Συμπληρώνονται τρεις χιλιάδες χρόνια από την εποχή που ορεισίβιοι Αρκάδες (Μαντίνειοι, Κυνουραίοι, Ορχομενίτες, Μεγαλοπολίτες) μπήκαν σε πλοία των Αργείων και έστησαν τις αποικίες τους στην Κύπρο, την Κρήτη και όχι μόνον. Πέρασαν δυόμισυ χιλιάδες χρόνια από την εποχή που οι Σπαρτιάτες έμαθαν να αναγνωρίζουν μόνον τους Τεγεάτες Αρκάδες ως ίσους σε αξία και δύναμη συστρατιώτες τους στα πεδία των μαχών σε σύγκριση με όλους τους άλλους συνέλληνες. Δύο χιλιάδες χρόνια πέρασαν από την εποχή που οι Λατίνοι υοιοθέτησαν το Αρκαδικό Ιδεώδες, τη λατρεία δηλαδή προς την απλή, φυσική, βουκολική ζωή, ως τον πλέον ιδεώδη ανθρώπινο τρόπο διαβίωσης. Συμπληρώθηκαν πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια, όταν η φιλοπεριέργεια, η ανάγκη, η φιλοδοξία, και το ανθρώπινο κυνήγι για το καλύτερο οδήγησαν τα δύο τρίτα των κατοίκων της Αρκαδίας στην έξοδό τους από τον γενέθλιο τόπο. Πέρασαν εξήντα χρόνια όταν πρωτοπόροι Αρκάδες της μεταπολεμικής μαζικής και επιδημικής μετανάστευσης αποφάσισαν να οργανωθούν σε συλλογικό κοινοτικό οργανισμό στη Μελβούρνη και ίδρυσαν τον Παναρκαδικό Σύλλογο Μελβούρνης και Βικτωρίας «Ο Κολοκοτρώνης».

Οι πρωτοπόροι πατέρες των Αρκάδων όταν συζητούσαν την ίδρυση του Συλλόγου τους το 1959 είχαν μέσα τους τον φόβο του άγνωστου, την καχυποψία που προκαλούσαν οι αναμνήσεις του πρόσφατου αδελφοφαγώματος που είχε κοπάσει μόλις τέσσερα πέντε χρόνια νωρίτερα (1949) και το έζησαν στο πετσί τους νεαρά τότε παιδιά.

Οι πρωτοπόροι ιδρυτές του παν-αρκαδικού συν-λόγου, ο «Κολοκοτρώνης», ζούσαν την εποχή εκείνη το άγνωστο, τη δυσπιστία των ξένων, την ανεργία, τη φτώχεια που ακόμη δεν είχε δραπετεύσει από τη ζωή τους. Οι Αρκάδες της δεκαετίας του 1950, όπως και οι υπόλοιποι συνέλληνες, ζούσαν ακόμη την προκατάληψη των Αγγλοκελτών, τα βίτσια των Προτεσταντών, την ψυχρότητα των συνδικάτων, την περιέργεια της κυρίαρχης κοινωνίας, το αβέβαιο της επόμενης ημέρας. Μέσα στις βαλίτσες τους έφεραν μαζί με τις ευχές των γονέων τους, και τις αναμνήσεις μια δύσκολης δεκαετίας του 1950, πολέμων, έξαρσης, εμφυλίου, ανέχειας, αλλά και δίψας για επιτυχία, ώστε να επιτύχουν την πλήρη ανατροπή και να κερδίσουν τη ζωή τους στη Μελβούρνη. Εγκατέλειψαν ένα αγροτικό, βουκολικό περιβάλλον για να ενταχτούν σε ένα βιομηχανικό, εντατικό και ψυχοφθόρο αστικό περιβάλλον. Τους χώριζαν ίσως αβυσσαλέες ιδεολογικές διαφορές, ίσως και ταξικές, παρά το γεγονός ότι η συντριπική πλειοψηφία τους ήσαν αγρότες και κτηνοτρόφοι, απλοί άνθρωποι, χωρίς εγκύκλια