Από νεαρή ηλικία ο Φρειδερίκος-Αύγουστος Φράιχερ φον ντερ Χάιντε (Friedrich von der Heydte) περιφρονούσε το Ναζιστικό Κόμμα, με μια απέχθεια που ήταν αμοιβαία. Ο Στρατάρχης Χέρμαν Γκέρινγκ διοικητής της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας (Luftwaffe), τον χλεύαζε επειδή ήταν αφοσιωμένος καθολικός, αποκαλώντας τον ως ο «αλεξιπτωτιστής-κομποσκοίνι».

Τέτοιο ήταν το επίπεδο της αντιπάθειας μεταξύ του Χάιντε και του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, που εάν δεν ήταν ένας εξαίρετος και τολμηρός στρατιώτης, ένας από τους λίγους επιτυχημένους ηγήτορες των γερμανικών δυνάμεων αλεξιπτωτιστών, θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπίσει το ναζιστικό εκτελεστικό απόσπασμα, πολύ πριν από το τέλος του πολέμου.

Ο Χάιντε κατατάχθηκε σαν αξιωματικός του Ιππικού, όπως έκαναν όλοι οι αριστοκράτες εκείνης της εποχής.

Παράλληλα για ένα διάστημα, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ για να σπουδάσει νομικά και οικονομικά. Δεν συμπαθούσε τους κομμουνιστές, αλλά επιστρέφοντας στο Βερολίνο για μεταπτυχιακές σπουδές, συνάντησε ένα νέο εχθρό, τους εθνικοσοσιαλιστές ή αλλιώς, Ναζί! Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που οι διαπληκτισμοί του με αυτούς τους αναδυόμενους ακροδεξιούς, κατέληξαν σε καυγάδες με ανταλλαγές γροθιών για να υποστηρίξει τις φιλελεύθερες ιδέες του.

Αηδιασμένος με την άνοδο του Χίτλερ, άφησε το Βερολίνο και πήγε στη Βιέννη. Το 1934, ένα έτος μετά την τοποθέτηση του Χίτλερ στην θέση του καγκελαρίου, ο Χάιντε έλαβε την αυστριακή υπηκοότητα και το 1935 εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία, για συνέχιση σπουδών.

Την ίδια χρονιά, ανακλήθηκε στην υπηρεσία, όντας αξιωματικός του Ιππικού, διότι ο γερμανικός στρατός είχε αρχίσει ένα μυστικό πρόγραμμα νέας δομής δυνάμεων.

Το 1937 το γερμανικό ιππικό, μετατράπηκε σε Όπλο τεθωρακισμένων και ο Χάιντε βρέθηκε διοικητής ενός τάγματος αντιαρματικών. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις εισβολής στις Κάτω Χώρες, όπου τιμήθηκε με το σιδηρού σταυρό ανδρείας 1ης τάξεως.

Τον Αύγουστο του 1940, δήλωσε εθελοντικά να μετατεθεί στις αερομεταφερόμενες δυνάμεις στο επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών. Στη συνέχεια, στο βαθμό του λοχαγού, διορίστηκε σαν διοικητής του 1ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών που ανήκε αντίστοιχα, στο 3ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ

«Οι ιδεαλιστές, είναι η πιο δύσκολη πάστα ανθρώπων να τους χειριστεί κανείς. Πάρα πολλοί απ’ αυτούς που ανήκαν στη νεολαία του Χίτλερ και είχαν κορεστεί με εθνικιστικά συνθήματα, απέτυχαν να προσαρμοστούν στην τραχύτητα της εκπαίδευσης ενός αλεξιπτωτιστή.

Πολλές φορές κατά τη διάρκεια του πολέμου είδα στρατιώτες να καταρρέουν κυριολεκτικά κάτω από την πίεση της μάχης.

Το 3ο Σύνταγμα, δυνάμεως 600 ανδρών, μεταστάθμευσε τελικά στις 15 Μαΐου 1941 κοντά στο αεροδρόμιο της Τανάγρας».

Την επόμενη ημέρα, ο Χάιντε, μαζί με τους άλλους διοικητές του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, παρακολούθησε την συγκέντρωση που είχε οργανωθεί από τον Στρατηγό Στούντεντ στο ξενοδοχείο της Μ. Βρετανίας στην Αθήνα. Με καθαρή, δυνατή και ήρεμη φωνή ο Στούντεντ εξήγησε το σχέδιο ενεργείας για την Κρήτη.

O Χάιντε και οι άλλοι αλεξιπτωτιστές Γερμανοί αξιωματικοί, άκουγαν προσεκτικά, καθώς ο στρατηγός Στούντεντ, αποκάλυπτε το σχέδιό του για την κατάληψη της Κρήτης.

Το 1ο Τάγμα του Χάιντε, θα έκανε άλμα στην περιοχή των φυλακών της Αγιάς Χανίων, μια ανοικτή και εκτεθειμένη πεδιάδα, και στη συνέχεια θα εξασφάλιζε το δρομολόγιο που οδηγούσε από Χανιά προς Σούδα.

