Ιδού μερικά κύρια ερωτήματα που πρέπει να απευθύνουμε στον εαυτό μας, όλοι εμείς που εκπατριστήκαμε για διάφορους λόγους από την Ελλάδα, την Κύπρο και την ιστορική ελληνική Διασπορά και εγκατασταθήκαμε σε όλες τις γειτονιές του κόσμου.

Ιδού πώς πρέπει να διατυπωθεί ο προβληματισμός των θεσμικών μας οργάνων στη Διασπορά (Πολιτεία, Εκκλησία, οργανωμένες Κοινότητες και Εκπαίδευση). Τέλος, ιδού τι πρέπει να ερωτήσουν τον εαυτό τους τα παιδιά των πρωτοπόρων αλλά και τα εγγόνια των παιδιών τους: Τι σημαίνει Έλληνας στη Διασπορά; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά και η δυναμική της ταυτότητας του εκπατρισμένου Έλληνα, των παιδιών και των εγγονών του; Τι είδους Έλληνες διαμορφώνουμε στο εξωτερικό σε βάθος τριών και τεσσάρων γενεών ως εκπατρισμένοι Έλληνες (Κύπριοι και Ελλαδίτες); Τέλος πάντων, πόσες «ελληνικότητες» έχουμε στη Διασπορά και το πλέον σημαντικό, τι εννοούμε με τη λέξη «Ελληνισμός»;

Εάν δώσουμε με σαφήνεια απαντήσεις στα τυραννικά αυτά ερωτήματα, ίσως τότε μπορέσουμε να απαλλάξουμε τον εαυτό μας, όλοι οι Έλληνες μετανάστες της πρώτης γενιάς που ήρθαμε στην Αυστραλία στην περίοδο 1950-1980, 1974-1980 (για τους Κύπριους) και 2009-2019 (για τους νεομετανάστες και παλλινοστούντες Ελληνοαυστραλoύς), από την ευθύνη των πράξεών μας, ότι δηλαδή εμείς και τα παιδιά μας κατορθώσαμε, ερχόμενοι στην Αυστραλία, να εξασφαλίσουμε καλή ζωή, πλούτη και δόξα, ασφάλεια και ευμάρεια αγαθών, χάσαμε όμως τα εγγόνια μας και τα παιδιά τους, που απομακρύνθηκαν από τον Ελληνισμό και τις παραδόσεις του. Είναι αλήθεια όμως ότι χάσαμε τα εγγόνια και τα παιδιά μας; Ας δούμε τα πράγματα λίγο πιο συστηματικά!

Ας αρχίσουμε με κάποιες σκέψεις-θέσεις.

1. Στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης, πολλά από τα παιδιά των μεταναστών που μεγάλωναν στα εσωτερικά τότε προάστια των πρωτευουσών των Πολιτειών (τα «προάστια της μιζέριας» όπως έμειναν στην κοινωνική ιστορία της Αυστραλίας), είχαν την τάση να αρνούνται την ελληνική τους καταγωγή και να διακηρύττουν επίμονα ότι «οι γονείς μου είναι Έλληνες, εγώ δεν είμαι, εγώ είμαι Αυστραλός!». Η άρνηση αυτή της καταγωγής και της ταυτότητας από τα Ελληνόπουλα, άλλοτε ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού (ο ρατσιστικός σχολικός εκφοβισμός τότε ήταν στην ακμή του), άλλοτε όμως ήταν αυτόβουλος, όταν το Ελληνόπουλο, ένιωθε «ντροπή» και «όνειδος» για την καταγωγή του, κυρίως από άγνοια ή προσπάθεια να γίνει αποδεκτό από τους συμμαθητές του της κυρίαρχης κοινωνίας.

