Πριν από μερικούς μήνες, άκουσα κάτι που με συγκλόνισε. Μια ηλικιωμένη συμπάροικος μου εξιστορούσε τα πρώιμα και δύσκολα χρόνια της στην Αυστραλία, όταν ως νεοφερμένη, εργαζόταν διπλές βάρδιες ώστε να τα βγάλει πέρα, και δίσταζε να αφήσει τα παιδιά της στη φροντίδα ξένων, όπως έκαναν πάμπολλοι μετανάστες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’50-’70.

«Προς τι ο δισταγμός;» την ρώτησα. «Μού δημιουργήθηκε όταν ένα από τα παιδιά της γειτονιάς ζήτησε από τη μητέρα του να τον ταΐσει με τη ζάχαρη όπως έκανε η “θεία”», μου εξήγησε η συμπάροικος. «Όταν η μητέρα του έβαλε τη ζάχαρη σε ένα κουτάλι, το αγόρι είπε: «Όχι, όχι έτσι». Δείχνοντας την περιοχή των γεννητικών οργάνων της μητέρας του, άφησε να εννοηθεί ότι η «θεία» έβαζε τη ζάχαρη στην περιοχή αυτή και ζητούσε από το αγόρι να την καταναλώσει από εκεί. Τρομοκρατήθηκα».

Είναι λογικό, κάποια άτομα της εποχής εκείνης που φύλαγαν τα παιδιά των μεταναστών να είχαν διαπράξει παραβιάσεις εμπιστοσύνης και ακόμη και κακοποίηση παιδιών. Αργότερα, ήλθα σε γνώση περιστατικών όπου παιδιά υπό την κηδεμονία τέτοιων ατόμων υπήρξαν θύματα βίας ή παραμέλησης, γνωρίζοντας ότι οι γονείς τους ήταν πολύ απασχολημένοι, κουρασμένοι, ή ντροπιασμένοι για να κάνουν τίποτα για αυτό, ακόμη και αν πίστευαν τις καταγγελίες των παιδιών τους.

Ως μεταναστευτική παροικία, οι θεμέλιοι μύθοι της οποίας βασίζονται στην απόκτηση του πλούτου και της εκπαίδευσης ως κριτήριο υπολογισμού της επιτυχίας, τέτοια περιστατικά υπάρχουν πέραν των ορίων της κοινοτικής μας αφήγησης. Υπονομεύουν, επίσης, τη μεταναστευτική αφήγηση της κυρίαρχης κουλτούρας, η οποία θεωρεί τη μετανάστευση ως διαδικασία επιτυχίας, η οποία δημιουργεί από την πλευράς των μεταναστών, ένα αιώνιο χρέος.

Η ηλικιωμένη συμπάροικος στη συνέχεια μου εξιστόρησε ένα συμβάν που διαδραματίστηκε στο καφενείο της γειτονιάς της, ένα διαβόητο στέκι για μικροεγκληματίες μετανάστες, πότες και τζογαδόρους. Ένας από τους θαμώνες του μαγαζιού ήταν τόσο εθισμένος στον τζόγο που είχε καταστρέψει οικονομικά την οικογένειά του. Μια νύχτα, καθώς έπαιζε χαρτιά με μανία, περιμένοντας να πιάσει την καλή, η σύζυγός του εισέβαλε στο μαγαζί, κρατώντας ένα άδειο μπουκάλι γάλακτος. Ανυψώνοντας τη φούστα της, φώναξε: «Όποιος μπορεί να πληρώσει για αυτό [δείχνοντας το μπουκάλι], μπορεί να πάρει αυτό, επειδή αυτός ο αχαΐρευτος δεν είναι άντρας και αφήνει τα παιδιά του χωρίς γάλα». Οι μύθοι που πλάθουμε γύρω από την μεταναστευτική εμπειρία σχετίζονται με την ευπρέπεια και τον αυτοσεβασμό, που αποκτήθηκαν κατά συνέπεια της βελτίωσης του ατόμου ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης στην «Τυχερή Χώρα». Όσοι δεν ανταποκρίνονται στο χαρακτηρισμό του «επιτυχημένου» σπανίως εμφανίζονται στην ευρύτερη κοινοτική αφήγηση.

