Στη συνεδρίαση του Eurogroup την περασμένη Πέμπτη, 15 Ιουνίου, μεταξύ των άλλων θεμάτων συζητήθηκε και η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε προτείνει να συζητηθεί και η ρύθμιση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, αλλά για το θέμα αυτό δεν λήφθηκαν αποφάσεις. Ως εκ τούτου, ο Πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, δήλωσε ότι θα παραπέμψει το θέμα αυτό στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, η οποία απαρτίζεται από τους Πρωθυπουργούς των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, που απαρτίζουν το Eurogroup, δήλωσαν πως αφού η Ελληνική Κυβέρνηση ψήφισε τα προαπαιτούμενα μέτρα που είχαν προταθεί, θα γίνει η εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.

Το ποσό του δανείου ανέρχεται στα 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Η εκταμίευση του πρώτου μέρους της δόσης, ύψους 7,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, θα γίνει στις 8 Ιουλίου. 

Ως θετικό μήνυμα για τις αγορές έκρινε η Ελληνική Κυβέρνηση την απόφαση του Eurogroup, καθότι οι αποφάσεις που πάρθηκαν αναφορικά με την Ελλάδα είναι σημαντικές, σε σύγκριση με τις αποφάσεις που είχε πάρει το Eurogroup στη συνεδρίαση της 22ας Μαΐου.

Τα ακόλουθα είναι τα κύρια σημεία της απόφασης που αφορούν την Ελλάδα:

1. Δέσμευση του Eurogroup ότι θα υποστηριχθεί η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές και η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος.

2. Τα μέτρα για την μείωση ή αναδιάρθρωση του χρέους θα μεταβάλλονται ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. 

3. Καθορίστηκαν τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ που πρέπει να επιτευχθούν μέχρι το 2022, και κατά μέσο όρο 2% του ΑΕΠ από το 2023 ως το 2060. 

4. Υπήρξε δέσμευση για ένα φιλόδοξο πακέτο αναπτυξιακών δράσεων από ευρωπαϊκά κονδύλια που θα δώσει προοπτική υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία στο μεσοπρόθεσμο διάστημα 2018-2022.

5. Αποφασίσθηκε η δόση να είναι μεγαλύτερη από τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου, αφού δίνει τη δυνατότητα για πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους περίπου 1,6 δισεκατομμυρίων ευρώ.

ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΛΗΤΤΟΥΝ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΑΜΗΛΟΜΙΣΘΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

Παράλληλα με τα ευνοϊκά για την Ελλάδα μέτρα που συμφωνήθηκαν στη διάσκεψη του Eurogroup στις 15 Ιουνίου, υπάρχουν και κάποιες επώδυνες, κατά την άποψή μου, υποχρεώσεις τις οποίες καλείται η Ελλάδα να εκπληρώσει.

Για παράδειγμα, η Ελληνική Κυβέρνηση δεσμεύτηκε να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) μέχρι το 2022, και πλεονάσματα 2% από το 2023 μέχρι το 2060.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) είναι της γνώμης ότι πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2023 είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν ενόψει των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της Ελλάδας.

Πράγματι, η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ απαιτεί σημαντική μείωση στα δημόσια κονδύλια της Κυβέρνησης, πράγμα που σημαίνει περικοπές σε κοινωνικά προγράμματα που θα επηρεάσουν αρνητικά τους συνταξιούχους και τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, καθώς και αυξήσεις στη φορολογία, που θα επηρεάσουν όλους τους πολίτες, συνταξιούχους και εργαζόμενους, καθώς και τις επιχειρήσεις. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων, οι αυξήσεις στους φόρους θα έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερος αριθμός από αυτές να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στην Βουλγαρία, λόγω της χαμηλής φορολογίας και των χαμηλών ημερομισθίων.

Από κοινωνικής πλευράς, το αποτέλεσμα αυτών των μέτρων θα είναι ο περαιτέρω διχασμός της κοινής γνώμης, και η δημιουργία ενός αρνητικού κλίματος, που οπωσδήποτε θα έχει και οικονομικές επιπτώσεις, καθώς θα αποθαρρύνει επενδύσεις στην Ελλάδα από ξένες επιχειρήσεις.

Αναφορικά με τα τελευταία από τα προαπαιτούμενα μέτρα που η Ελληνική Κυβέρνηση ψήφισε πρόσφατα με την ελπίδα πως στη διάσκεψη του Eurogroup στις 15 Ιουνίου θα είχε θετική ανταπόκριση, ο Θάνος Τσίρος, σε άρθρο του με τίτλο «Συνταγή» φτώχειας για να βγουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα» (Καθημερινή 13/6/17), μεταξύ άλλων κάνει και τις ακόλουθες παρατηρήσεις: 

«Τις βάσεις για ακόμη περισσότερη φτώχεια στην Ελλάδα έβαλε η ψήφιση του νέου πακέτου μέτρων για την περίοδο 2018-2021. Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής αποκαλύπτει τη «συνταγή» με την οποία σκοπεύει η κυβέρνηση να παραγάγει τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5%: βύθιση των κοινωνικών παροχών –συμπεριλαμβανομένων και των συντάξεων– και αύξηση των φόρων.

