Ήταν μια απλή κίνηση για μένα. Το τράβηγμα ενός κορδονιού που άνοιγε τα παντζούρια και άφηνε το φως να χυθεί μέσα στο δωμάτιο.

Δύσκολο να διακρίνεις αν ο χώρος φωτιζόταν τότε πιο πολύ από το φως ή το χαμόγελο της αγαπημένης μου κυρίας Ελένης. Της γυναίκας που για δεκαετίες είχε πάρει ένα μέρος από τη θέση της μητέρας μου στην καρδιά μου.

Ποτέ δεν μέτρησα την ώρα που έμενα μαζί της, αλλά και ποτέ δεν ήταν αρκετή. Πάντα έφευγα με την αίσθηση ότι έπρεπε να μείνω κι άλλο.

Πάνε χρόνια που έφυγε. Στο νου μου την έφερε πολύ έντονα σήμερα η συζήτηση που είχα με την Παρασκευή Τσίγκα, από την Πρόνοια, για τον εθελοντισμό με την ευκαιρία της Εθνικής Εβδομάδας Εθελοντισμού που γιορτάζεται το διάστημα 8-14 Μαΐου.

Πιο συγκεκριμένα, για τις επισκέψεις των εθελοντών στα γηροκομεία όπου υπάρχουν Έλληνες και στα σπίτια όπου ηλικιωμένοι είναι μόνοι τους και μια επίσκεψη απ’ έξω είναι, όπως θα πει η Παραασκευή, «φως». «Είναι μια ηλιαχτίδα από έξω».

Στην Πρόνοια, πληροφορούμαι, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σήμερα 150 εθελοντές. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών επισκέπτονται και κρατούν συντροφιά σε ηλικιωμένους ομογενείς που βρίσκονται σε γηροκομεία του ευρύτερου αυστραλιανού χώρου ή σε σπίτια όπου σήμερα με την κατ’ οίκον φροντίδα που παρέχει η Πολιτεία, οι ηλικιωμένοι μένουν μεγαλύτερο διάστημα στο σπίτι τους.

Το πιο αιχμηρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι η μοναξιά.

ΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

«Οι εθελοντές μας τους προσφέρουν ένα παράθυρο στον ήλιο. Τους φέρνουν σ’ επαφή με τον έξω κόσμο και τους γεμίζουν, κατά κάποιο τρόπο, το κενό που δημιουργεί η μοναξιά και η απομάκρυνση από το κοινωνικό σύνολο» λέει η Παρασκευή Τσίγκα, ανώτερη συντονίστρια Ανάπτυξης Εθελοντικού Δυναμικού.

«Είναι γεγονός ότι με τη γήρανση του πληθυσμού -μιλάμε τώρα για την ελληνική παροικία-, η ανάγκη προσέγγισης αυτού του προβλήματος γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Γι’ αυτό και καταβάλλεται στοχευμένη προσπάθεια για την επιστράτευση περισσότερων εθελοντών, την ανάπτυξη εθελοντικού δυναμικού, από μέρους της Πρόνοιας. Η μοναξιά, η έλλειψη δυνατότητας επαφής με τον εξωτερικό κόσμο, είναι ένα από τα πιο αιχμηρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ηλικιωμένοι μας. Μπορεί η Πολιτεία να φροντίζει για την αντιμετώπιση των βασικών τους αναγκών, με την κατ’ οίκον φροντίδα που υπάρχει σήμερα, μπροστά μας, εντούτοις ορθώνεται πάντα αδυσώπητο το πρόβλημα της απομόνωσης των ανθρώπων αυτών από τον εξωτερικό κόσμο».

Η ίδια μας πληροφορεί ότι γίνεται πάντοτε αξιολόγηση των προσόντων των εθελοντών, βασικά από τα οποία είναι βέβαια η αγάπη προς τον άνθρωπο, η σωστή επικοινωνία, η γνώση της ελληνικής γλώσσας, δεδομένου ότι οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, ακόμη και όταν κατέχουν άπταιστα την Αγγλική, στη δύση της ζωής τους προτιμούν να επικοινωνούν στην μητρική τους γλώσσα. Επίσης, ικανότητα να φροντίζει τα άτομα και να μην τα κατακρίνει, να διαθέτει καθαρό ποινικό μητρώο.

Όσον αφορά τη γλώσσα, η Παρασκευή Τσίγκα, επεξηγεί ότι η στροφή στην Ελληνική που παρατηρείται σχεδόν γενικά στους ηλικιωμένους μας, συνοδεύεται και από την επαφή τους με την ελληνική κουλτούρα. «Είναι, θα έλεγε κανείς, μια ανάγκη επανασύνδεσης».

ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ

Μεταξύ των εθελοντών, πληροφορούμαστε, είναι αρκετοί και από την δεύτερη γενιά που έρχονται με μεγάλη χαρά και προθυμία να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

«Η προσφορά τους είναι πολύτιμη και ενθαρρυντική για τη συνέχιση του προγράμματος» τονίζει η Παρασκευή Τσίγκα. «Το ότι εισπράττουν χαρά και ικανοποίηση γι’ αυτό που προσφέρουν είναι εμφανές και οπωσδήποτε μεταδοτικό. Η παρουσία ανθρώπων δεύτερης γενιάς σ’ αυτόν το χώρο των εθελοντών μας, πιστοποιεί ότι είναι ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά τις ανάγκες της ομογένειας και επιθυμούν να είναι και εκείνοι παρόντες εκεί που υπάρχει ανάγκη. Για πολλούς είναι και θέμα επανασύνδεσης με τη γλώσσα και την ελληνική κουλτούρα».