Κάποια στιγμή, οι αφηγήσεις μας διασταυρώθηκαν. Η ηλικιωμένη συμπάροικος μου περιέγραφε τις λεκτικές και σωματικές επιθέσεις που δέχθηκαν από Αγγλοαυστραλούς πολλοί Έλληνες μετανάστες τα πρώτα χρόνια και της ανέφερα την περίπτωση του δικαστή του Βικτωριανού Ανώτατου Δικαστηρίου, κ. Αιμιλίου Κύρου, ο οποίος, παιδί, υπέστη ξυλοδαρμούς και χλευασμούς λόγω της εθνικής του καταγωγής από συμμαθητές και του οποίου η κύρια πράξη της ταυτοτικής του χειραφέτησης ήταν η επανάκτηση του ελληνικού του ονόματος. Το να είσαι ενθουσιώδης και ευγνώμων για το ότι εντάσσεσαι στο σύνολο των «Αυστραλών», είναι επίσης μέρος της ευρύτερης κοινωνικής αφήγησης, βασισμένης σε μια αντίληψη του μετανάστη ως αιώνιο υποτακτικό στοιχείο. Η εμμονή στις προσβολές του παρελθόντος και τα τραύματα της αφομοίωσης, παραμένουν εκτός.

Ωστόσο, αυτά, και τόσα άλλα περιστατικά είναι εγγενή στην αφήγηση των μεταναστών. Πρέπει να ακούγονται, να αφηγούνται εάν η εμπειρία του μετανάστη στην Αυστραλία θα γίνει κατανοητή στο σύνολό της και στο πλαίσιο των γενικότερων κοινωνικο-οικονομικών ζητημάτων που αφορούν την ευρύτερη κοινωνία.

Την ίδρυση του Μουσείου Μετανάστευσης στη Βικτώρια το 1997, αρχικά με το όνομα «Ελληνικό Μεταναστευτικό και Αρχαιολογικό Μουσείο», δέχθηκε με ενθουσιασμό η ελληνική παροικία, ως θεσμό όπου το σύνολο των αφηγήσεων που αφορούν τους μετανάστες στην Αυστραλία θα μπορούσε να εντοπιστεί, να συζητηθεί και να αξιολογηθεί κριτικά. Θεωρήθηκε ότι μετά από τόσες δεκαετίες στο περιθώριο, ο θεσμός αυτός ήταν ο πλέον κατάλληλος για να συμβάλλει στην συμπερίληψη τέτοιων αφηγήσεων στον ευρύτερη αυστραλιανό διάλογο, διευκολύνοντας την ανταλλαγή αλλά και την παροχή αυτών των αφηγήσεων θέσης ως καθεαυτού αυστραλιανές ιστορίες.

Αρχικά, οι παροικιακοί μας φορείς έσπευσαν να αγκαλιάσουν το Μουσείο Μετανάστευσης και να δωρίσουν σε αυτό διάφορα εκθέματα. Σκονισμένες βαλίτσες με ελπιδοφόρες διευθύνσεις προορισμού δωρίθηκαν κατά δεκάδες. Τα ελληνικά ημερολόγια, δελτία ταυτότητας και γράμματα διασκορπίστηκαν με εκθέματα άλλων μεταναστευτικών ομάδων, τεκμηριώνοντας το περίπλοκο μωσαϊκό μεταναστευτικών αφηγήσεων που καθιστούν αδύνατη τη στερεοτυποποίηση του όλου φαινομένου.
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, διάφορες παροικίες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, άρχισαν να αισθάνονται όλο και περισσότερο αποξενωμένες από το Μουσείο Μετανάστευσης. Εκφράστηκαν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το ενδιαφέρον του Μουσείου επικεντρωνόταν στις ίδιες τις αφηγήσεις των μεταναστών ή, μάλλον, στην παρουσίασή τους, προσαρμοσμένες σε ένα άλλο λόγο, καθορισμένο, και ανταποκρινόμενο στους σκοπούς και τις ιδεολογίες της κυρίαρχης πολιτιστικής ομάδας. Η ανάθεση σε ένα μουσείο που διευθύνεται και κατευθύνεται κατά μεγάλο βαθμό από μέλη αυτής της ομάδας, της αφήγησης των ιστοριών τους, ώθησε διάφορες παροικίες μεταναστών να εκφράσουν τις αμφιβολίες τους όσον αφορά την ικανότητά τους να εκφράσουν τις ιστορίες τους με τρόπο που να έχει νόημα γι αυτούς, χωρίς να υποβιβάζονται.