εκπαίδευση, ωστόσο πανέξυπνοι και δραστήριοι, γι’ αυτό και εκπατρίστηκαν. Οι περισσότεροι από αυτούς (53%), ήσαν γεννημένοι στη δεκαετία του 1930, λιγότεροι είχαν γεννηθεί στη δεκαετία του 1920 (20%) και έφθασαν ως μετανάστες στην Αυστραλία. Είχαν όμως και πολλά κοινά. Αντιμετώπιζαν το ίδιο «αύριο», ζούσαν τον ίδιο «μπόση», είχαν την ίδια ζέση μέσα τους να πετύχουν στη ζωή τους, να κάνουν οικογένεια και παιδιά, να τα μορφώσουν. Έτσι οι περισσότεροι Αρκάδες μετανάστες θυσιάστηκαν, και έδωσαν την ευκαιρία της επιτυχίας στα παιδιά τους, τα μόρφωσαν και σαράντα χρόνια αργότερα αυτά διεκδίκησαν και κατέκτησαν μεγάλες θέσεις στην κοινωνία της Αυστραλίας. Έγιναν Πρόεδροι της Βουλής, καταξιωμένοι γιατροί, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, συνδικαλιστές, δάσκαλοι και επαγγελματίες, επιστήμονες, ευεργέτες του Ελληνισμού και έντιμοι τεχνίτες.

Οι πρωτοπόροι ιδρυτές του παν-αρκαδικού συν-λόγου, του «Κολοκοτρώνη», όταν και όσο ακόμη ζούσαν το όνειρο της ίδρυσης του κοινοτικού τους οργανισμού στα μέσα του 1959 ένιωθαν την αλληλεγγύη, τη φερεγγυότητα του κοινού στόχου, του ενιαίου συν-λόγου, ενός και μόνον παν-αρκαδικού φορέα για όλους, όπου κυριαρχούσε η κοινή καταγωγή (κοινοτικός), όπου ο εθνικός πατέρας του νεοελληνικού Ελληνισμού, ο Κολοκοτρώνης ήταν ο ένας και ο μοναδικός γαι όλους, Αρκάδες και υπόλοιπους Έλληνες. Βέβαια, σύντομα ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του Έλληνα από τα χρόνια τα Ομηρικά και πιο πριν, το ανέντακτο του Έλληνα, η ανταγωνιστικότητα που τον χαρακτηρίζει, η σημασία που δίνει στο άτομό και όχι στην κοινότητα (individual versus civil conscience), ελληνικός ναρκισσισμός και η πίστη στο υπερβολικό, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και για τους Αρκάδες. Ο τοπικός σωβινισμός, η λατρεία του αποκλειστικού τόπου γέννησης, η αλαζονεία του, η οποία όμως πολλές φορές πυροδοτείται και θεριεύει από την ανάγκη να προστατεύσουμε τον τόπο και τα έθιμα της καταγωγής μας, στάθηκε η κυριότερη αιτία, να τραυματίσουμε τη συνεκτικότητα και τη συνοχή του ελληνισμού, να θυσιάσουμε το όλο στο έλασσον, το δάσος στο δέντρο, τον Παναρκαδικό στο χωριό μας, και να βλέπουμε ακόμη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με την καχυποψία που θα βλέπαμε τον «Κολοκοτρώνη» του Παν-Αρκαδικού της Μελβούρνης. Είχαμε και τον ανταγωνισμό μας, και τον ναρκισσισμό μας και τα ιδεολογικά και τα προσωπικά, που μάς χώρισαν, που μας μάτωσαν, μέχρι να έρθουν τα χρόνια της συναίνεσης και της συμπόρευσης.