To βράδυ της 19 Μαΐου το τάγμα του Χάιντε που αριθμούσε 120 άνδρες, άρχισε την προετοιμασία για την ιστορική αεραποβατική επιχείρηση.

Στις 4 τα ξημερώματα τα αεροσκάφη άρχισαν να απογειώνονται από την Τανάγρα. Ο Χάιντε και οι αλεξιπτωτιστές του, έπεσαν χωρίς να αντιμετωπίσουν αντίσταση τα ξημερώματα της 20 Μαΐου του 1941. Όπως κατέβαινε με το αλεξίπτωτό του προς τη γη, διέκρινε από ψηλά το χωριό του Αλικιανού και προσγειώθηκε αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή μια δεξαμενή νερού και μια συκιά. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν 07.15.

Ικανοποιημένος ότι ήταν στο σωστό σημείο, ο Χάιντε και οι άνδρες του, άρχισαν να περπατούν στον σκονισμένο δρόμο που οδηγούσε από Αλικιανού προς Χανιά.

Συγκέντρωσε και αναδιοργάνωσε τους άντρες του και άρχισε να επιτίθεται στα υψώματα που δέσποζαν της πόλης των Χανίων. Οι λόχοι του αναπτύχθηκαν και ενώ προχωρούσαν αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση με πυρά πολυβόλων. Η μάχη ξεκίνησε με πυρά και ελιγμούς ανάμεσα από ελαιόδεντρα προς το Μεγάλο Κάστρο.

Στις 10.30 άρχισε να λαμβάνει αντικρουόμενες αναφορές από τους διοικητές των λόχων του, που όμως υποδείκνυαν την ισχυρή γραμμή αντίστασης των βρετανικών τμημάτων. Η αντίσταση δεν προερχόταν μόνο από στρατιώτες, αλλά και από πολίτες, άνδρες, γυναίκες ακόμη και παιδιά!

Μετά από λίγο ήλθε η αναφορά, ότι ο σταθμός διοίκησης του τάγματος είχε χτυπηθεί με πυρά πυροβολικού. Ένας ασύρματος καταστράφηκε και 2 στρατιώτες σκοτώθηκαν. Μόλις έφθασε εκεί είδε τον υποδιοικητή του κατακίτρινο, ένδειξη της αγριότητας της μάχης που εξελισσόταν γύρω τους.

Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το μεσημέρι όλοι οι ΑΝΣΚ (Αντικειμενικοί Σκοποί) του τάγματος είχαν καταληφθεί αλλά με μεγάλο τίμημα. Ένας σταθμός πρώτων βοηθειών είχε οργανωθεί κάτω από τα δέντρα και είχε ήδη γεμίσει από τραυματίες που περίμεναν τον γιατρό να τους δει. Ο Φον ντερ Χάιντε προσπάθησε να ενθαρρύνει τους τραυματίες και πήγε να τους μιλήσει.

«Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ» 

Τότε είδε ένα τραυματία Άγγλο στρατιώτη. «Γονάτισα και μετακίνησα τα ξανθά μαλλιά του από το μέτωπό του» διηγείται. «Ένας νοσοκόμος, θεώρησε σωστό να ενημερώσει τον Βρετανό, ότι ήμουν ο διοικητής του τάγματος. Με τα έκπληκτα γαλανά μάτια του με κοίταξε για λίγο. «Ο πόλεμος τελείωσε για μένα κύριε..» είπε. «Ελπίζω ότι θα τελειώσει και για σας στο όχι τόσο μακρινό μέλλον».

Καθώς τέλειωνε η πρώτη ημέρα, οι αμυνόμενοι Βρετανοί, έκαναν το παν για να απαγορεύσουν οποιαδήποτε γερμανική προσπάθεια για κατάληψη των Χανιών. Τελικά οι σύμμαχοι επιχείρησαν αντεπίθεση αργά το απόγευμα. Οι μάχες εξελίχθηκαν σε αγώνα σώμα με σώμα και ήταν πολύ σκληρές!
Οι Γερμανοί κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν την αντεπίθεση.

Το αεροδρόμιο του Μάλεμε καταλήφθηκε και εξασφαλίσθηκε από τους Γερμανούς στις 21 Μαΐου.

Στις 22 Μαΐου, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές μαζί με τους ορεινούς καταδρομείς, απώθησαν την αντεπίθεση των Νεοζηλανδών και αυτή η ενέργεια, αποδείχτηκε το «σημείο στροφής» της μάχης της Κρήτης. Το 1ο τάγμα αλεξιπτωτιστών προωθήθηκε προς τα Περιβόλια και την επόμενη στις 27 Μαΐου ο Χάιντε επικεφαλής των ανδρών του, μπήκε στα Χανιά.

