Από τη στήλη αυτή, την 1η Νοεμβρίου 2018, σε άρθρο με τίτλο «Στην επικαιρότητα το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα», αναφέρθηκα στην επίσκεψη του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κ. Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ στην Ελλάδα, και στη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης εκείνης, μεταξύ άλλων θεμάτων ο κ. Παυλόπουλος είχε κάνει λόγο και για τις εκκρεμείς αποζημιώσεις της Γερμανίας προς την Ελλάδα, για τις ζημιές που είχε προξενήσει κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-1944, αλλά και το δάνειο που είχε πάρει η Γερμανία από την Ελλάδα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, το δάνειο εκείνο αντιστοιχούσε σε 4,5 εκατομμύρια χρυσές λίρες Αγγλίας.

Με τα σημερινά δεδομένα το ύψος του δανείου ανέρχεται στα 10 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ αν προστεθούν και οι αποζημιώσεις για τις καταστροφές που τα γερμανικά στρατεύματα προξένησαν στην Ελλάδα η οφειλόμενη αποζημίωση, σύμφωνα με τη διακομματική Επιτροπή της Βουλής, κυμαίνεται γύρω στα 309 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αν λάβουμε υπόψη και τις διεκδικήσεις από τη Γερμανία και άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα της Πολωνίας, η οποία ζητάει 800 δισεκατομμύρια ευρώ για αποζημιώσεις, αντιλαμβανόμαστε το τεράστιο οικονομικό κόστος για την Κυβέρνηση της Γερμανίας.

Σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή στην έκδοση της 17ης Απριλίου 2019, η Ολομέλεια του Κοινοβουλίου ενέκρινε, μετά από πρόταση του Προέδρου του Σώματος κ. Νίκου Βούτση, ψήφισμα με το οποίο η Βουλή «καλεί την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες διπλωματικές και νομικές ενέργειες για τη διεκδίκηση και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Πάλι σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, το εν λόγω ψήφισμα περιλαμβάνει τις ακόλουθες οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα:

*Το ζήτημα των οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένει ανοικτό, ως απαράγραπτο χρέος που αναζητά επίμονα την ηθική, ιστορική και νομική του δικαίωση.
*Το Ελληνικό Κράτος ουδέποτε αποποιήθηκε των αξιώσεών του.
*Δεν τίθεται, και δεν δύναται να τεθεί, κανένα ζήτημα παραγραφής των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους.
*Το προαναφερθέν ψήφισμα της Βουλής καλεί την Ελληνική Κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες, ιδίως τις διπλωματικές και νομικές, για τη διεκδίκηση των οφειλών και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΔΙΕΥΡΥΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα πως η Ελληνική Κυβέρνηση έχει διευρύνει τις διεκδικήσεις της για αποζημίωση από τη Γερμανία, καθώς τώρα συμπεριλαμβάνει και τις καταστροφές που έγιναν στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1918), ενώ όπως ανέφερα στην αρχή του άρθρου, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Π. Προκόπης Παυλόπουλος, στη συνάντησή του με τον Γερμανό ομόλογό του τον Οκτώβριο του 2018 είχε κάνει λόγο μόνο για τις γερμανικές αποζημιώσεις που σχετίζονται με τη γερμανική κατοχή του 1941-1944.

Ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. Νίκος Βούτσης, δήλωσε ότι οι αξιώσεις του ελληνικού κράτους παραμένουν ενεργές και εκκρεμείς. Σύμφωνα με την εφημερίδα Τα Νέα, 16/4/19, ο κ. Ν. Βούτσης έδωσε τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

«Η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τις εν γένει αξιώσεις της από τη Γερμανία», αναφέρει το πόρισμα της διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, και στοιχειοθετεί το απαράγραπτο των ελληνικών αξιώσεων, με αναφορά σε ενέργειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια.

Στο εν λόγω πόρισμα της διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής αναφέρονται τα ακόλουθα:

1944 – Υπηρεσιακή έκθεση Ι. Λαμπρούκου, τμηματάρχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
1945 – Διάσκεψη των Γερμανικών Επανορθώσεων στο Παρίσι: Η Ελληνική Αντιπροσωπεία υπό τον Αθανάσιο Ι. Σμπαρούνη προέβαλε το πρώτον την αξίωσή της έναντι της Γερμανίας για την πληρωμή της αξίας των προκαταβολών μέσω της Τράπεζας της Ελλάδας.
1946 -Υπηρεσιακή έκθεση Αθανασίου Ι. Σμπαρούνη, εκπροσώπου της Ελλάδας στη Διάσκεψη των Γερμανικών Επανορθώσεων στο Παρίσι.
1952 -Διάσκεψη του Λονδίνου: Με επιστολή προς τον Γραμματέα της Διάσκεψης ετέθη εκ νέου θέμα επιστροφής του «Κατοχικού Δανείου».
1963 -Απόρρητη Υπηρεσιακή Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος».

