Μαρτυρίες φιλολογικές κ’ επιγραφικές (non vidi) επιβεβαιώνουν την απαίτηση του Μ. Αλέξανδρου ν’ αναγνωρισθεί από τους Αθηναίους (και όχι μόνο) ως θεός. Θα σταθούμε στις πρώτες, που αφορούν στον Δημοσθένη και τους ομότεχνους αντιπάλους του. Πρώτα όμως να βάλουμε κάποια τάξη στα γεγονότα.

Έφηβος ο Αλέξανδρος, γνωρίζει ότι από την πλευρά τού πατέρα του είναι απόγονος του Ηρακλή, και από την πλευρά τής μητέρας του απόγονος του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα, αφού η Ηπειρώτισσα Ολυμπία προέρχεται από τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών, που ίδρυσε ο γιος τού Αχιλλέα, Νεοπτόλεμος. Έτσι, με πρόγονους ημίθεους – Ηρακλή και Αχιλλέα – , ο Αλέξανδρος αρχίζει να ερωτοτροπεί με τη «θεϊκή» του καταγωγή.

«ΠΑΙΔΙΟΝ» ΚΑΙ «ΠΑΙΔΙΟΣ»
Καλύπτοντας απόσταση 250 χιλιομέτρων στη Λιβυκή έρημο, ο Αλέξανδρος και η παρέα του (συμμετείχε και ο ανιψιός τού Αριστοτέλη, Καλλισθένης) φτάνουν στην όαση Σιβάχ, όπου βρισκόταν το μαντείο τού αιγυπτιακού θεού Άμμωνα. Στο πανάρχαιο αυτό μαντείο («αδελφό» μαντείο και σύγχρονο με αυτό του Διός στη Δωδώνη), ο αρχιερέας-προφήτης δοκιμάζει να προσφωνήσει τον υψηλό επισκέπτη (στρατηγό-αυτοκράτορα των Ελλήνων) στην ελληνική γλώσσα.

Όμως τα ελληνικά τού προφήτη ήσαν «σπαστά» και, στην προσπάθειά του ν’ αναφωνήσει «ω παιδίον», αναφωνεί «ω παιδίος», προφέροντας το «ν» ως σίγμα. Ο Αλέξανδρος ευχαριστιέται το λάθος τής προφοράς («το σφάλμα της φωνής»), εκλαμβάνοντας τη λέξη «παιδίος» ως δύο λέξεις: «παι Διός» (παιδί του Δία). Έτσι, στο μαντείο τού Άμμωνα, αναγνωρίζεται όχι μόνο η θεϊκή καταγωγή τού Αλέξανδρου, αλλά γίνεται παραδεκτή και η ίδια η υπόστασή του ως «υιού θεού».

Δεν ξέρουμε από ποια πηγή αντλεί ο Πλούταρχος το ανεκδοτολογικό αυτό κατασκεύασμα (βλ. «Αλέξανδρος», 27). Το μόνο που λέει, είναι: «ένιοι φασί» (μερικοί λένε). Προφανώς πρόκειται για μεταγενέστερο αφήγημα.

ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Το 324 π.Χ. ο Αλέξανδρος χρησιμοποιεί ένα διπλωματικό «δίκοπο μαχαίρι» για να πλήξει τους Αθηναίους και άλλες Ελληνίδες πόλεις. Πρόκειται για ένα διάγγελμά του, που το στέλνει με τον Σταγιρίτη Νικάνορα στην Ολυμπία, όπου τελούνταν οι πανελλήνιοι Ολυμπιακοί Αγώνες της 114ης Ολυμπιάδας. Με το διάγγελμα αυτό διατάσσει να επαναπατριστούν οι εξόριστοι στις πόλεις τους (εξαιρούνται οι τιμωρημένοι Θηβαίοι) και παράλληλα, με ειδικό ψήφισμα ν’ αναγνωριστεί επίσημα ο ίδιος ως θεός. Κάποιες πόλεις συμμορφώνονται.

Οι Σπαρτιάτες, γνωστοί για τον λακωνικό τους τρόπο, ψηφίζουν τα εξής: «Επειδή ο Αλέξανδρος επιθυμεί να είναι θεός, ας είναι θεός»! («εάν θέλη, θεός καλείσθαι»). Έτσι, με λακωνική ειρωνεία και σκώμμα οι Σπαρτιάτες διακωμωδούν τη ματαιοδοξία του Αλέξανδρου. Θυμίζουμε τη σθεναρή άρνησή τους να τον ακολουθήσουν στην Ασία.

