Γιορτάζοντας τη ζωή στη χώρα των τυχερών

Με την ευκαιρία της Ημέρας της Μητέρας μια αναφορά στη ζωή μιας (σχεδόν) αιωνόβιας συμπαροίκου

Η λατρεμένη μας μαμά Ευσταθία (Έφη) Σπυροπούλου γεννήθηκε το 1920, αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι παππούδες μου είχαν χωράφια στα οποία καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους και έτσι μπορούσαν να βάζουν λίγο φαγητό στο τραπέζι. Ωστόσο, έζησαν μεγάλη φτώχεια και ανέχεια. Στη δεκαετία του 1920 η μητέρα μου ως μικρό κορίτσι θυμάται ότι υπήρχε πάντα ένα πιάτο φαΐ για όποιον πεινασμένο περνούσε από το χωριό. Μεγάλωσε μέσα στο οικονομικό κραχ της δεκαετίας του ’30. Η περιουσία του πατέρα της εξανεμίστηκε σε μια βραδιά και έμειναν πάμφτωχοι. Αυτό που κυρίως θυμάται ως παιδί είναι ότι εργαζόταν όλη την ημέρα στα χωράφια.

Σύντομα ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που έφερε περισσότερες καταστροφές και έσπειρε ακόμα περισσότερο φόβο. Η Ελλάδα βρέθηκε ξανά να πολεμά, αυτή τη φορά με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Η μητέρα μου μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της προσπάθησαν να κρατήσουν ασφαλή τα τέσσερα αδέλφια τους από τους Γερμανούς και οι γονείς τους πάλευαν να τους παρέχουν τα βασικά για να επιβιώσουν. Δεν ήταν εύκολο. Υπάρχει περιστατικό στο οποίο οι Γερμανοί πέρασαν σε απόσταση αναπνοής από την κρυψώνα τους. Η μητέρα μου είχε ακόμα την ατυχία να δει τους Γερμανούς να εισβάλουν και να καίνε ολοσχερώς το γειτονικό της χωριό. Η ζωή τότε δεν ήταν απλώς δύσκολη. Κάθε μέρα ήταν ένα στοίχημα επιβίωσης.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, παντρεύτηκε τον πατέρα μου και την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο αδελφός μου. Μόλις έξι εβδομάδες μετά τη γέννησή του, ο πατέρας μου έφυγε για να πολεμήσει στον Εμφύλιο. Ήταν μια από τις πιο μελανές στιγμές στην ελληνική ιστορία, καθώς αδέλφια βρέθηκαν να σκοτώνουν το ένα το άλλο και ο εχθρός ήταν αυτή τη φορά οι συγγενείς και οι φίλοι. Για άλλη μια φορά η μητέρα μου βρέθηκε να παλεύει να επιβιώσει, μεγαλώνοντας τέσσερα χρόνια μόνη ένα παιδί όσο ο πατέρας μου πολεμούσε.

Ο Εμφύλιος τέλειωσε το 1949, ο πατέρας μου επέστρεψε, αλλά η μεταπολεμική ζωή δεν ήταν εύκολη. Το φαγητό ήταν λιγοστό και η γη ήταν παραμελημένη τόσο καιρό που ήταν δύσκολο να καλλιεργηθεί ξανά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 οι γονείς μου εργάστηκαν πολύ σκληρά, όπως όλοι. Η λατρεμένη μου μητέρα γέννησε άλλα έξι παιδιά. Είχε συνολικά επτά παιδιά και εγώ ήμουν το έκτο. Και, βέβαια, όλα τα παιδιά της τα γέννησε στο σπίτι, χωρίς γιατρό, με τη βοήθεια μιας μαμής. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε τρεχούμενο νερό. Ήταν μια πολύ σκληρή ζωή για τους γονείς μου που δούλευαν ακούραστα συνέχεια για να στηρίξουν την πολυμελή τους οικογένεια.

Ήμουν πολύ νέα τότε για να καταλάβω το μέγεθος των δυσκολιών. Μόνο τώρα αντιλαμβάνομαι τι πέρασαν οι γονείς μου. Προσωπικά ανακαλώ στη μνήμη μου μια παιδική ηλικία με ομορφιά και ζεστασιά. Θυμάμαι να παίζω την κολοκυθιά καθισμένη δίπλα στο τζάκι τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Έχω πολύτιμες αναμνήσεις με τη μαμά μου να λέει ιστορίες και τις φλόγες από τη φωτιά να φτιάχνουν με σκιές εικόνες στον τοίχο καθώς ο άνεμος σφύριζε έξω από τα παράθυρα.

Η ζωή ήταν για μένα γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Δεν είχαμε πολλά παιχνίδια, αλλά παίζαμε έξω στη φύση. Τρέχαμε σαν τον άνεμο. Σκαρφαλώναμε στα δέντρα. Ανεβαίναμε στις κορφές, κολυμπούσαμε στο ποτάμι και ήμασταν χαρούμενοι. Αλλά για τους αγαπημένους μου γονείς η κάθε μέρα ήταν ένας ακόμα αγώνας.

Το 1964 ο θείος μου ο Γιώργος, αδελφός της μητέρας μου που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία, μας έκανε πρόσκληση να έρθουμε. Οι γονείς μου ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή για όλους μας και έτσι τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς μεταναστεύσαμε στην Αυστραλία, την τυχερή για μένα -μέχρι στιγμής- χώρα.