2. Ο αφιλάδελφος εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) διεκτραγωδήθηκε στο όνομα ενός οράματος μιας καλύτερης και ενδεχομένως δικαιότερης ζωής, αλλά και μιας πανανθρώπινης (δια-εθνικής) ιδεολογίας από τη μια, και από την άλλη στο όνομα μιας πατρίδας ευρωπαϊκής, ισχυρής και «αυτόφωτης» κατά το δοκούν, με το γνωστό αποτέλεσμα να θυσιαστούν και μαρτυρήσουν εκατόμβες Ελλήνων (τελικά «για ένα άδειο πουκάμισο, για μια Ελένη» που λέει και ο Σεφέρης). Μετά τον τερματισμό του και μέχρι το 1980, ο εμφύλιος συνεχίστηκε ως υποδομή και ανάχωμα της ταυτότητας του Έλληνα της εποχής, με συνέπεια τα οδυνηρά φακελώματα, την αναβάθμιση της ρουφιανιάς σε πατριωτικό καθήκον, ακόμη και την ανάκληση δεσμών φιλίας και συγγένειας, με βάση την ερμηνεία της «ελληνικότητας» που πρέσβευαν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις. Εν τούτοις γνώρισα δεκάδες τέτοιους «εθνικοπαράφρονες» και μυξοπατριώτες που αρνούνταν την ελληνικότητά τους και προέτασαν άλλοτε δογματικά την πίστη τους ή τον τόπο καταγωγής τους πάνω από την Ελλάδα. Και, αντίθετα συγχρωτίστηκαν με άτομα που προέκριναν το συμφέρον της πατρίδας πάνω από κάθε ιδεολογία. Θυμάμαι ακόμη, ας μου επιτραπεί η εξομολόγηση, τον «κομμουνιστή» Διονύση Παρασκευάτο, που, δικαιολογημένα, φορτισμένος από το συναίσθημα του αδικημένου, δάκρυζε, κάθε φορά που μιλούσε για την πατρίδα του την Ελλάδα, την οποία πάντα αξιολογούσε πάνω από κάθε ιδεολογία.

3. Οι Τάρταροι της Κριμαίας και τα παιδιά τους, που έχουν απωλέσει από χρόνια το γλωσσικό τους συναίσθημα, αλλά διατηρούν μέσα τους άσβεστη την αγάπη για τη μακρινή τους πατρίδα, την Ελλάδα, δακρύζουν και δικαιολογημένα επαναστατούν, εάν κάποιος τους αμφισβητήσει την ελληνική τους καταγωγή.

4. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Ουρουγουάης, Θεόφιλος Σκανδαλιάρης, είναι καθολικός στο θρήσκευμα, δεν ομιλεί την Ελληνική γλώσσα (διατηρεί κάποια ακούσματα), δεν χορεύει ελληνικούς χορούς (είμαστε ομοιοπαθείς), είναι νυμφευμένος με Λατίνα καθολική, όπως ήταν η μητέρα του αλλά και η γιαγιά του. Ο παππούς του έφτασε στα σφαγεία και τα απέραντα ψυγεία κρεάτων του προαστίου Σέρρα του Μοντεβίδεο στα 1890 από την Νίσυρο και παραδόθηκε στο λατινικό περιβάλλον. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Ουρουγουάης, Θεόφιλος Σκανδαλιάρης, που είναι και καθηγητής Ιστορίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της χώρας του, κάθε φορά που αρχίζει τη συνεδρίαση του διοικητικού του συμβουλίου, έχοντας δίπλα του την ελληνική σημαία, στρεφόμενος προς τους συνεργάτες του τους προσφωνεί: «Αδέλφια Έλληνες…» και όταν χρειάζεται να προβεί σε κάποια επίκληση αναφωνεί: «εμείς οι Έλληνες, έχουμε μέσα μας έμφυτη την αγάπη για την πατρίδα μας…». Ο καθολικός Θεόφιλος Σκανδαλιάρης προστατεύει τον Ορθόδοξο Ναό Αγίου Νικολάου στο Μοντεβίδεο και την Ορθοδοξία, γιατί αποτελούν μέρος της ελληνικότητάς του.