Οι Αθηναίοι δεν θέλουν να υποκύψουν στις επιταγές τού Αλέξανδρου, γιατί αυτό θα σηματοδοτούσε την απαρχή κατάργησης της δημοκρατίας τους. Εκτός από τους πολυάριθμους εξόριστους Αθηναίους, είχαν εκδιώξει ολόκληρο τον πληθυσμό τής Σάμου από το νησί και είχαν εγκαταστήσει εκεί Αθηναίους κληρούχους. Συνεπώς, αν εκτελούσαν τη διαταγή τού Αλέξανδρου, οι Σάμιοι θα επέστρεφαν στα κτήματά τους και οι Αθηναίοι στην Αθήνα, ακτήμονες.

Ο Δημοσθένης κατανοεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και προσπαθεί να τηρήσει διαλλακτική πολιτική, δείχνοντας ανοχή στη μερίδα των φιλο-Μακεδόνων Αθηναίων. Όμως η στάση του αυτή κινεί την αντιπάθεια των εχθρών της μακεδονικής ηγεμονίας, ένας από τους οποίος ήταν κάποτε και ο ίδιος (είχε αποκαλέσει «βάρβαρο» τον πατέρα τού Αλέξανδρου). Τώρα που η πραγματικότητα είναι διαφορετική κ’ έχοντας στο μυαλό του την ισοπέδωση της Θήβας από τον Αλέξανδρο, αναγκάζεται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τού Μακεδόνα βασιλιά.

Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ «ΚΑΥΓΑΣ» 
Ο ρήτορας Υπερείδης, ο οποίος ανήκει στην ομάδα των αδιάλλακτων πολέμιων της μακεδονικής ηγεμονίας, από το βήμα της λαϊκής συνέλευσης των Αθηναίων, κατηγορεί τον Δημοσθένη, λέγοντας ότι πρότεινε να παραχωρηθεί στον Αλέξανδρο η αναγνώρισή του ως «υιού του Διός ή του Ποσειδώνος ή οποιουδήποτε άλλου επιθυμούσε θεού» (Κατά Δημοσθένους, 31).

Ο αντιμακεδονιστής ρήτορας Λυκούργος εκφράζει την αγανάκτησή του για τη θεοποίηση του Αλέξανδρου, φωνάζοντας: «για ποιο είδος θεού θα πρόκειται, όταν, βγαίνοντας από το τέμενός του, θα πρέπει να υποστούμε καθαρμό με ραντισμό;».

Την ίδια εποχή ο ρήτορας Δείναρχος κατηγορεί τον Δημοσθένη για διπροσωπία και καιροσκοπία, θυμίζοντας ότι ο ίδιος ο Δημοσθένης είχε κάποτε προτείνει «ν’ απαγορευτεί η αναγνώριση οποιουδήποτε άλλου θεού στην πόλη, εκτός από τους προγονικούς, ενώ τώρα προτείνει στον δήμο να μην αρνηθεί την απόδοση θείων τιμών στον Αλέξανδρο» (Κατά Δημοσθένη, 94).

Από την άλλη, ο φιλομακεδονιστής ρήτορας Δημάδης, μιλώντας στη συνέλευση των Αθηναίων, προτείνει ν’ ανακηρυχτεί ο Αλέξανδρος δέκατος τρίτος θεός, και να καταταχθεί στο πάνθεο των δώδεκα Ολύμπιων θεών.

Τελικά, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των αντιμακεδονιστών Αθηναίων ρητόρων και τις σκληρές επιθέσεις εναντίον τού Δημοσθένη, ένα χρόνο πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος στη Βαβυλώνα (13 Ιουνίου 323 π.Χ.), οι Αθηναίοι ψηφίζουν τη θεοποίησή του.

ΣΧΟΛΙΟ
Η απαίτηση του Αλέξανδρου ν’ αναγνωριστεί ως θεός από τις ελληνικές πόλεις υπαγορεύτηκε από πολιτική σκοπιμότητα – επικύρωση της απόλυτης ηγεμονίας του στον ελληνοασιατικό κόσμο.

Όμως ποια ελεύθερη δημοκρατική πόλη θα έστηνε λατρευτικό άγαλμα σε ναό και θα καθιέρωνε επίσημες θυσίες προς τιμή «ζώντος θεού»; Αυτό είναι ένα ερώτημα. Η θεοποίηση και λατρεία Ρωμαίων αυτοκρατόρων στη Θεσσαλονίκη, Βέροια κ.α. θα ερχόταν αιώνες αργότερα.