Ο πρώην πρέσβης της Ελλάδας κ. Δαφαράνος, πρότεινε άλλη προσέγγιση του ζητήματος. Η τελευταία μου επίσκεψη στο Μουσείο Μετανάστευσης έγινε το 2014, όταν ο πρέσβης έκανε μια διάλεξη για φοιτητές σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα αντιμετώπιζε την οικονομική κρίση. Θυμάμαι ότι θαύμασα την έξυπνη επιλογή του χώρου από τον πρέσβη, καθώς η οικονομική κρίση προκάλεσε ένα δεύτερο κύμα μετανάστευσης στην Αυστραλία και τον επιδέξιο τρόπο με τον οποίον κατέρρεε τις προκαταλήψεις και παρανοήσεις των φοιτητών γύρω από την Ελλάδα. Βέβαια, η πρωτοβουλία αυτή αφορούσε έμμεσα την μετανάστευση, αλλά δεν προέρχονταν από μεταναστευτική παροικία.

Από τότε, αν και η ελληνική παροικία θεωρεί το Μουσείο Μετανάστευσης σύμβολο αποδοχής της μετανάστευσης ως φαινόμενο από την κυρίαρχη ομάδα, κατατετμημένη σε θεματικά πλαίσια εντός των τειχών ενός επιβλητικού και ιστορικού κτηρίου, φαίνεται ότι το εν λόγω Μουσείο έχει ασχοληθεί όλο και λιγότερο με την παροικία μας. Κατά συνέπεια, έχει πάψει να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς ή πόλος έλξης. Γενικώς, λειτουργεί απομακρυσμένο και αποστασιοποιημένο από τις μεταναστευτικές κοινότητες των οποίων οι αφηγήσεις υποτίθεται ότι διαπραγματεύονται.

Παραβλέπει παντελώς το γεγονός ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης διαχειρίζεται από την κυρίαρχη ομάδα, ως όργανο νομιμοποίησης τη βίαιης αρπαγής της χώρας αυτής από τους ιθαγενείς κατόχους της. Υποστηρίζει ότι «εορτάζει» (celebrate) τη μετανάστευση, αντί να την αναλύει ή να την κατανοεί σε όλες τις πτυχές της, με αποτέλεσμα να αποσιωπούνται ή να θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας τα τραύματα και ο πόνος που αποτελούν τη βάση ολόκληρης της διαδικασίας.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Πρώτον, η ελληνική παροικία έχει αποκτήσει πλέον δικό της μουσείο, ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο ιδιωτικό ίδρυμα, με μοναδικό και εκλεκτικό πολιτιστικό, ιστορικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, αν και αναφέρεται στη μετανάστευση, το Ελληνικό Μουσείο δεν ασχολείται πρωτίστως ή αποκλειστικά με αυτή την εμπειρία αλλά με άλλες πτυχές της παγκόσμιας ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Επίσης, καθώς η παροικία μας γερνά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αφομοίωση έχει καταστήσει την ανάγκη ταυτοποίησης με τη μεταναστευτική εμπειρία λιγότερο άμεση. Αυτό βέβαια δεν ευσταθεί. Η ταύτισή μας με το χώρο της Αυστραλίας έχει την αφετηρία της στη μνήμη της στιγμής που οι ίδιοι, ή οι πρόγονοί μας πρωτοπάτησαν το πόδι τους στις ακτές αυτής της χώρας. Συνεπώς, η μεταναστευτική εμπειρία και ό,τι συνεπάγεται αυτή αποτελεί ισχυρή βάση της ταυτότητας στην οποία όλες οι γενιές της ελληνικής παροικίας αναφέρονται συνεχώς.

