Τον Ιούνιο του 2018, στη σχολή ‘South – East European Studies at Oxford’ (SEESOX) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έγινε ένα διεθνές συνέδριο με θέμα «Διασπορά και εθνικό κέντρο σε ρευστό τοπίο».

Ο Όθων Αναστασάκης, Διευθυντής του SEESOX, έκανε τα ακόλουθα σχόλια αναφορικά με το εν λόγω συνέδριο: «Το συνέδριο είναι το πρώτο μεγάλο συνέδριο που διοργανώσαμε στο πλαίσιο του μεγάλου ερευνητικού προγράμματος Greek Diaspora Project. Προσείλκυσε μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα στην έρευνα για την ελληνική διασπορά από όλο τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου τονίσαμε τη σημασία για βαθύτερη επιστημονική και εμπειρική κατανόηση της διασποράς, για εμπιστοσύνη ανάμεσα στην ομογένεια και τη μητέρα πατρίδα, και για ενίσχυση δεσμών ανάμεσα στις διασπορικές κοινότητες ανά τον κόσμο».

Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στο συνέδριο για την ελληνική διασπορά ήταν και η μετανάστευση τα τελευταία χρόνια νέων προσοντούχων και επιστημόνων, γνωστή με τον αγγλικό όρο «Brain drain», με άλλα λόγια «Διαρροή εγκεφάλων».

Σχετικά με το «Brain drain» ο Μανώλης Πρατσινάκης, ερευνητής του Ιδρύματος Ωνάση στην Οξφόρδη, ανέφερε ότι κορυφώθηκε το 2012 και έκτοτε παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με ετήσιες ροές άνω των 50.000 ατόμων.

Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια αναγκάζει μεγάλο αριθμό Ελλήνων, υψηλών μορφωτικών και επαγγελματικών επιπέδων, να μεταναστεύουν σε αναζήτηση σταθερής εργασίας.

Παράλληλα με την οικονομική ύφεση, στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια σημαντικός παράγοντας για τη διαρροή εγκεφάλων είναι και το καθεστώς ελεύθερης κινητικότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι μέλος της.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, διαπιστώνουμε ότι το φαινόμενο της ελληνικής Διασποράς είναι τόσο παλιό όσο και η ιστορία των Ελλήνων. Αιτίες οικονομικές, πολιτικές, αλλά και άλλες, οδήγησαν από τους αρχαιότατους χρόνους μεγάλους αριθμούς κατοίκων της Ελλάδας σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, αλλά και του Εύξεινου Πόντου.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η εθνεγερσία του 1821 οφείλει πάρα πολλά στη συμβολή της ελληνικής Διασποράς, η οποία είχε ιδρύσει στην Οδησσό την «Φιλική Εταιρεία». Παράλληλα οι Έλληνες έμποροι και επιχειρηματίες του εξωτερικού είχαν βοηθήσει οικονομικά την αγωνιζόμενη για την απελευθέρωσή της Ελλάδα.
Όταν μετά από την Εθνεγερσία του 1821 συστάθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος το 1830, ο πληθυσμός του δεν ξεπερνούσε τις 750.000, ενώ ο Ελληνισμός της αλύτρωτης Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, έφθανε τα δύο εκατομμύρια.

Με την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, και την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, το μεγαλύτερο μέρος του πανάρχαιου ανατολικού Ελληνισμού ξεριζώθηκε βίαια από τις πατρογονικές του εστίες.

Στα πρώτα δύσκολα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι Έλληνες της Διασποράς είχαν γίνει οι κύριοι χορηγοί του, και με την οικονομική τους βοήθεια ιδρύθηκαν τα κυριότερα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα, και έγιναν μεγάλα έργα υποδομής.

Από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους το 1830 μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα τα μεγάλα κύματα Ελλήνων μεταναστών κατευθύνονταν κυρίως στις υπερπόντιες χώρες Αμερική και Αυστραλία. Η κύρια κατεύθυνση άλλαξε μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Οι Έλληνες του εξωτερικού είναι οργανωμένοι σε συλλόγους (πολιτιστικούς, φιλανθρωπικούς, αθλητικούς), σε ενορίες, σε εθνικοτοπικές οργανώσεις, σε κοινότητες και σε ομοσπονδίες.

Παράλληλα με τη δημιουργία οργανώσεων, οι απόδημοι Έλληνες μερίμνησαν και για τη δημιουργία μέσων επικοινωνίας στην ελληνική γλώσσα, όπως εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και ραδιοφωνικά προγράμματα.

Η ελληνική εκπαίδευση στο πλαίσιο των ελληνικών παροικιών δίνει τη δυνατότητα στις νέες γενιές να μάθουν την ελληνική γλώσσα και να εξοικειωθούν με πτυχές του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού.

Θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι η εξωελλαδική ομογένεια στις ημέρες μας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο στάδιο της μακρόχρονης ιστορίας της, καθότι αναζητά τρόπους επιβίωσης σε αφομοιωτικά περιβάλλοντα.

Για τον λόγο αυτό από τη μια απαιτείται η συνεχής και αγαστή συνεργασία μεταξύ των παροικιακών φορέων και της κατά τόπους Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ από την άλλη απαραίτητη είναι και η κατά δύναμη συμβολή των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων.

Αναφορικά με τη συμβολή από τις ελληνικές κυβερνήσεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Ελληνισμός της Διασποράς είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τη δημιουργία ευνοϊκής πολιτικής για τα κατά καιρούς συμφέροντα της Ελλάδας από τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες διαβιεί.

ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η μακραίωνη ιστορία της Ελληνικής Διασποράς ξεκίνησε περίπου κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ., ενώ στην σύγχρονη εποχή χωρίζεται συνήθως σε τρεις μεγάλες περιόδους, η καθεμία από τις οποίες έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με άρθρο του Στράτου Καρακασίδη με τίτλο «Το τρίτο μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων» στην αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (2/7/16), 1.764.000 Έλληνες μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μέχρι τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Ως πηγή του παραπάνω αριθμού των Ελλήνων μεταναστών ο Σ. Καρακασίδης αναφέρει την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος με θέμα «Φυγή ανθρωπίνου κεφαλαίου: σύγχρονη τάση μετανάστευσης των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης», που δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα.

Η προαναφερθείσα έκθεση την Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει επίσης πως ο αριθμός των μονίμως εξερχόμενων Ελλήνων ηλικίας 15-64 ετών από το 2008 μέχρι τον Ιούλιο του 2016 , ξεπερνά τις 427.000. Επίσης τονίζει πως η έξοδος Ελλήνων για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό βρίσκεται σε εξέλιξη, και ότι πρόκειται για την τρίτη μαζική μετανάστευση που γνωρίζει η σύγχρονη Ελλάδα, η οποία δεν φαίνεται πότε θα τερματιστεί.

Πάλι σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, οι περίοδοι μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων είναι από το 1903 έως το 1917, από το 1960 έως το 1972, και από το 2010 μέχρι πρόσφατα. Παράλληλα ο Στράτος Καρακασίδης εκφράζει την ακόλουθη άποψη:

«Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις φάσεις έλαβαν χώρα μετά μια έντονη υφεσιακή διαταραχή που διεύρυνε το χάσμα μεταξύ της χώρας μας και των ανεπτυγμένων κρατών, και τροφοδότησε τη μαζική φυγή ανθρώπων, νέων στην πλειονότητά τους, που αναζητούσαν νέες ευκαιρίες και δυνατότητες προόδου».

Η διάχυση των Ελλήνων σε όλες τις γωνιές της Υφηλίου δίνει μια οικουμενική διάσταση στο ελληνικό έθνος. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, η σύγχρονη κατανομή των αποδήμων Ελλήνων ανά ηπείρους έχει ως ακολούθως:

Αμερική 61%, Ευρώπη 23%, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία 13%, Αφρική 2%, και Ασία 1%.

Ο Ελληνισμός της Διασποράς, μετά το 1973-1974 και μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, είχε παύσει να τροφοδοτείται με νέο αίμα, καθώς το φαινόμενο της παλιννόστησης ήταν μεγαλύτερο από αυτό της μετανάστευσης.

Όμως όταν η οικονομική κρίση έπληξε την Ελλάδα από το 2010, η μετανάστευση αναζωπυρώθηκε και πάλι, με κατεύθυνση αυτήν τη φορά κυρίως προς τα κράτη της Ευρώπης, και ιδιαίτερα προς αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι μέλος της.

Αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική Διασπορά στα κράτη εκτός της Ευρώπης δεν τροφοδοτείται πλέον επαρκώς από νέα μέλη, τα οποία εμφορούνται από τα σύγχρονα στοιχεία της ελληνικότητας.

Στις επερχόμενες γενιές του απόδημου Ελληνισμού αυτό θα αποδυναμώσει τα στοιχεία εκείνα που στο σύνολό τους απαρτίζουν τη συνείδηση της ελληνικότητας, η οποία μάλλον θα πάρει έναν συμβολικό χαρακτήρα.

Αυτό εξάλλου το παρατηρούμε στην Αυστραλία, όπου οι απόγονοι των Ελλήνων μεταναστών ομιλούν όλο και λιγότερο την ελληνική γλώσσα, ενώ και το κριτήριο της καταγωγής εξασθενεί λόγω του φαινομένου των μικτών γάμων.

Τα ελληνικά σχολεία μέχρι στιγμής δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη διατήρηση μέχρι κάποιο βαθμό της ελληνικότητας των νέων γενιών, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να συνεχισθεί η συμπαράστασή τους από τις εκάστοτε Ελληνικές Κυβερνήσεις.

Είναι γνωστό, ότι τα τελευταία χρόνια οι έδρες Νεοελληνικών Σπουδών στα διάφορα Πανεπιστήμια του εξωτερικού κινδυνεύουν από τις οικονομικές περικοπές των κυβερνήσεων, και για να συνεχισθεί η λειτουργία τους επιβάλλεται η χρηματοδότησή τους.

Αν το ελληνικό κράτος, ή εύποροι ομογενείς, επιδοτήσουν την ίδρυση και τη διατήρηση προγραμμάτων Ελληνικών Σπουδών σε Κολλέγια και Πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ παράλληλα ενδυναμωθούν τα ομογενειακά σχολεία, και αν διατηρηθούν στενοί δεσμοί των Ελλήνων της Διασποράς με τα εθνικά κέντρα, τότε θα μπορέσει να διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό η ελληνική γλώσσα στους απόδημους ομογενείς.

Σημαντικός παράγοντας προς αυτήν την κατεύθυνση θα είναι η καθιέρωση προγραμμάτων διακοπών για νέους και νέες της Ελληνικής Διασποράς στην Ελλάδα και στην Κύπρο, σε συνδυασμό με επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.

Για κάποιους μαθητές που θα παίρνουν μέρος σε τέτοια προγράμματα, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στα σχολεία του τόπου διαμονής τους θα έχει συγκεκριμένα αντικείμενα αναφοράς, καθότι θα σχετίζεται με τις βιωματικές εμπειρίες τους στις δύο μητροπόλεις του Ελληνισμού.