Πέραν των προαναφερομένων, η διακομματική επιτροπή για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών στο πόρισμα της, και στο κεφάλαιο για τη νομική τεκμηρίωση των διεκδικήσεων, τονίζει ότι «αναγκαίο όρο για τη νομική τεκμηρίωση του όλου ζητήματος αποτελεί το πόρισμα της ομάδας εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους του 2014 και η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του 2014. Εκ προοιμίου δε τονίζεται, στο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής, ότι η διεκδίκηση αφορά απαιτήσεις και από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους (Α’ και Β’).

Ιδίως για τις συνέπειες του ‘Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι αξιώσεις της Ελλάδας αφορούν στις πολεμικές αποζημιώσεις για τις υλικές καταστροφές και διαρπαγές στις μαρτυρικές πόλεις, στην αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, στον λιμό και στην επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών και εκκλησιαστικών κειμηλίων».

1966 -Ρηματική Διακοίνωση με την οποία η ελληνική κυβέρνηση εξέθεσε τα στοιχεία, από τα οποία προέκυπτε ότι «οι πληροφορίες της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης περί παραιτήσεως της Ελλάδας από τις αξιώσεις της από το «Κατοχικό Δάνειο» δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα». Η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση με την υπ. αρ. 68/67/31-3-1967 Ρηματική Διακοίνωση της απάντησε ότι «ουδέποτε συνήγαγε… ότι η Ελληνική Κυβέρνηση προτίθεται να παραιτηθεί επισήμως από νομικά θεμελιωμένες αξιώσεις που πιστεύει ότι έχει από την περίοδο της κατοχής κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». Αρνήθηκε πάντως, να τις εξετάσει επικαλούμενη το άρθρο 5 παρ. 2 της Συνθήκης του Λονδίνου για τη ρύθμιση των γερμανικών χρεών.

1995 -Ρηματική Διακοίνωση του Έλληνα πρέσβη στη Βόννη Θωμά Υψηλάντη, με την οποία η ελληνική κυβέρνηση, αφού εξέθεσε ότι δεν έχει παραιτηθεί των αξιώσεων της για αποζημιώσεις και επανορθώσεις και ότι έχουν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για την αντιμετώπιση του προβλήματος και για εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης, εζήτησε την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη ρύθμιση του «Κατοχικού Δανείου». Η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν απάντησε με Ρηματική Διακοίνωση, αλλά με ανακοίνωση Τύπου του υφυπουργού Εξωτερικών, αναφέροντας ότι δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να προσδοκά ότι η Γερμανία θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό.

Δεδομένου ότι το μέγεθος των διεκδικούμενων αποζημιώσεων είναι ανάλογο με το ελληνικό χρέος, που κυμαίνεται γύρω στα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, η Ελληνική Κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να θέσει το αίτημά της το συντομότερο δυνατό στην Κυβέρνηση της Γερμανίας.

Επιπλέον, η νομική βάση των ελληνικών διεκδικήσεων στηρίζεται στο γεγονός ότι ουδέποτε διαγράφηκαν οι γερμανικές οφειλές προς άλλες χώρες. Απλώς, οι διεκδικήσεις είχαν τεθεί προσωρινά σε αναστολή μέχρι την επανένωση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, και με την τελική υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την ενωμένη Γερμανία το 1990.

Η προσωπική μου επιφύλαξή για την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να ζητήσει από τη Γερμανία την πληρωμή των 309 δισεκατομμυρίων ευρώ για καταστροφές που προξενήθηκαν στην Ελλάδα από τα γερμανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων, 1914-1918 και 1941-1944, καθώς και για το κατοχικό δάνειο, οφείλεται στο γεγονός ότι θα δώσει έναυσμα για παρόμοιες διεκδικήσεις και από άλλες χώρες της Ευρώπης που υπέστησαν καταστροφές από γερμανικά στρατεύματα κατά τις προαναφερμένες περιόδους.

Σίγουρα τέτοιες διεκδικήσεις θα είναι οικονομικά αδύνατο για τη Γερμανία να τις ικανοποιήσει πλήρως, γιατί θα ανέρχονται σε τρισεκατομμύρια ευρώ, αφού μόνο οι συνολικές διεκδικήσεις της Ελλάδας και της Πολωνίας υπερβαίνουν το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.

Εκείνο που κατά τη γνώμη μου μπορεί να απαιτήσει η Ελλάδα είναι η πληρωμή από τη Γερμανία για το κατοχικό δάνειο που ανερχόταν σε 4,5 εκατομμύρια χρυσές λίρες Αγγλίας, και το οποίο με τα σημερινά δεδομένα αντιστοιχεί με 10 δισεκατομμύρια ευρώ.

Και αυτό γιατί το δάνειο εκείνο είχε δοθεί με όλες τις νομικές διαδικασίες, καθότι είχε υπογραφθεί από εκπροσώπους της Ελλάδας και της Γερμανίας, και ως εκ τούτου είναι νόμιμα πληρωτέο, καθότι πρόκειται για δάνειο, και όχι για αποζημιώσεις. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τα δάνεια πρέπει να αποπληρώνονται.