Επιπλέον, η μετανάστευση δεν σταματά μετά από την άφιξη του μετανάστη. Η όλη επίπονη διαδικασία διαμόρφωσης κοινοτήτων, δημιουργίας κοινών τελετουργιών, παραδόσεων και εθίμων, διατύπωσης ιδιαίτερα μοναδικών τρόπων θεωρήσεως της αυστραλιανής κοινωνίας από την οπτική γωνία του Ελληνοαυστραλού, γηγενούς ή μη, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση ιστορικής συνέχειας και ταύτισης με τον τόπο αυτό – όλα αυτά τα στοιχεία αφορούν την εμπειρία των μεταναστών και δεν πρέπει να αγνοούνται.

Στα χρόνια μετά από την ίδρυση του Μουσείου Μετανάστευσης, ο τρόπος ζωής μας έχει αλλάξει ριζικά. Τα προάστια όπου κάποτε οι Έλληνες απάρτιζαν ένα ζωντανό κομμάτι του κοινωνικού ιστού έχουν ερημωθεί από τους Έλληνες κατοίκους τους, μεταβάλλοντας έτσι την κοινωνική δημογραφία. Οι προαστιακοί εμπορικοί οδοί με τα πάλαι ποτέ «ελληνικά» καταστήματα έχουν τώρα μετατραπεί σε διαμερίσματα. Η μοναδική αρχιτεκτονική των μεταναστών και οι τεχνικές κηπουρικής εξαφανίζονται. Οι παροικιακές μας οργανώσεις έχουν εξασθενήσει και πολλές έχουν εξαφανιστεί. Τα μαγαζιά μεταχειρισμένων ειδών σφύζουν από τα υπάρχοντα αποδημησάντων συμπαροίκων. Όλες αυτές οι διαδικασίες αφήνουν πίσω τους μαρτυρίες και τεκμήρια για το πέρασμά τους, σε μορφή φωτογραφιών, ιστοριών, εισιτηρίων χοροεσπερίδων, ημερολογίων, βιβλίων, αφισών, ενδυμάτων, επίπλων παλαιάς εποχής, κεντημάτων και άλλων ειδών οικιακής χρήσης που μαρτυρούν μία ιδιαίτερη αισθητική. Δεν είχαμε μέχρι στιγμής ούτε την άνεση αλλά και ούτε την ικανότητα να τεκμηριώσουμε αυτές τις αλλαγές ή να περισώσουμε και διατηρήσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά τους παραδείγματα για το μέλλον. Οφείλουμε, ως παροικία, να προβούμε σε μία τέτοια ενέργεια, διότι η γνώση του ιδιαιτέρου μας παρελθόντος, οδηγεί στη συγκρότηση μιας ενιαίας και συνειρμικής παροικιακής συνείδησης που είναι απαραίτητη για τη δημιουργία βιώσιμης και απαγκιστρωμένης από εξάρτηση από τον ελλαδικό χώρο, ελληνο-αυστραλιανής ταυτότητας. Γι ‘αυτό, άλλωστε, ένιωθαν οι συμπάροικοί μας τόσο συνδεδεμένοι με το Μουσείο Μετανάστευσης και η αποτυχία του θεσμικού αυτού οργάνου έγκειται στην ανικανότητά του να ευαισθητοποιηθεί, να επικεντρωθεί και να διαπραγματευθεί με αυτές τις ζωτικές ανησυχίες των μεταναστευτικών κοινοτήτων, υπέρ της ενασχόλησης με ασήμαντα και παρεμφερή θέματα.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι το Μουσείο Μετανάστευσης βρίσκεται στη διαδικασία επανεξέτασης τόσο του ρόλου όσο και του ονόματός του, με το ενδεχόμενο να μετονομαστεί σε «Μουσείο Κοινής Ανθρωπότητας». Εκπρόσωπος του Μουσείου αναφέρει ότι το «Μουσείο Μετανάστευσης είχε εορτάσει τις πολυπολιτισμικές παροικίες της Βικτώριας για περισσότερα από 20 χρόνια». Μήπως από τη δήλωση αυτή, θα πρέπει να εννοήσουμε ότι για την κυρίαρχη ομάδα δύο δεκαετίες αρκούν ώστε να αποδοθεί φόρος τιμής στην εμπειρία των μεταναστών, ότι ο διάλογος για τη μετανάστευση είναι πεπερασμένος και πλέον άσχετος όσον αφορά το δημόσιο λόγο; Τι γίνεται με τις αφηγήσεις των νέων μεταναστευτικών παροικιών που συνεχίζουν να φθάνουν στην Αυστραλία και διαμορφώνουν τη χώρα με ποικίλους τρόπους; Θεωρούνται κι αυτές άσχετες και πεπερασμένες; Το γεγονός ότι το ζήτημα της μετανάστευσης αποτελεί τροχοπέδη για την ανάμειξη μεταναστών στην πολιτική εφόσον απαγορεύονται οι μετανάστες που διατηρούν, εν γνώση ή και εν αγνοία τους, διπλή υπηκοότητα να εκλέγονται ως ομοσπονδιακοί βουλευτές, κι αυτό άσχετο είναι; Για ποια «κοινή ανθρωπότητα» μιλάμε;

