«H ιστορία του πατέρα μου όπως την έζησα…»

Αφηγείται γιος βετεράνου

“Από πολύ μικρός, από τότε που θυμάμαι τον κόσμο, ο πατέρας μου, μου διηγιόταν διάφορα περιστατικά από την Ελλάδα, ιδιαίτερα την Κρήτη και τις εμπειρίες του εκεί το 1941.

Ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, θα πρέπει να πω. Στην αρχή, δείχνοντάς μου το χάρτη, μου έλεγε πού πήγε, πού έμεινε, για την ομορφιά του τοπίου και τη φιλοξενία των ντόπιων, παραλείποντας τις σκληρές πλευρές που, ούτως ή άλλως, θα έβλεπα αργότερα και θα ζούσα, κατά ένα τρόπο, αφού ο πατέρας μου, δεν τις αποχωρίστηκε, δυστυχώς, σχεδόν ποτέ”.

Είναι η εισαγωγή της συζήτησης που έχω με τον Peter Ford, το γιο του βετεράνου Frank Ford, που έγραψε σε βιβλιάριο με τίτλο One Mans Battle περιστατικά από τις εμπειρίες του πατέρα του στην Κρήτη και παρουσιάστηκε πριν λίγες μέρες από τον ιστορικό Jim Glaven.

“Μερικές από τις εμπειρίες του ήταν τόσο φοβερές και απίστευτες που ένιωσα την ανάγκη να πάω προσωπικά στην Kρήτη, να επισκεφθώ αυτά τα μέρη που μου περιέγραφε και να προσκυνήσω, να αποτίσω, αν θέλεις, φόρο τιμής στον ίδιο και στους συμπολεμιστές του. Να πω εδώ ότι διασταύρωσα, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο, όλα αυτά που μου περιέγραψε. Το έκανα και – όντως – ήταν όλα αληθινά!

Πήγα στο Μάλεμε, όπου είχε ανάμιξη ο πατέρας μου. Ένας νέος ταξιτζής, από τα Χανιά, μας πήγε εκεί και αισθάνθηκα την ανάγκη να προσκυνήσω και να αποτίσω φόρο τιμής σ’ όλους εκείνους που χάθηκαν εκεί.

Ταξιδέψαμε παραλιακά πριν σταματήσουμε σ’ έναν λόφο που γνώριζα ως λόφο 107 και ο οποίος για ένα διάστημα ήταν στα χέρια μιας ομάδας από το Τάγμα 22 της ΝΖEF. Αντικρύζαμε μακριά το πέλαγος και μόλις βγήκα από το αυτοκίνητο πάγωσα κυριολεκτικά, γιατί ακριβώς κάτω από τα πόδια μας ήταν το αεροδρόμιο Μάλεμε. Η θέα ήταν ακριβώς ίδια, όπως απεικονιζόταν σε μια μικρή φωτογραφία που μου είχε δείξει ο πατέρας μου και την είχε πάρει όταν οι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο Μάλεμε. Στεκόμουν στο ίδιο σημείο που ήταν ο πατέρας μου πριν 50 χρόνια. Έμεινα άφωνος πραγματικά. Ακόμη και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια η στιγμή αυτή είναι ιερή και δύσκολο να την περιγράψει κανείς.

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

“Περπατήσαμε στον τόπο όπου ο πατέρας μου, μου είχε διηγηθεί τρομακτικά συμβάντα και όπου ο ίδιος είχε επιστρέψει, ως καλεσμένος, στην 50ή Επέτειο της Μάχης της Κρήτης, το 1991.

Βρήκαμε μια τρύπα όπου υπήρξε η φωλιά αλεπούς και το 1941 ο πατέρας μου μαζί με δύο άλλους συναδέλφους του ήταν κλεισμένοι εκεί για τρεις μέρες. Όταν ο ένας τόλμησε να βγάλει το κεφάλι του έξω, ξαπλώθηκε δίπλα στον πατέρα μου με το μισό του κεφάλι στον αέρα. Ήμουν εδώ στην ίδια τρύπα, στην ίδια φωλιά αλεπούς όπως την είχε περιγράψει ο πατέρας μου. Έμαθα στο ταξίδι αυτό, ότι οι ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου, όσο φρικτές και απίστευτες κι αν ακούγονταν, ήταν αληθινές. Υπήρχαν άνθρωποι εκεί που τις επανέλαβαν με κάθε λεπτομέρεια προξενώντας μου ρίγη απίστευτης συγκίνησης”.

Αναφερόμενος ο ίδιος στους δεσμούς του με τους Κρήτες, γράφει: “Tις μέρες της υποχώρησης, έκρυβε τον πατέρα μου μια οικογένεια στο σπίτι της και αργότερα κρυβόταν σε σπηλιές όπου μια 14χρονη κοπέλα τους έφερνε τρόφιμα. Στο ταξίδι μου εκεί το 2015 είχα την τιμή να συναντηθώ μαζί της. Ήταν πολύ συγκινητικό. Έσωσε τη ζωή του πατέρα μου και κατ’ επέκταση σε κείνη όφειλα τη δική μου ζωή”.

Kαι λίγο παρακάτω: “Στην υποχώρηση, πολλά από τα συμμαχικά στρατεύματα προχώρησαν προς τα Σφακιά, νότια της Κρήτης από όπου διέφευγαν με ψαρόβαρκες που τους μετέφεραν σε υποβρύχια και μεγαλύτερα σκάφη στην Αίγυπτο.

Ο πατέρας μου ήταν από τους τελευταίους που διέφυγαν από την εμπόλεμη ζώνη του Μάλεμε και του Πλατανιά.

Η διαδρομή μέσα από τα βουνά ήταν πραγματικά δύσκολη, προβληματική ακόμη και για τα αγριοκάτσικα.

Σ’ ένα σημείο, σε μια πεδιάδα στην Ασκύφου, υπήρχαν μπάλες από άχυρο. Οι Γερμανοί είχαν λυσσάξει και ο πατέρας μου για να τους αποφύγει, είχε κρυφτεί σε μια από αυτές.

Ξαφνικά είδε τέσσερις Γερμανούς να έρχονται από μακριά τρυπώντας με την ξιφολόγχη κάθε μπάλα, όπως περνούσαν.

Ο πατέρας μου σημάδεψε προσεχτικά και πυροβόλησε έναν στρατιώτη στο κεφάλι. Οι άλλοι δύο δεν ήξεραν από πού ήλθε η σφαίρα και κοίταζαν γύρω. Άλλοι δύο πυροβολισμοί και είχε μείνει μόνο ένας όρθιος στρατιώτης. Έμεινε ακίνητος, όσο χρειαζόταν ο πατέρας μου για να τον πυροβολήσει κι’ αυτόν. Αμέσως το έβαλε στα πόδια πριν οι Γερμανοί πάρουν είδηση τί συνέβη. Η εικόνα εντούτοις αυτή, έμεινε με τον πατέρα μου μέχρι την τελευταία του πνοή”.