«Θύμιζαν μια έρημη πόλη. Όλα ήταν κλειστά. Κανένας πολίτης δεν κυκλοφορούσε! Οι Βρετανοί και οι Νεοζηλανδοί είχαν αποχωρήσει και οι πολίτες κρύβονταν φοβούμενοι ή περιφρονώντας τους Γερμανούς».

Μόνο ο δήμαρχος Χανίων τους περίμενε για να παραδώσει την πόλη στον επικεφαλής αξιωματικό, προκειμένου ν’ αποφύγει καταστροφές.
Παρά την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης «Ερμής», η κλίμακα των απωλειών ήταν τόσο μεγάλη και τρόμαξε τόσο πολύ τον Χίτλερ, που από τότε αποφάσισε να μην επιχειρήσει ξανά τέτοια μαζική αεραπόβαση.

«Η μάχη της Κρήτης αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι ήταν η αρχή προς το άνοιγμα μιας μεγάλης τραγωδίας που έφτασε στο αποκορύφωμά της στο Ελ Αλαμέιν και στο Στάλινγκραντ. Για πρώτη φορά εκεί, στην Κρήτη, στάθηκε απέναντί μας ένας γενναίος και ανελέητος αντίπαλος σ’ ένα πεδίο μάχης που τον ευνοούσε. Στην περίπτωσή μας τα πράγματα πήγαν καλά για μας, αλλά φάνηκε σαν θαύμα το ότι αυτή η επικίνδυνη επιχείρηση πέτυχε! Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε! Η αντίσταση στο νησί δεν σίγησε αλλά φούντωσε και θέριεψε.

Οι μαζικές συλλήψεις και οι εκτελέσεις δεν φόβισαν τον λαό. Τουναντίον τον συσπείρωσαν περισσότερο. Τα μετέπειτα γεγονότα το επιβεβαιώνουν. Οι χιλιάδες σταυροί των νεκρών Γερμανών αλεξιπτωτιστών και άλλων στρατιωτών στο Μάλεμε το μαρτυρούν».

H ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΩΝ ΘΑ ΄ΤΑΝ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 

Να πώς περιγράφει ένας άλλος Γερμανός αξιωματικός των αλεξιπτωτιστών ένα περιστατικό στην περιοχή Γαλατά Χανίων, όπου πραγματοποιήθηκε και η κυρία προσπάθεια των Γερμανών:

«Στο λιγοστό φως της μέρας θυμάμαι που πετάχτηκε σαν αγρίμι μέσα από τους αγκαθωτούς θάμνους σαν αστραπή, μία λεβεντόκορμη σιλουέτα, στα μαύρα ντυμένη, με ψηλές μπότες και σαρίκι στο κεφάλι που δίχως καθυστέρηση φύτεψε με το γερμανικό αυτόματο που κρατούσε πέντε σφαίρες στο στομάχι δύο αλεξιπτωτιστών.

Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε έπεσε κάτω, γλιστρώντας σαν φίδι μέσα στους θάμνους με δαιμονισμένη ταχύτητα.

Αντιδρώντας γρήγορα τον κυκλώσαμε και προσπαθήσαμε να τον εξουδετερώσουμε. Όταν έφθασα κοντά του δεν είχε ακόμα πεθάνει. Τα μάτια του ανοικτά, κατάμαυρα, λες και φοβέριζε τον ερχομό του θανάτου, όμως όλο σχεδόν το κορμί του ήταν χτυπημένο από θραύσματα της χειροβομβίδας.

Τον σήκωσα και ακούμπησα την πλάτη του στον κορμό μίας χοντρής ελιάς.

Ειλικρινά με είχε συναρπάσει η τακτική που μαχόταν. Θα ήταν περίπου 18 χρονών. Πριν ξεψυχήσει, κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια το στοχασμό μου και χαμογέλασε. Ξαφνιάστηκα. Δεν ξέρω αν χαμογελούσε σε μένα ή στον θάνατο, που φτερούγιζε για να τον πάρει. Σήκωσε με κόπο το δεξί του χέρι, πήρε από το λαιμό του ένα σταυρό που κρεμόταν, τον φίλησε κι έγειρε το κεφάλι πλάγια, ξεψυχώντας με καρφωμένο στα χείλη του το χαμόγελο.

Όμως, η έκπληξή μου έμελλε να κορυφωθεί, όταν τραβώντας το σαρίκι του για να τον ξαπλώσω χάμω, ξεχύθηκαν απ’ το κεφάλι του μισό μέτρο κατάμαυρα μαλλιά. Τότε μόνο κατάλαβα πως ήταν γυναίκα. Βουβάθηκα.

Ήταν κάτι που δεν το περίμενα. Ένοιωσα στο λαιμό μου έναν κόμπο να με πνίγει. Ήταν πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι η μοίρα των αλεξιπτωτιστών θα ‘ταν πολύ δύσκολη στην Κρήτη. Έφυγα, αφήνοντας τη σκέψη μου κάτω από τη γέρικη ελιά, κοντά στη νεκρή κοπέλα».