Οι μάσκες έπεσαν, δείχνοντας στους φορολογούμενους της χώρας το στυγνό πρόσωπο των πέντε μεγάλων τραπεζών της Αυστραλίας, ένα πρόσωπο που λίγο έως πολύ όλοι φανταζόμασταν ότι υπήρχε.

Η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει φόρο ύψους $6,2 δις στις πέντε μεγάλες τράπεζες της χώρας, φόρο που καλούνται να πληρώσουν μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, ξεσήκωσε την διοίκηση των τραπεζών κατά της κυβέρνησης.

Μία μόλις μέρα μετά την κατάθεση του προϋπολογισμού, τα ηγετικά στελέχη των τραπεζών, φοβούμενα ότι θα χάσουν τα δικά τους παχυλά μπόνους λόγω μείωσης του ποσοστού κέρδους των τραπεζών, δήλωναν ευθαρσώς ότι τον φόρο αυτό με τον ένα τρόπο ή τον άλλο θα τον πληρώσουν οι πελάτες τους και ότι η διαδικασία για το πώς θα το επιτύχουν αυτό χωρίς να ριψοκινδυνεύσουν την επιβολή προστίμων για αισχροκέρδεια, είχε ήδη ξεκινήσει.

Την Πέμπτη και μετά από συνάντηση της Αυστραλιανής Ένωσης Τραπεζών με τον θησαυροφύλακα της χώρας Scott Morrison, η επικεφαλής της Ένωσης, πρώην Εργατική πρωθυπουργός Κουίνσλαντ Anna Bligh, δήλωνε ότι οι «πέντε μεγάλες αδερφές» είναι αποφασισμένες να ξοδέψουν αδρά, προκειμένου να «δυσφημίσουν» την κυβέρνηση διαφημίζοντας την «αδικία» που αυτή διαπράττει εις βάρος τους.

Το βασικό επιχείρημα των τραπεζών που πήραν τα όπλα για να πολεμήσουν την κυβέρνηση είναι ότι αφενός το επιτελείο του υπ. Οικονομικών δεν «έχει ιδέα» όπως είπε εμμέσως πλην σαφώς η εκπρόσωπός τους κ. Bligh, για το πως θα εφαρμοστεί το μέτρο και ότι με τον συγκεκριμένο φόρο, οι «πέντε μεγάλες αδερφές» θα αντιμετωπίσουν προβλήματα τα οποία θα επηρεάσουν την οικονομία της χώρας και τους επενδυτές τους, οι οποίοι όπως ανέφεραν είμαστε όλοι εμείς που έχουμε σουπερανιουέσιον.

Το μέτρο για έξτρα φορολόγηση των τραπεζών κατά 0,06% στα ποσά που αυτές δανείζονται αφορά τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας ANZ, National Australia Bank, Commonwealth Bank, Westpac και Macquarie Group και όπως ανακοίνωσε ο θησαυροφύλακας Scott Morrison, θα τεθεί σε ισχύ από την πρώτη Ιουλίου.

Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι τα κέρδη των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών της χώρας (εκτός από αυτά της Macquarie Group) το παρελθόν οικονομικό έτος ξεπέρασαν τα $30 δις, οικονομολόγοι εκτιμούν ότι οι απώλειες στο ποσοστό κέρδους των τραπεζών μετά την επιβολή του φόρου της κυβέρνησης Turnbull θα κυμανθεί μεταξύ του 2 και 3%.

Η στάση των τραπεζών τις οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση καθώς παρά τις προειδοποιήσεις του Θησαυροφύλακα ότι οι τράπεζες διακινδυνεύουν υψηλά πρόστιμα αν επιχειρήσουν να «ξαφρίσουν» από τις τσέπες των πελατών τους τον έξτρα φόρο που καλούνται να πληρώσουν, στελέχη των τραπεζών συνέχιζαν χθες να δηλώνουν, αδιαφορώντας για τα λεγόμενα του κ. Morrison ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος.