Το συμπέρασμα που ίσως θα πρέπει να αντληθεί από την προτεινόμενη «αναβάπτιση» του Μουσείου είναι ότι οι μεταναστευτικές κοινότητες δεν μπορούν πλέον να εμπιστεύονται ή να βασίζονται αποκλειστικά στην άρχουσα τάξη και τα θεσμικά της όργανα ώστε να αρθρώσουν έναν λόγο για την εμπειρία των μεταναστών και να τον περιπλέξουν στον ευρύτερο αυστραλιανό κοινωνικό διάλογο. Θα πρέπει, ενδοπαροικιακά, βασιζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις, να αναπτύξουμε τις ανάλογες ικανότητες ώστε να προτείνουμε, να αξιολογήσουμε, να επιβάλουμε, να ερμηνεύσουμε και να διατυπώσουμε τις δικές μας αφηγήσεις, να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητά τους, να τις καταστήσουμε προσβάσιμες και να ελέγξουμε εμείς τον τρόπο διάδοσής τους. Δεν θα πρέπει να καλούμαστε να επενδύσουμε συναισθηματικά και ουσιαστικά σε ιδρύματα που φέρονται να εξυπηρετούν τα συμφέροντα μας, ενώ στην αλήθεια, βρίσκονται έρμαια των ιδιοτροπιών πολιτικών ιθυνόντων και των διακυμάνσεων στις ιδεολογίες και τα πολιτικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Δεν θα πρέπει να βρισκόμαστε αιωνίως σε θέση ικέτη, όπου τόσο συχνά καλούμαστε να «αποδείξουμε» τη συνάφειά μας με την επικρατούσα τάση, να κάνουμε «αγώνα» και να «παρακαλούμε» για τη διατήρηση θεσμών ή μάλλον «προνομιών» που υποτίθεται ότι νομιμοποιούν ή επιβραβεύουν την ύπαρξή μας ως ευπειθούς κοινωνικής ομάδας.

Εν ολίγοις, δεδομένου του ότι το ίδρυμα που πρόκειται να μετονομαστεί και να μεταμορφωθεί προφανώς θεωρεί τη μεταναστευτική αφήγηση ως άσχετη πλέον, είναι καιρός η κάθε μεταναστευτική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, να ασχοληθεί με το φαινόμενο σύμφωνα με τους δικούς της όρους, συγκεντρώνοντας δικούς της πόρους για να παράγει μια αφήγηση παντελώς δική της. Αυτή άλλωστε, είναι η αληθινή ουσία του πολυπολιτισμού.