Προτού περάσω στο θέμα, θα σταθώ για λίγο σ’ έναν Νεοέλληνα λόγιο και βαθύ γνώστη της αρχαίας φιλοσοφικής γραμματείας (δεν θ’ αναφέρω τ’ όνομά του), ο οποίος κάτω από το βάρος της θρησκοληψίας του πρόδωσε το πολυτιμότερο αγαθό: τον φιλοσοφικό νου. Αναφερόμενος στην «Περί ψυχής» πραγματεία τού Αριστοτέλη, με τη λόγια γραφίδα του, γράφει:
«Διό μεταξύ των έργων εκείνων τα οποία η αρχαία Ελλάς δικαίως δύναται να υπερηφανεύεται, αναμφιλέκτως πρέπει να καταλεχθή και η «Περί ψυχής» πραγματεία του Αριστοτέλους. Και αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον ευχής έργον θα ήτο αν αντί των διαφόρων «ψυχολογιών», των διδασκομένων εις τα γυμνάσιά μας, εδιδασκόμεθα ημείς οι Έλληνες αυτήν ταύτην την «Περί ψυχής» πραγματείαν τού θεμελιωτού της ψυχολογίας Αριστοτέλους».

ΘΛΙΒΕΡΟ ΚΥΒΙΣΤΗΜΑ

Πολύ ωραία ως εδώ. Προσυπογράφω την πρότασή του να διδάσκεται η εν λόγω πραγματεία τού Αριστοτέλη σε όλα τα γυμνάσια και λύκεια της Ελλάδας. Μόλις όμως φτάνει στο σημείο της πραγματείας, όπου ο Αριστοτέλης επιχειρηματολογεί εναντίον τού Πλάτωνα, σχετικά με την έξοδο της ψυχής από το σώμα, ξαφνικά ο λόγιος ανήρ, εξυβρίζει τον Αριστοτέλη!
Ο Αριστοτέλης λέει: «Ει δε τουτ’ ενδέχεται, και εξελθούσαν εισιέναι πάλιν ενδέχοιτ’ αν. Τούτω δ’ έποιτ’ αν το ανίστασθαι τα τεθνεώτα των ζώων» («Περί ψυχής» Α΄, 406b). Δηλαδή: «Εάν αυτό είναι δυνατό [να κινείται η ψυχή από μόνη της], τότε θα μπορούσε να εξέρχεται από το σώμα και να πάλι να εισέρχεται σε αυτό. Επακόλουθο μιας τέτοιας πιθανότητας θα ήταν τα νεκρά ζώα ν’ ανασταίνονται».
Βασικά, αυτό που λέει ο Αριστοτέλης είναι ότι η ψυχή, όντας μορφή τού σώματος, κινείται στο χώρο μόνο «κατά συμβεβηκός», δηλ. κινείται μόνο όταν κινείται το σώμα (όπως ο οδηγός κινείται όταν οδηγεί το αυτοκίνητό του). Αυτή η τοποθέτηση του Αριστοτέλη σκανδάλισε τον λόγιο άνδρα και αντί ν’ αντικρούσει τον Σταγιρίτη σοφό με κάποιο επιχείρημα, καταφεύγει στην ύβριν. Γράφει ο λόγιος ανήρ:
«Η έξοδος αύτη [της ψυχής από το σώμα] γίνεται κατά τρόπον άρρητον, το οποίον φαίνεται τελείως αγνοών ο Αριστοτέλης. Η δε άγνοια πολλάκις προσλαμβάνει και . . . επιστημονικήν μορφήν , όπως ενταύθα συμβαίνει με του Αριστοτέλους την επιχειρηματολογίαν» (τα ειρωνικά αποσιωπητικά … δικά του).
Και για να καταδείξει την «άγνοια» του Αριστοτέλη, ο λόγιος ανήρ επικαλείται τον (δήθεν) «δυσπολέμητο» Πυθαγόρα και το ανώφελο «θαύμα» τού Λαζάρου! Γράφει: «Ο Πυθαγόρας παραδέχεται την δυνατότητα της αναστάσεως ενός τεθνηκότος σώματος. Καθώς και ο Χριστιανισμός: θαύμα Λαζάρου».
Ω της ύβρεως! Είναι αυτό σοβαρό λογικό επιχείρημα; Μηδαμώς. Ο Πυθαγόρας παραδεχόταν όχι μόνο τη δυνατότητα της νεκρανάστασης, αλλά και τη δυνατότητα της μετεμψύχωσης (λέγεται πως άκουσε έναν σκύλο να γαυγίζει πονεμένα και αναγνώρισε τη φωνή του φίλου του, που η ψυχή του είχε εισέλθει στο τετράποδο)! Τέτοια χοντρή ανοησία δεν θα την ξεστόμιζε ο Αριστοτέλης.