5. Ο εφημέριος των Ορθοδόξων Ελλήνων της νότιας Βραζιλίας και Ουρουγουάης ήταν ο Μανώλης Μεϊντάνης. Ένας έντιμος και σεμνός οικογενειάρχης, ολιγαρκής ιερέας, με πλούσιο αποστολικό έργο, διένυε με ένα ταπεινό αυτοκίνητο αποστάσεις 3000 χιλιομέτρων από το Πόρτο Αλέγκρε, την Κουριτίμπα μέχρι και το Μοντεβίδεο, για να εξυπηρετήσει τις πνευματικές ανάγκες των πιστών Ορθοδόξων. Το 1996 συναντηθήκαμε, όταν διερευνούσα τους Έλληνες στη Λατινική Αμερική. Είχε τελειώσει η Θεία Λειτουργία στον Ναό Αγίου Νικολάου και οι κυρίες της Φιλοπτώχου, προσέφεραν ελληνικό καφέ στους πιστούς. Διέκρινα ότι μόλις του είχαν φέρει ένα ολόκληρο σακί με φασόλια γίγαντες και ο ιερέας παρακάλεσε τον επίτροπο να το φορτώσει στο αυτοκίνητό του, διότι θα ξεκινούσε για το ταξίδι της επιστροφής του στην Κουριτίμπα. Κατάλαβε την περιέργειά μου για τα φασόλια και μου εξήγησε: «Θα λειτουργήσω την άλλη Κυριακή στη Κουριτίμπα. Τα φασόλια τα προορίζω για τις κυρίες της Φιλοπτώχου. Μετά τη Λειτουργία, θα έχουν ετοιμάσει τη φασολάδα και θα καθίσουμε όλοι όσοι λειτουργήθηκαν, να φάμε όλοι μαζί τη φασολάδα, το εθνικό μας φαγητό. ‘Ετσι θα θυμηθούμε τους προγόνους μας, θα θυμηθούμε τις προγονικές μας εστίες, θα ξαναβαφτιστούμε ‘Ελληνες…»

Όλοι οι παραπάνω εκφράζουν μια μορφή ελληνικότητας, ένα είδος ελληνικής ταυτότητας, που δεν έχει άμεση σχέση με τη γλώσσα που ομιλούν ούτε με το θρήσκευμά τους ούτε με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του πολιτισμού ή της ιδεολογίας τους. Επομένως, τι είναι αυτό που τους κάνει να αυτοπροσδιορίζονται Έλληνες, να δηλώνουν και να πιστεύουν στην ελληνική καταγωγή ή να την απαρνιούνται, να δακρύζουν και να ενθυμούνται τους προγόνους τους τρώγοντας δημοφιλή ελληνικά φαγητά, ευρισκόμενοι δίπλα στην ελληνική σημαία, ή μέσα σε ένα ελληνικό περιβάλλον;

Η διαγνωστική απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει μια ελληνικότητα, αλλά μύριες! Η ταυτότητα του καθενός είναι όπως ένα τρένο με μύρια βαγόνια. Ο καθένας επιλέγει και μπαίνει σε ένα βαγόνι της επιλογής του. Αυτό δεν μετριέται με όλα ή με κάποια από τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τα στατικά δεδομένα μιας συγκεκριμένης ταυτότητας- δηλαδή «αίμα, γλώσσα, θρήσκευμα, έθιμα, παραδόσεις και πολιτιστική κληρονομιά». Υπάρχουν Έλληνες της πρώτης γενιάς, που ακόμη αρνούνται να δώσουν όρκο στη Βασίλισσα, να εκδώσουν αυστραλιανό διαβατήριο, δεν έμαθαν ούτε μια λέξη της Αγγλικής και δεν μπήκαν σε αλλοεθνές μαγαζί. Υπάρχουν Έλληνες που κάνουν ακριβώς το αντίθετο, αλλά επιδεικνύουν την ελληνικότητά τους με κάποιο σημαντικό τρόπο. Βέβαια, ο πιο άμεσος τρόπος να εκφράσεις την ταυτότητά σου είναι η χρήση της μητρικής γλώσσας, μετά έρχονται όλα τα άλλα. Για εμάς τους Έλληνες είναι και η Ορθοδοξία και τούτο γιατί η Ευρώπη χωρίστηκε σε δύο μεγάλα θρησκευτικά παραπετάσματα, της Δύσης με τους Ρωμαιοκαθολικούς και της Ανατολής με τους Έλληνες Ορθοδόξους. Σίγουρα όμως δεν είναι το αίμα (πολλοί Έλληνες στο αίμα είναι μισέλληνες ιδεολογικά), ούτε και ο χορός (να χορεύεις ταγκό δεν σε κάνει Αργεντινό), ούτε κι άλλες εκφάνσεις της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Η ταυτότητα δεν είναι μετρήσιμο φαινόμενο, αλλά δυναμικό. Το είπαμε και παλαιότερα. Δεν υπάρχουν μεσοβέζικες, ασαφείς και μυξοπερίεργες μετρήσεις, του είδους «είμαι μισός Έλληνας και μισός Αυστραλός», ή «είμαι 40% Έλληνας και 60% Αυστραλός». Η αλήθεια είναι ότι τα εγγόνια και τα παιδιά μας είναι «100% Έλληνες και 100% Αυστραλοί», έτσι νιώθουν στην ολότητά τους και Έλληνες και Αυστραλοί.