Στα χρόνια αυτά της ήπιας δημιουργίας, ακόμη και χωρίς πλήρη ενότητα, αλλά με οριακή συναίνεση (1980-2000), όταν πλέον άρχισε να ξεφτίζει ο ιδεολογικός παροξυσμός, οι Αρκάδες και ο γενικότερος Ελληνισμός προόδευσε, δημιούργησε, κατόρθωσε και αυγάτισε. Στο ίδιο διάστημα ζήσαμε το πληθωρικό απόστημα των εθνοτοπικών οργανισμών. Εκατοντάδες αδελφότητες, σωματεία, οργανισμοί, και κάθε τύπου «συλλογικά» μορφώματα που εξέφραζαν χωριά και οικισμούς της Ελλάδας, κατέρρευσαν και διαλύθηκαν. Παρέμειναν και θα παραμείνουν μόνον εκείνα τα σωματεία που διέθεταν οικονομική αυτονομία, που ήσαν αυτόφωτα, που διέθεταν κτηματική περιουσία, που είχαν εισόδημα ή που στηρίζονταν σε ετήσιες κρατικές χορηγίες. Στα 2019, ο αριθμός των αρκαδικών σωματείων που λειτουργούν ακόμη ζωντανά, από δεκα-τέσσερα περιορίστηκε στα πέντε. Από 780 κοινοτικούς οργανισμούς της Μελβούρνης στα 1980 σήμερα λειτουργούν ζωντανά λιγότεροι από εξήντα.

Ο Παναρκαδικός Σύλλογος Μελβούρνης και Βικτωρίας «Ο Κολοκοτρώνης» γιορτάζει φέτος τα εξήντα χρόνια δημιουργίας και προσφοράς. Ο απολογισμός είναι εντυπωσιακός. Πέρασαν πάνω από 2.800 εγγεγραμμένα μέλη από τις τάξεις, προσέφεραν ενεργώς τις υπηρεσίες τους σχεδόν 370 πρόκριτοι, αγοράστηκαν, κατά καιρούς, τρία οικήματα, λειτούργησαν τμήματα κυριών και νεολαίας με σημαντικότατη δράση και μεγάλη προσφορά, οργανώθηκαν σχεδόν τριάντα παναυστραλιανά συνέδρια και δεκατέσσερα διεθνή συνέδρια, δόθηκαν δεκάδες διαλέξεις, υποδέχθηκαν δεκάδες προκρίτους του ελλαδικού Ελληνισμού, ανέβηκαν επί σκηνής κωμωδίες με συμμετοχή των μελών του, από το 1962 εκδόθηκε και εκδίδεται ανελλιπώς η αρχαιότερη και μεγαλύτερη σωματειακή εφημερίδα της Ελληνικής Διασποράς, «Η Φωνή των Αρκάδων», διατηρεί σήμερα ένα από τα αρτιότερα και κυριότερα αναπαλαιωμένα κτίρια του Ελληνισμού στην Αυστραλία, το περίφημο Θέατρο του Συνδικάτου Σιδηροδρομικών Αυστραλίας, διατηρεί άμεση και στενή σχέση με τα μεγαλύτερα συλλογικά όργανα του Ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένης και της ΣΕΚΑ και ΠΑΣΕΚΑ και συμμετέχει στα τριτοβάθμια όργανα σύγκλισης του Ελληνισμού, το ΣΑΕ και το Australian Hellenic Council.