ΘΥΜΑΜΑΙ, ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ

Το περιεχόμενο της μνήμης μου συνθέτει την προσωπικότητά μου. Μηδενική μνήμη σημαίνει μηδενική προσωπικότητα, αλλά όχι και μηδενική ύπαρξη (μπορώ να φυτοζωώ χωρίς μνήμη). Όμως στην περίπτωση της άνευ μνήμης ύπαρξης, το «υπάρχω» δεν εμπεριέχει το «Εγώ». Συνεπώς, όταν λέω «θυμάμαι, άρα υπάρχω», εδώ το «υπάρχω» δεν δηλώνει άσαρκο όστρακο, αλλά μία συγκεκριμένη προσωπικότητα, ένα ξεχωριστό και μοναδικό «Εγώ». Αυτό το ατομικό «Εγώ» προϋποθέτει ατομική μνήμη.
Ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος René Descartes (1596-1650) το έθεσε αλλιώς. Αυτός είπε: «cogito ergo sum», δηλ. «σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Πώς όμως μπορώ να σκέφτομαι χωρίς να θυμάμαι από πού αρχίζει το νήμα της σκέψης μου; Πώς μπορεί η σκέψη να περπατά στο κενό της αμνησίας;

Η «ΑΙΩΝΙΑ ΜΝΗΜΗ»

Δεν υπάρχει «αιώνια μνήμη» χωρίς «αιώνιο εγκέφαλο» που να θυμάται. Αλλά και η στιγμιαία μνήμη απαιτεί στιγμιαίο εγκέφαλο. Η πλατωνική τριχοτόμηση της ψυχής σε «λογιστικό», «θυμικό» και «επιθυμητικό», καθώς και η αντίληψη ότι η μνήμη εδρεύει στην ψυχή, ανήκουν στο μουσείο των ιδεών. Σήμερα δεν έχουμε επιστήμη της ψυχής: έχουμε επιστήμη του εγκεφάλου. Η άνοια δεν είναι ψυχικό νόσημα: είναι εγκεφαλικό.
Ακούμε τις φράσεις: «ο άνθρωπος ξεψύχησε», «ο άνθρωπος εξέπνευσε». Μόνο η δεύτερη φράση πιστοποιείται, αφού το «πράγμα» που εξέρχεται από το σώμα είναι ο τελευταίος αέρας που είχε εισέλθει στις πνευμονικές κυψελίδες με την προηγούμενη εισπνοή.
Συνεπώς, θάνατος δεν είναι «λύσις και χωρισμός ψυχής από σώματος» (Πλάτων, «Φαίδων» 67D), αλλά παύση της αναπνευστικής λειτουργίας. Εξάλλου, «πνεύμα» και «αέρας» είναι το ίδιο πράγμα: «κατά πρύμναν ίστηται το πνεύμα» («να έχει τον άνεμο από την πρύμνη» – Θουκυδίδης, Β΄ 97).

ΟΙ ΑΠΟΡΙΕΣ

Αλλ’ ας δεχτούμε ότι τη στιγμή του θανάτου η έδρα της μνήμης μετατοπίζεται από τον εγκέφαλο στην ψυχή και ότι στην κάθε ασώματη ψυχή ενυπάρχει ξεχωριστή προσωπικότητα. Δύο απορίες: α) πώς μία ασώματη ψυχή κατέχει δικό της χώρο, και β) πώς η μία ασώματη ψυχή ξεχωρίζει από μιαν άλλη.
Θέτω αυτές τις απορίες γιατί θέλω η «αθανασία» μου να έχει νόημα – και θα έχει μόνο αν η άυλη προσωπικότητά μου επικοινωνεί με κάποιες άλλες. Η αντίληψη ότι άυλες προσωπικότητες επικοινωνούν μεταξύ τους σε κάποιο θεοσκότεινο σημείο του σύμπαντος, παραλύει το νου μου.