Και υπάρχουν επίσης πολύτροποι και πολυδιάστατοι «Ελληνισμοί». (α) Υπάρχει ο Εγγενής Ελληνισμός, αυτός που ανάγει την καταγωγή του στην αρχαία Ελλάδα και αρχαίους Έλληνες, ο Ελληνισμός που θεωρεί ότι συνεχίζει τη διαχρονική ιστορία των προγόνων του, ο Ελληνισμός που συναποτελείται από την αρχαία Ελλάδα, την Ορθοδοξία, τη Δύση και την Ανατολή. (β) Υπάρχει ο πολιτισμικός, ο Ισοκράτειος Ελληνισμός- όλοι οι αλλογενείς οι οποίοι ζουν σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο ζωής, την ελληνική σκέψη, όλοι όσοι λατρεύουν τα ελληνικά γράμματα, μουσική, γλώσσα, δίαιτα και ζουν ως Έλληνες και ως Φιλέλληνες και (γ) ο Ορθόδοξος Ελληνισμός, οι αλλογενείς που ασπάσθηκαν την Ορθοδοξία ή οι Ομόδοξοι οι οποίοι διατηρούν όχι μόνον θρησκευτικές σχέσεις αλλά λατρεύουν την Ελλάδα ως διαχρονικά βασικότερο πυλώνα διάδοσης και εδραίωσης του Χριστιανισμού.

Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι δεν πρέπει να μας διακατέχει απελπισία ή φόβος ότι χάσαμε τη μάχη με την ταυτότητα των επιγόνων μας, ότι δέν μπορέσαμε να μεταφυτεύσουμε στα παιδιά μας την ελληνικότητά τους. Χρειάζεται ένα γεγονός στη ζωή τους, μια παράσταση στο Ηρώδειο, ένα κονσέρτο με Ελύτη και Θεοδωράκη, ένας χαρισματικός δάσκαλος, ένας σεμνός ιερέας, ένα ταξίδι στην πατρίδα, ένα προσκύνημα, μία συνάντηση που θα ξυπνήσει μέσα τους τη λατρεία προς την πατρίδα των γονέων τους, την Ελλάδα. Το πατριωτικό συναίσθημα είναι έμφυτο στον άνθρωπο, είναι παρόρμηση και ένστικτο όπως η σεξουαλικότητα, ο φόβος, η θλίψη, η χαρά, ο θυμός. Όταν αυτό ξυπνήσει μέσα στον άνθρωπο, είναι το ισχυρότερο και δυνατότερο συναίσθημα. Μην ανησυχείτε, θα δοθεί η ευκαιρία, αυτό πιστοποιεί η εμπειρία των Ελλήνων στη Διασπορά. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αρχαιότερη και πλέον δυναμική εμπειρία λαών στη Διασπορά είναι των Ελλήνων, αφού έμαθαν να επιβιώνουν διατηρώντας τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους 3000 χρόνια εκπατρισμένοι από τις προγονικές τους εστίες.