Το σοβαρότερο όμως επίτευγμα για τη συνέχεια της συλλογικής παρουσίας των Αρκάδων στη Μελβούρνη, υπήρξε η δημιουργική ανανέωση του Διοικητικού του Συμβουλίου, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με επιστήμονες, τεχνοκράτες, επαγγελματίες της δεύτερης γενιάς. Νέα άτομα, καλλιεργημένα, σοβαρά, με παρουσία στον επαγγελματικό και επιστημονικό κόσμο της Μελβούρνης, με σύνεση και φρονιμάδα, εργάζονται έχοντας δίπλα τους και καταξιωμένους ταγούς των Αρκάδων, που τους συντρέχουν και τους συμπαραστέκονται με την εργασία και τη φροντίδα τους. Προκειμένου να συγκρατηθεί στη μνήμη των επιγόνων και των γενεών που θα ακολουθήσουν, το έργο και η προσφορά όλων όσοι προσέφεραν, όλων όσοι έδωσαν το χρόνο, την αγάπη τους και όλων όσοι θυσίασαν χρόνο από τον εαυτό και την οικογένειά τους, οι Αυστραλογεννημένοι σύμβουλοι του «Κολοκοτρώνη» αποφάσισαν να εκδώσουν την ιστορία του σωματείου τους καθώς και των υπόλοιπων αρκαδικών σωματείων, ώστε να μην λησμονηθούν τα άτομα και τα έργα τους, ώστε η ιστορία τους να γίνει κτήμα όλων ες αεί! Έτσι στις 6 Οκτωβρίου 2019, θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου τους με τίτλο «The Children of Pan: The Story of the Arcadians in Australia». Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στην Αίθουσα «Νίκος Ανδριανάκος» του Ελληνικού μας Κολλεγίου Alphington Grammar, από σημαίνουσες προσωπικότητες της αυστραλιανής πολιτικής και επιστημονικής ζωής. Το βιβλίο 720 σελίδων αναλύει το οδοιπορικό των Αρκάδων, τη γένεση των οργανισμών του, την ιστορία του «Κολοκοτρώνη» που αποτελεί και τον κεντρικό πυλώνα του περιεχομένου του βιβλίου, τις δράσεις της νεολαίας και των κυριών, τα επιτεύγματα και τα όνειρά τους, τις δύσκολες ημέρες της διχοστασίας αλλά και τις ημέρες της αρμονίας και δημιουργίας, όπως αναδύονται από πρωτογενείς πηγές, και όχι από τη μνήμη ή τα στόματα αυτών που τα έζησαν, είναι μια αυστηρά επιστημονική και αντικειμενική απόδοση από μαρτυρές που εντοπίζονται στα επικυρωμένα Πρακτικά και τις έγγραφες επιστολές.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εορτάζονας τα 60 χρόνια της δημιουργικής παρουσίας των γονέων τους, πρωτεργατών τότε Αρκάδων, με συχνές κοινωνικές εκδηλώσεις προσκαλούν και τιμούν όλους αυτούς που εργάστηκαν και προσέφεραν σε επιτροπές και σε συμβούλια, ιδιωτικά και συλλογικά, αναγνωρίζουν την προσφορά τους, γιατί πιστεύουν ότι για να γνωρίζεις το μέλλον πρέπει πρώτα να μάθεις το παρελθόν. Οι Αυστραλογεννημένοι σήμερα παράγοντες του Διοικητικού Συμβουλίου, πιστεύουν στη δημιουργική συναίνεση, επενδύουνστην ενότητα και στη συνεργασία, αναζητούν συμμαχίες στην ευρύτερη βάση των Αρκάδων και των παιδιών τους. Ωστόσο, δεν επιτρέπουν την αψυχολόγητη παρέμβαση, την αχρείαστη παρείσφρυση, τη δαιμονοποίηση ατόμων που αγωνίζονται και προσφέρουν, καθώς και την εργαλοποίηση της όντως μεγάλης προσφοράς ατόμων και πρώην παραγόντων, προκειμένου να ηττηθούν οι στόχοι που έθεσε η νέα γενιά των Αρκάδων ηγετών. Οι στόχοι τους παραμένουν απαρέγκλιτοι και ενωτικοί θέλοντας να αγκαλιάσουν όλους τους Αρκάδες, ώστε όλοι μαζί να σηκώσουν το Αρκαδικό ιδεώδες ψηλότερα.