Εν τω μεταξύ, η στάση των τραπεζών έχει ξεσηκώσει την κοινή γνώμη και μεγάλη μερίδα των φορολογουμένων που υπενθυμίζουμε είναι αυτοί που στήριξαν τις τράπεζες της Αυστραλίας με τα χρήματά τους κατά την διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Τότε η κυβέρνηση Rudd αποφάσισε να εγγυηθεί με $700 δις τις καταθέσεις των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών, εγγύηση που τις βοήθησε στις διεθνείς τους συναλλαγές καθώς το δημόσιο χρήμα τους παρείχε αρκετή ρευστότητα, προκειμένου να συνεχίζουν να δανείζονται ακόμα και όταν οι τόκοι δανεισμού στην παγκόσμια αγορά είχαν εκτοξευθεί στα ύψη.

Και ενώ είναι αναμενόμενο οι φορολογούμενοι να βλέπουν τις τράπεζες με «κακό» μάτι λόγω της εμπειρίας που έχουν αποκτήσει κατά τις συναλλαγές τους με αυτές, το τραπεζικό κατεστημένο δεν περίμενε ποτέ ότι ένας «δικός» τους θα στρεφόταν και δημόσια επίσης, εναντίον τους.

Πρόκειται για τον γεν. διευθυντή της Bendigo & Adelaide Bank, της έκτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, Mike Hirst, ο οποίος δήλωνε χθες ότι παρά τα κινδυνολογικά σενάρια που διαδίδουν τα στελέχη των τραπεζών που ξεκινούν από την κατάρρευση της κτηματαγοράς και φτάνουν έως και την ανακοπή της αναπτυξιακής πορείας της αυστραλιανής οικονομίας αν επιβληθεί ο φόρος, ο νέος φόρος δεν πρόκειται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μεγάλες τράπεζες αλλά θα «διορθώσει μία αδικία που γίνεται χρόνια τώρα».

Ο κ. Hirst ανέφερε επίσης ότι οι μεγάλες τράπεζες βοηθιούνται ιδιαίτερα απλόχερα από τον Αυστραλό φορολογούμενο κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Αποθεματικής που δείχνουν ότι οι μεγάλες τράπεζες επωφελούνται λόγω της εγγύησης ρευστότητας $3,8 δις δημοσίου χρήματος ετησίως, εγγύηση που παρέχει η κυβέρνηση, γεγονός που τους δίνει το πλεονέκτημα να δανείζονται χρήματα από την παγκόσμια αγορά με πολύ χαμηλό επιτόκιο.

Ο κ. Hirst ανέφερε επίσης ότι οι μεγάλες τράπεζες θα πρέπει να καταλάβουν ότι ο φόρος που επιβάλει η κυβέρνηση, «διορθώνει» το τραπεζικό σύστημα και αποκαθιστά τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών ενώ πρόσθεσε ότι αν οι μεγάλες τράπεζες δεν θέλουν να μειωθεί το ποσοστό κέρδους τους θα πρέπει να κάνουν οικονομίες αρχίζοντας από τους παχουλούς μισθούς και τα μπόνους των υψηλόβαθμων στελεχών και όχι μόνο.

Εν τω μεταξύ, η κ. Bligh, η πάλαι ποτέ Εργατική πρωθυπουργός του Κουίνσλαντ, που καθώς φαίνεται ξέχασε την εργατική τάξη και τα ιδεώδη πάνω στα οποία στήριξε την πολιτική της καριέρα και τώρα τρώει στο ίδιο τραπέζι με τους τραπεζίτες, ζητούσε χθες από τους ανεξάρτητους γερουσιαστές να μην στηρίξουν τον φόρο στην Γερουσία.

Η κ. Bligh άφησε να εννοηθεί ότι θα συναντηθεί και με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Bill Shorten έστω και αν ο δεύτερος δήλωσε ήδη ευθέως ότι το Εργατικό Κόμμα θα στηρίξει με την ψήφο του την απόφαση της κυβέρνησης να φορολογήσει τις τράπεζες.