Για πρώτη φορά μάλιστα στα μνημονιακά χρόνια, αυτοί που θα κληθούν να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος είναι οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, δηλαδή αυτοί που «φλερτάρουν» με τα όρια της φτώχειας.

Για τις κοινωνικές παροχές φέτος προβλέπεται να διατεθούν περίπου 39,051 δισεκατομμύρια ευρώ. Μέχρι το 2021, το συγκεκριμένο κονδύλι θα πρέπει να έχει ψαλιδιστεί στα 37,147 δισεκατομμύρια ευρώ. Δεδομένου μάλιστα ότι υπάρχει πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ, η δαπάνη για τις κοινωνικές παροχές, από το 22% του ΑΕΠ το 2016 και το 21,6% του 2017, θα γκρεμιστεί στο 17,6% μέχρι το 2021.

Ποιος θα… πληρώσει αυτή τη μείωση των κοινωνικών παροχών κατά 1,9 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη 4ετία; Κατά κύριο λόγο οι χαμηλοσυνταξιούχοι –υφιστάμενοι και μελλοντικοί– οι οποίοι κινδυνεύουν να βρεθούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας».

ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Αναφορικά με το δημόσιο χρέος, το ΔΝΤ κρατάει μια αμφίσημη θέση, όπως προκύπτει από τη στάση του στη διάσκεψη του Eurogroup και από μετέπειτα σχόλιά του. Για παράδειγμα, η κ. Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής του ΔΝΤ, πρόσφατα δήλωσε πως στην Ελλάδα θα δοθούν λιγότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια όταν η Ευρωζώνη συμφωνήσει με την άποψη του ΔΝΤ ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο, και ως εκ τούτου πρέπει να μειωθεί ή να γίνει μια σημαντική αναδιάρθρωσή του. Σημειωτέον ότι το ΔΝΤ έχει ήδη δανείσει στην Ελλάδα 14 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το ΔΝΤ είναι της γνώμης πως η δέσμευση της Ελλάδας για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) μέχρι το 2022, και πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2023 μέχρι το 2060 δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί και, ως εκ τούτου, δεν είναι διατεθειμένο να προβεί σε νέα δάνεια. Αυτό που ζητάει το ΔΝΤ είναι κάτι παρόμοιο με τη μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας το 2012 κατά 51 δισεκατομμύρια ευρώ. 

Χαρακτηριστικά της στάσης του ΔΝΤ είναι τα ακόλουθα σχόλια της κ. Κριστίν Λαγκάρντ: «Στην περίπτωση της Ελλάδας, η συμφωνία αυτή θα επιτρέψει στο ΔΝΤ να υποστηρίξει την πρόοδο που σημειώθηκε στις πολιτικές, ενώ η αποδέσμευση πόρων του ΔΝΤ θα εξαρτηθεί από τις περαιτέρω δεσμεύσεις που θα αναλάβουν οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας για ελάφρυνση του χρέους, οι οποίες πρέπει να είναι επαρκείς για να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους».

Από τα παραπάνω σχόλια διαπιστώνουμε πως το ΔΝΤ βρίσκεται σε αντίθεση με τη θέση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, και κυρίως της Γερμανίας, αναφορικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του δημοσίου χρέους της Ελλάδας.

Μια άλλη δυσμενής για την Ελλάδα πτυχή της πρόσφατης διάσκεψης του Eurogroup είναι ότι δεν επιτεύχθηκε η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Με τον τρόπο αυτό διοχετεύεται χρήμα στην οικονομία των κρατών αυτών, και έτσι ενισχύονται οι επενδύσεις και η κατανάλωση, που είναι οι βασικοί μοχλοί ανάπτυξης της οικονομίας. Από το 2015, που άρχισε να εφαρμόζεται η πολιτική αυτή από την ΕΚΤ, η Ελλάδα έχει εξαιρεθεί, λόγω της εκτίμησης ότι το χρέος της δεν είναι βιώσιμο.

Το ελληνικό χρέος για να θεωρηθεί βιώσιμο από την ΕΚΤ πρέπει, μεταξύ άλλων, να κριθεί ότι είναι βιώσιμο από το ΔΝΤ, το οποίο όμως επανειλημμένως έχει δηλώσει ότι δεν είναι βιώσιμο.

Συμπερασματικά κρίνω πως η συνεδρίαση του Eurogroup στις 15 Ιουνίου δεν ικανοποίησε πλήρως τα ελληνικά αιτήματα. Ναι μεν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, Υπουργός Οικονομικών, εξασφάλισε για την Ελλάδα νέο δάνειο 8,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν κατόρθωσε όμως να πείσει τα άλλα μέλη του Eurogroup για την αναγκαιότητα της μείωσης ή αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, ούτως ώστε να καταστεί βιώσιμο. Γιατί, κατά τη γνώμη, μου το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας έγκειται στο γεγονός ότι το δημόσιο χρέος είναι 180% του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι χωρίς τη μείωση ή την αναδιάρθρωσή του είναι φύσει αδύνατον να εξοφληθεί.

Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, κ. Αλέξης Τσίπρας, εναποθέτει τώρα τις ελπίδες του στην επόμενη Σύνοδο Πρωθυπουργών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ας ελπίζουμε ότι θα βρει την προσδοκώμενη ανταπόκριση από τους ομολόγους του.