Αυτή την περίοδο -άρχισε πριν δέκα ημέρες- παρουσιάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας (National Gallery of Victoria) μια εκπληκτική έκθεση έργων τέχνης του μεγάλου ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ, η οποία και θα διαρκέσει μέχρι τις 9 Ιουλίου.

Δεν είναι δυνατόν να σας περιγράψω τα έργα του και το παρόν δημοσίευμα δεν έχει άλλη πρόθεση, εκτός από μία φιλική σύσταση προς τους φίλους της τέχνης να επισκεφθούν τη θαυμάσια αυτή έκθεση έργων του μεγάλου ζωγράφου.

Έχοντας διαβάσει, λιγοστά πράγματα για την πολυτάραχη και δύσκολη ζωή του μεγάλου ζωγράφου, από το βιβλίο του Irving Stone, ξεχώρισα και έμειναν έντονα χαραγμένες στη μνήμη μου ορισμένες «εικόνες» που όποτε δω κάποιο αντίγραφο των ανεπανάληπτων έργων του, ο συνειρμός των αναμνήσεων ζωντανεύει την εικόνα και, χωρίς να θέλω, βρίσκομαι στο χωριό των ανθρακωρύχων Μπορινάζ της Ολλανδίας.

Εδώ θα πρέπει να σας πω, ότι ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ήταν γιος ιερέα και προοριζόταν επίσης για ιερέας, αλλά η βαθμολογία του στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου δεν του επέτρεψε την εισαγωγή του στη Θεολογική Σχολή. Αργότερα κατάφερε να εισαχθεί στη Θεολογική Σχολή Άμστερνταμ και μετά το πέρας των σπουδών του, ανέλαβε θρησκευτικοκοινωνική αποστολή στο χωριό των ανθρακωρύχων. Εκεί ο μεγάλος ζωγράφος, τις λίγες δικές του ώρες, ζωγραφίζει τις γυναίκες που τρέχουν πίσω από τα κάρα που μεταφέρουν τα κάρβουνα και μαζεύουν τη σκόνη και τα μικρά κομμάτια κάρβουνου που γλιστρούν από τις χαραμάδες των σανιδιών του κάρου.

Θα έρθει σε λίγο ο χειμώνας και λίγες χούφτες πυρήνα θα σπάσουν την παγωνιά και ίσως ζεστάνει λίγο το κορμάκι των παιδιών τους. Και ήταν κι εκείνη η τρομακτική έκρηξη που έγινε τότε στα ανθρακωρυχεία του Μπορινάζ, προσθέτοντας μια πινελιά δυστυχίας στη φτώχεια και το μόχθο των ανθρακωρύχων. Νεκροί αρκετοί και πολλοί, πάρα πολλοί οι τραυματίες. Και ο παπάς, ο άνθρωπος, ο ζωγράφος, σκίζει τα ρούχα του, τα άμφιά του και δένει πληγές. Με ματωμένα χέρια, χωρίς τα ράσα του που είχαν γίνει επίδεσμοι, και με σκισμένο γεμάτο χρώματα πουκάμισο και παντελόνι, τον βρήκαν οι αρχιερείς που βρέθηκαν, ξαφνικά, στο χωριό για να δουν και να ελέγξουν τα αποτελέσματα και την πρόοδο της αποστολής του υφισταμένου τους. Προσπάθησε, μάταια, να τους εξηγήσει ποια ήταν η κατάσταση και τι πρόσφερε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οι αρχιερείς τον επέκριναν, τον επέπληξαν και έφυγαν θυμωμένοι.

Θυμάμαι, πριν χρόνια, είχε παιχθεί ταινία η ζωή του Βαν Γκογκ, με πρωταγωνιστή τον θαυμάσιο Κερκ Ντάγκλας, στο ρόλο του μεγάλου ζωγράφου. Το είδα δύο ή τρεις φορές, για να δω τη σκηνή που, σε μια στιγμή παράκρουσης, ο Βαν Γκογκ, κόβει το αυτί του. Υπάρχει και ο σχετικός πίνακας, αυτοπροσωπογραφία, που ο ίδιος ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε, κοιτάζοντας τον εαυτό του, σ’ έναν σπασμένο καθρέφτη.

Σε κάποιον που τον ρώτησε πώς εργάζεται και ποιος είναι ο ρυθμός και η σειρά που ακολουθεί, του απάντησε παραστατικά: «Βλέπω, βλέπω πρώτα το τοπίο με τα μάτια μου και με τα μάτια της ψυχής μου και όταν πια αισθανθώ ότι έχει μπει μέσα μου και αποτελούμε ένα πράγμα εγώ και αυτό, τότε το βάζω στον μουσαμά μου.

Για να σας δώσω μια μικρή, ελάχιστη εικόνα της τέχνης του, έτσι όπως την είδα εγώ ο αδαής, ο κοινός λάτρης της ζωγραφικής, θα προσπαθήσω να τον περιγράψω: Ο πίνακας παρουσιάζει μια γυναίκα που κοιμάται καθιστή και στα χέρια της κρατά ένα όμορφο μωρό, το παιδάκι της, που επίσης κοιμάται στην αγκαλιά της. Η κοπέλα είναι μια κάποια κοινή γυναίκα με ένα παιδί που το είχε κάνει με κάποιον άλλο. Με την γυναίκα αυτή, ο Βαν Γκογκ, συζούσε για κάποιο μεγάλο διάστημα. Όταν τελείωσε ο πίνακας, ο Βαν Γκογκ, που δήλωσε πολύ ευτυχισμένος, ο πίνακας παρουσίαζε… « τη γυναίκα του και το μικρό τους… ».

Σπανίως ζωγράφος πέτυχε να εμψυχώσει τα … άψυχα όπως ο Βαν Γκογκ. Αν δείτε ένα ζευγάρι σχισμένες παλιές αρβύλες, το ζευγάρι διηγείται μόνο του με την ταλαιπωρημένη του όψη, με την εγκατάλειψή του, έτσι όπως τις έβγαλε αυτός που τις φορούσε και τις πέταξε με αμάζευτα τα κορδόνια, λένε μόνες τους οι αρβύλες, την ιστορία των κατάκοπων ποδιών που τις φορούσαν.

Αυτοκτόνησε και ήταν μόνο 47 χρόνων. Ο γιατρός και φίλος του Γκωσέ, κάλυψε το φέρετρό του με τους «ήλιους» της Προβηγκίας (χαρακτηριστικό της τέχνης του) και στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, δείχνοντας την φωτογραφία του, που την είχε κρεμάσει στον τοίχο του νεκρικού θαλάμου, είπε: Αυτός είναι ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ.

Δεν είναι αυτός που βλέπουμε στο φέρετρο. Δεν πέθανε, ούτε θα πεθάνει ποτέ. Απεναντίας, μέρα με τη μέρα θα ζήσει πιο τρανά, παγκόσμια και αθάνατα και η ζωή του θα πηγαίνει από γενεά σε γενεά, σαν πηγή αστείρευτη και θα δίνει στον κόσμο, πίστη, πεποίθηση και αγάπη γιατί δεν ήταν μόνο μεγάλος ζωγράφος, αλλά μεγάλος άνθρωπος και μεγάλος φιλόσοφος».