Το σύνθημα του εθελοντισμού, φέτος, είναι «Δώσε χαρά – Πάρε χαρά» και αυτό που ακούω από ανθρώπους που αφιερώνουν μέρος της ζωής τους στο χώρο, είναι ότι «η χαρά που παίρνω είναι πιο μεγάλη από αυτή που δίνω».

«Όταν φεύγω από κοντά τους πετάω. Αισθάνομαι τη χαρά και την ικανοποίηση να γεμίζει τη ψυχή μου. Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό το υπέροχο αίσθημα ότι δίνεις στον άλλον χαρά» λέει η Ειρήνη Τριανταφυλοπούλου, η οποία ασχολείται με τον εθελοντισμό τα τελευταία τρία χρόνια, σε προγράμματα της Πρόνοιας.

Κάθε Δευτέρα επισκέπτεται για δύο ώρες ένα γηροκομείο με ηλικιωμένους διαφόρων εθνοτήτων, μεταξύ των οποίων και Έλληνες.

«Πηγαίνω στα δωμάτια και μιλώ μαζί τους για διάφορα θέματα, μου λένε πράγματα που τους απασχολούν, άλλες φορές πάλι συναντιόμαστε όλοι μαζί έξω στο σαλόνι γύρω από ένα τραπέζι, λέμε ανέκδοτα, ζωγραφίζουμε, διασκεδάζουμε και βρίσκουμε χαρά σε μικρά πράγματα και περνά η ώρα τόσο ευχάριστα.

Κάθε φορά με περιμένουν με ανυπομονησία και πολλή χαρά. Ειλικρινά, δεν θα μπορούσα με σιγουριά να πω ποιος χαίρεται περισσότερο από τη συνάντηση αυτή, εγώ ή εκείνοι» λέει η Ειρήνη.

Ιδιαίτερη είναι και η συνάντηση που έχει με μια υπερήλικη κυρία, που επισκέπτεται για δύο ώρες, μία φορά την εβδομάδα στο σπίτι της. «Είναι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, πολύ ζωντανός, με πολλά ενδιαφέροντα και πλούσια κοινωνική δράση στη ζωή της. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, έχει πνευματική διαύγεια και κάνουμε πάρα πολύ ωραίες συζητήσεις. Είναι χαρά μου να αλλάζω το νερό στα λουλούδια της ή να ποτίζω τα γεράνια στη βεράντα της. Μου μεταδίδει τη χαρά της ζωής, έστω και από αυτή τη θέση που είναι σήμερα.

Γι’ αυτό, όπως είπα πριν, στον εθελοντισμό, είναι δύσκολο να καθορίσεις ποιος παίρνει περισσότερα, αυτός που δίνει ή αυτός που δέχεται.

Εκείνο που μπορώ όμως να πω με σιγουριά, είναι ότι ο εθελοντισμός έχει αλλάξει τη ζωή μου. Μ’ έχει κάνει να δω με πιο καθαρό μάτι την ουσία της ζωής και να έλθω πιο κοντά στον άνθρωπο. Χαμογελώ πιο συχνά και αυτό το έχουν προσέξει και τα παιδιά μου» καταλήγει η Ειρήνη.

Η Ντάνα Ηλιάδη, στα εβδομήντα της η ίδια, υπηρετεί τον εθελοντισμό στην Πρόνοια επί 17 συναπτά έτη, επισκεπτόμενη ομογενείς στα γηροκομεία ή στα σπίτια τους.

«Με περιμένουν με μεγάλη ανυπομονησία και η χαρά τους είναι έκδηλη όταν με δουν. Υπάρχουν τόσα που έχουν να μου πουν και κάθε φορά, όταν έλθει η ώρα να φύγω, ζητούν να τους υποσχεθώ ότι θα γυρίσω. Μετρούν και τα δευτερόλεπτα όταν με περιμένουν. Είναι μια εμπειρία που γεμίζει την ψυχή μου χαρά και ικανοποίηση.

Το μόνο που με θλίβει είναι όταν κάποιος φεύγει. Αυτό είναι δύσκολο πραγματικά. Όπως η 98χρονη κυρία που επισκεπτόμουν επί χρόνια και έφυγε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Είχε έλθει στην Αυστραλία το 1937 και όλα όσα ξετύλιγε μπροστά μου ήταν υπέροχα. Είχε το δώρο του λόγου, το χάρισμα της ζωντανής αφήγησης που σε κρατούσε αιχμάλωτο. Συζητούσαμε και δεν καταλαβαίναμε πώς περνούσε η ώρα. Ήταν ένας λεπτός, ευγενικός άνθρωπος με καθαρό μυαλό και ενδιαφέρον στη ζωή μέχρι την τελευταία στιγμή. Αισθάνομαι τυχερή που την γνώρισα και έζησα μαζί της τόσο ενδιαφέρουσες στιγμές.

Εκείνο που μπορώ να πω για τον εθελοντισμό είναι ότι εμπλουτίζει τη ζωή σου. Σε κάνει να αισθάνεσαι πραγματικά ότι ανήκεις στην κοινωνία και είσαι ένα κομμάτι από αυτήν» καταλήγει η Ντάνα Ηλιάδη.