρός του. Ο Θοδωρής έτρεμε από το κρύο. Ο γαμπρός του τον κουβάλησε μέσα, βάζοντάς του μια καρέκλα κοντά στη φωτιά. «Θέλεις ένα κονιάκ;» Ο Θοδωρής έγνεψε ναι. Ήπιε το κονιάκ, μασουλώντας και λίγη σοκολάτα και έστρεψε τα χέρια του προς τη φωτιά, τρίβοντάς τα. 

Ο γαμπρός του περίμενε λίγο και αφού πρόσθεσε λίγο κονιάκ ακόμη στο ποτήρι του, τον ρώτησε: «Καλά, το πρωί που σε είδα στην αγορά φόραγες σακάκι και κράταγες το παλτό και το κασκόλ σου. Πού τα ξέχασες;» Και ο Θοδωρής με τα χέρια απλωμένα και το βλέμμα καρφωμένο στη φωτιά απάντησε με λίγες απλές λέξεις: «Κάτι παιδιά στην αγορά κρύωναν».

Καλά κι εσύ ζεσταινόσουν, ίδρωνες από τι ζέστη και έδωσες τα ρούχα σου; Τον ρώτησε ο γαμπρός του, ελαφρά θυμωμένος. «Τα παιδιά στην αγορά κρύωναν περισσότερο από μένα. Έτρεμαν». Πέρασε καιρός από τότε. Ότι δεν έβλεπα και δεν ζούσα ο ίδιος από τους άθλους του Θοδωρή, τα μάθαινα από τον αδελφό του. Με ενδιέφεραν τα νέα του και τα στιγμιότυπα της μποέμικης, ανέμελης, ελεύθερης ζωής του.

Ένα χλωμό φθινοπωρινό απόγευμα συνάντησα τον Θοδωρή στη Βουλιαγμένη, κοντά στη λίμνη. Με λίγες απλές λέξεις μου μίλησε για το χθες και το σήμερα. Ποτέ δεν μιλούσε για το αύριο ούτε το κοντινό ούτε το απόμακρο. «Μένω εδώ. Έχω ένα μικρό σπιτάκι. Καλά είναι. Να έρθεις. Εκατό μέτρα από δω που βρισκόμαστε. Να το ξέρω. Θα φτιάξει η Σοφία μεζέ να πιούμε μια κούπα.» Πέρασε ο καιρός, ο χειμώνας έμοιαζε να βιάζεται και οι πρώτες παγωμένες νύχτες της Αττικής άρχισαν να δείχνουν τα δόντια τους. Ένα ψυχρό απόγευμα είχα πάει στο μικρό, χαριτωμένο σπιτάκι του Θοδωρή. Σε μια μικρή ψησταριά με κάρβουνα είχαμε ψήσει κάποιους μεζέδες και με ζυμωτό ψωμί, κρασάκι κόκκινο μπρούσκο σπιτίσιο και λακωνική συζήτηση, περάσαμε λίγες ήρεμες όμορφες ώρες. 

Πέρασαν λίγες εβδομάδες και οι χειμωνιάτικες νύχτες, αγρίευαν. Ο Θοδωρής φοβούμενος μήπως πάω και δεν τον βρω, τηλεφώνησε πως θα κατέβαινε για λίγο στην Αθήνα, την άλλη εβδομάδα, για να τελειώσει κάτι δουλειές και να δει και η Σοφία τη μάνα της Το τηλέφωνο χτύπησε λίγο μετά τις οκτώ το πρωί. Ήταν από το Αστυνομικό τμήμα της Βουλιαγμένης. 

«Είσαι ο τάδε;» 

«Είμαι». 

«Τον ξέρεις τον Θεόδωρο…;» 

«Τον ξέρω». 

«Πέθανε. Άφησε τα κάρβουνα μέσα στο δωμάτιο και…»

Έκανε κρύο και άφησαν τη ψησταριά μέσα στο δωμάτιο, να ζεσταθούν λιγάκι. Την ξέχασαν. Η Σοφία, ξύπνησε για μια στιγμή, γιατί ο Θοδωρής φώναζε στον ύπνο του, πήρε ένα πάπλωμα, φόρεσε και μια μάλλινη ζακέτα και πήγε στο διπλανό δωμάτιο και ξάπλωσε στον καναπέ. 

Την ξέχασε τη ψησταριά. Σηκώθηκε να τον ξυπνήσει το πρωί και… δεν ξύπναγε. 

Είναι κρίμα που ο χώρος και ο χρόνος δεν φτάνουν. Θα μπορούσα να γράφω για το Θοδωρή με τις ώρες, με τις μέρες. Να γράψω για την ψυχή του που χαμογελούσε σ’ αυτούς που δίψαγαν για δροσιά και να μιλήσω για κάποιον που γεννήθηκε και πέθανε ελεύθερος.