Ήρθαμε με το “Πατρίς” και μας πήρε σχεδόν ένα μήνα να πιάσουμε λιμάνι. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ήταν 16 και ο μικρότερος μόλις δύο ετών. Το ξεκίνημά μας στη νέα ήπειρο ήταν ένας ακόμη αγώνας. Οι ήχοι της πόλης, με τις σειρήνες των ασθενοφόρων και των περιπολικών και τα φορτηγά, ήταν κάτι άγνωστο μετά την ήσυχη ζωή στο χωριό. Από την απόλυτη ελευθερία στην ύπαιθρο του χωριού βρεθήκαμε ξαφνικά φυλακισμένοι σε τέσσερις τοίχους. Ήταν ένα πολιτιστικό σοκ, αλλά ευτυχώς προσαρμοστήκαμε γρήγορα και σύντομα νιώσαμε την Αυστραλία σπίτι μας.

Ο θείος μας βοήθησε να βρούμε σπίτι στο Fawkner και εκεί ξεκινήσαμε τη ζωή μας ως Αυστραλοί πολίτες. Περάσαμε τόσο ωραία που η μητέρα μου ακόμα και σήμερα ισχυρίζεται ότι είναι το καλύτερο προάστιο στην Αυστραλία. Οι αποστάσεις για το σχολείο, τα εμπορικά μαγαζιά και το πιο σημαντικό για την ελληνική εκκλησία Αγίου Νεκταρίου, ήταν μικρές. Η πίσω αυλή του σπιτιού ήταν τόσο μεγάλη που σύντομα ο πατέρας μου καλλιεργούσε λαχανικά για όλη την οικογένεια. Το σπίτι ήταν διαρκώς γεμάτο επισκέπτες, γέλια και χαρές. Η περιοχή ήταν μια πραγματικά πολυπολιτισμική κοινότητα στην οποία ζούσαμε αρμονικά με τους γείτονές μας. Από την μια πλευρά ζούσαν οι υπέροχοι Αυστραλοί μας γείτονες. Μας βοήθησαν να μάθουμε τη γλώσσα και μας καθοδηγούσαν σε κάθε βήμα. Έπεισαν τον πατέρα μου να αγοράσει τηλεόραση για να μάθουμε αγγλικά. Από την άλλη πλευρά, είχαμε μια οικογένεια Ιταλών. Οι γονείς μου αντάλλασσαν μαζί τους σπιτικό σαλάμι με λαχανικά από τον κήπο μας και μιλούσαν για τις πατρίδες τους με τα σπαστά τους αγγλικά πάνω από το φράχτη. Λίγο πιο κάτω οι γείτονες ήταν Γερμανοί. Κάποτε ήταν οι εχθροί στον πόλεμο, τώρα όμως ζούσαμε δίπλα-δίπλα, ειρηνικά. Ήμασταν μια υπέροχη κοινότητα, φροντίζαμε ο ένας τον άλλο και γιορτάζαμε παρέα.
Ήμασταν πραγματικά χαρούμενοι στη νέα μας πατρίδα και η μαμά αποκαλούσε την Αυστραλία “παράδεισο”. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται ότι είναι κουρασμένος όταν δεν είχε να κόψει ξύλα ή να ανάψει φωτιά για να μαγειρέψει ή να ζεσταθεί. Ή που δεν έχει να πλύνει τα πάντα στο χέρι αφού τα πλένει στο πλυντήριο ή που έχει τρεχούμενο νερό. Δουλειές υπήρχαν άφθονες για όλους και ήταν πραγματικά μια “Τυχερή Χώρα”.

Είχαμε εξαιρετικές ευκαιρίες εδώ στην Αυστραλία, δουλέψαμε πολύ και προκόψαμε. Η οικογένεια από την πλευρά της μητέρας μου μεγάλωσε. Έχουμε 65 μέλη στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, με 22 εγγόνια και 27 δισέγγονα. Η οικογένεια αυξήθηκε και ζει σε διάφορα σημεία της Μελβούρνης, αλλά βέβαια το Fawkner είναι πάντα το σπίτι και η μαμά μας είναι η καρδιά που μας τραβά κοντά της.

Χάσαμε τον πατέρα μου πριν δώδεκα χρόνια. Η επιθυμία του πριν πεθάνει ήταν να τον θάψουμε στην Ελλάδα. Έτσι η μητέρα μου και τα επτά παιδιά της τον πήγαν πίσω να “ξεκουραστεί” στον τόπο που γεννήθηκε, στο χωριό που λάτρεψε και δεν ξέχασε ποτέ.

Η μητέρα μου στα 98 της χρόνια ζει ακόμα στο Fawkner στην ίδια διεύθυνση. Διαβάζει την εφημερίδα “Νέος Κόσμος” τρεις φορές την εβδομάδα και περνά το χρόνο της καλλιεργώντας τα λαχανικά της και φροντίζοντας τις κότες της. Όταν περνάει κάποιος από τον κήπο της νιώθει ηρεμία και ευχαρίστηση. Η ζωή της ήταν γεμάτη αγώνες, πολέμους, δυσκολίες, εκείνη, ωστόσο, είναι πάντα θετική, γενναιόδωρη και γεμάτη ευγνωμοσύνη για όλα όσα έχει.

Μέχρι σήμερα η μητέρα μου λέει ότι είμαστε στην ΤΥΧΕΡΗ χώρα και νιώθει πολύ περήφανη ως Ελληνοαυστραλή. Για εκείνη το Fawkner είναι το καλύτερο προάστιο της Αυστραλίας και η Αυστραλία η καλύτερη χώρα στον κόσμο. Αλλά η Ελλάδα, η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ μας Ελλάδα, είναι πάντα στην καρδιά μας και σε κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας.