1928: Ο βομβισμός του Acropolis Club

Σαββατόβραδο, 10μμ, 1η Δεκεμβρίου, 1928. Η Μελβούρνη σείεται από τον εκκωφαντικό ήχο δύο εκρήξεων. Το Akropolis Club στη Lonsdale Street, λέσχη που ανήκει στον Σάμιο μετανάστη Νικόλαο Μανωλίτση από το 1923, είναι ήδη περιβόητη, λόγω παλαιοτέρας συνδέσεως με τον παράγοντα του Αυστραλιανού υπόκοσμου, Squizzy Taylor. Τώρα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας από τις πρώτες τρομοκρατικές επιθέσεις στην Αυστραλία, ίσως υποκινούμενη από αισθήματα φυλετικού μίσους, με συνέπειες για την νομοθεσία και τη δικαιοσύνη, εφόσον η υπόθεση θα φτάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο, και θα εγείρει ζητήματα συνωμοσιών και ισχυρισμών αστυνομικής διαφθοράς. Παραδόξως, δεδομένης της ακραίας φύσης της, και το γεγονός ότι παραμένει ένα άλυτο μυστήριο, αυτό το μοναδικό γεγονός φαίνεται να παραμένει εκτός της ιστορικής συνείδησης της ελληνικής παροικίας, παρ’ ότι υπήρξε ο κύριος στόχος του εγκλήματος.

Περίπου μισή ώρα πριν την επίθεση, το ανώγειο της Λέσχης Akropolis, γνωστό κέντρο συγκέντρωσης των πρώιμων Ελλήνων μεταναστών της εποχής εκείνης, ήταν γεμάτο από συμπάροικους που έπαιζαν χαρτιά ή μπιλιάρδο. Στις 9:45μμ., ένα άτομο βγήκε από αυτοκίνητο μπροστά από τη λέσχη, κρατώντας ένα σάκο. Μαζί με έναν άλλον, εισήλθαν στο στενό πέρασμα που οδηγούσε στον επάνω όροφο και μπήκαν την τουαλέτα. Λίγο αργότερα, βγήκαν από την τουαλέτα και προχώρησαν σε ένα εγκαταλειμμένο δωμάτιο. Εκεί τοποθέτησαν δύο βόμβες και αποχώρησαν από τη λέσχη, με βιασύνη.

Όταν οι βόμβες εξερράγησαν, ο αντίκτυπός τους ήταν καταστροφικός. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η «βροχή από συντρίμμια σιδήρου έσπασαν τα παράθυρα, το κτήριο βυθίστηκε στο σκοτάδι και ένα πυκνό σύννεφο καπνού εξαπλώθηκε. Οι πόρτες βγήκαν από τις κάσες τους, μια περιοχή τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων σχίστηκε από την οροφή, δημιουργήθηκαν τεράστιες τρύπες στους τοίχους, τεράστια δοκάρια θρυμματίστηκαν και ολόκληρη η σκεπή “σηκώθηκε”, ενώ έπιπλα και σκεύη έγιναν θρύψαλα».

Ευτυχώς, δεν υπήρξαν θύματα. Τρεις Έλληνες, ένας Αλβανός και ένας Ιταλός διακομίσθηκαν στο Βασιλικό Νοσοκομείο της Μελβούρνης, με σοβαρά τραύματα. Ο ιδιοκτήτης, Νικόλαος Μανωλίτσας, υπέστη κάταγμα στο μηρό και σοβαρό σοκ. Παρέμεινε στο νοσοκομείο για επτά εβδομάδες, ενώ άλλοι τραυματισμένοι θαμώνες νοσηλεύτηκαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από τα ερείπια του Akropolis Club και η αστυνομία ενεργοποιήθηκε αμέσως. Μέσα σε λίγες ώρες, έκανε εφόδους σε οικείες της ανατολικής Μελβούρνης και του Ρίτσμοντ, όπου σταμάτησε ένα αυτοκίνητο που παρακολουθούσε, και εντόπισε μία βόμβα κάτω από το κάθισμα. Πέντε άτομα συνελήφθησαν οι Timothy O’Connell, John Delaney, Stanley Williams, Norman McIver και Alexander McIver. Κατηγορήθηκαν για την κακόβουλη καταστροφή κτηρίου και την έκθεση σε κίνδυνο της ζωής του Νικολάου Μανωλίτσα και αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση.

Η επίθεση ήταν μία από σειρά βομβιστικών επιθέσεων που είχε συγκλονίσει την Μελβούρνη εκείνους τους μήνες. Εικαζόταν ότι ήταν όλες συνδεδεμένες, υποκινούμενες από την απόπειρα των αρχών να καταστείλουν τις απεργίες στις αποβάθρες του λιμανιού της Μελβούρνης, στην οποία προσπάθεια Έλληνες και Ιταλοί, χρησιμοποιήθηκαν ως απεργοσπάστες. Μέχρι το βομβισμό της λέσχης, οι αρχές αδυνατούσαν να εντοπίσουν τους δράστες. Η κοινή γνώμη αμέσως στράφηκε κατά των επιθέσεων. Η εφημερίδα “The Age” καταδίκασε ένα έγκλημα το οποίο θεώρησε ότι στράφηκε κατά των μεταναστών και απαίτησε όπως «αυτό το απαίσιο, τόσο αποκρουστικό για τα δεδομένα της Αυστραλίας έγκλημα» εξαλειφθεί . Η εφημερίδα “The Sun” ήταν ακόμα πιο καυστική, συνδέοντας το έγκλημα με τους λιμενεργάτες, μέσω «μιας συμμορίας που χρηματοδοτείται από Κόκκινους» ούτως ώστε να «προκαλέσουν φυλετικές και εργατικές διαμάχες».

Η βομβιστική επίθεση θεωρήθηκε ως ένα γεγονός εθνικής σημασίας. Ο τότε πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Stanley Bruce, εξέφρασε την απογοήτευσή του και παρέπεμψε το θέμα στις κρατικές αρχές. O πρωθυπουργός της Βικτώριας, William McPherson, έστειλε συλλυπητήριο σημείωμα στον Έλληνα πρόξενο, Αλέξανδρο Μανιάκη, ο οποίος απάντησε ότι αν και ο ίδιος πίστευε ότι η ελληνική παροικία θα συσπειρωνόταν γύρω από τον Μανωλίτσα, το βιός του οποίου είχε καταστραφεί, ενώ είχε γυναίκα και τέσσερα παιδιά να θρέψει, θα έκανε έκκληση στο κράτος για αποζημίωση. Δυστυχώς, η ελληνική παροικία δεν βοήθησε τον Μανωλίτσα, ούτε έλαβε ποτέ ο ίδιος κρατική αποζημίωση. Αν και κατάφερε να επισκευάσει το κτήριο και να ανοίξει εκ νέου τις εγκαταστάσεις του, τα μέλη της ελληνικής παροικίας το απέφυγαν από φόβο και αναγκάστηκε να εργαστεί ως μάγειρας, μέχρι το θάνατό του το 1942, σε ηλικία πενήντα δύο ετών.

Εντός ελάχιστων ημερών από τη βομβιστική επίθεση, ψηφίστηκε νομοθεσία περί Εκρηκτικών Υλών στο Κοινοβούλιο της Βικτώριας, επεκτείνοντας τη μέγιστη ποινή για τη ρίψη βόμβας μεταξύ 10-15 ετών και ποινικοποιώντας το σχεδίασμα βομβιστικής επίθεσης, καθώς και την κατασκευή βόμβας. Ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, Blackburn, δήλωσε στη Βουλή ότι η Ομοσπονδία Λιμενεργατών και το Συμβούλιο Συντεχνιών (Trades Hall Council) καταδικάζουν την επίθεση, επισημαίνοντας ότι ήταν «ντροπή» ότι οι Έλληνες της Μελβούρνης είχαν βρεθεί στο στόχαστρο μιας τέτοιας επίθεσης. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος είχε φιλοξενηθεί στη λέσχη «από αξιοσέβαστα άτομα αυτής τη φυλής» στο παρελθόν.

Η δίκη των κατηγορούμενων ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου 1929 στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βικτώριας. Διεξήχθη επί ένα οκταήμερο, με τη συμμετοχή κορυφαίων νομικών παραγόντων, προσελκύοντας την προσοχή των ΜΜΕ, και των κάτοικων της Μελβούρνης. Παρά το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι δήλωσαν αθώοι, αρνούμενοι γνώση του εγκλήματος, τα στοιχεία εναντίον τους φαίνονταν εκ πρώτης όψεως αδιάψευστα: Οι O’Connell και Delaney είχαν εντοπιστεί από μάρτυρες στην είσοδο του κτηρίου και ο Norman McIver είχε οδηγήσει το αυτοκίνητο με το οποίο απέδρασαν και στο οποίο βρέθηκαν τα εκρηκτικά. Ο Alex McIver είχε εντοπιστεί κοντά στο χώρο του εγκλήματος από αστυνομικούς. Ένα μπλοκ σημειώσεων βρέθηκε στην κατοχή του O’Connell, το οποίο περιείχε σχεδιαγράμματα βομβών. Οι αστυνομικοί κατέθεσαν ότι κάποιοι από τους κατηγορούμενους, όταν συνελήφθησαν, προσφέρθηκαν να τα «ομολογήσουν όλα» και να εμπλέξουν άλλους, αν αφεθούν ελεύθεροι.

Ωστόσο, υπήρχαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία ορισμένων μαρτύρων. Ένας Ιταλός μάγειρας που κατέθεσε ως προς την ταυτότητα των βομβιστών, βρέθηκε να έχει προηγούμενες καταδίκες και να είναι πληροφοριοδότης της αστυνομίας, ενώ μαθεύτηκε ότι ένας νυχτοφύλακας, ο Jackson, που είχε καταθέσει ότι είχε δει τους McIver, O’Connell και Delaney στη λέσχη, είχε προηγουμένως φυλακιστεί 23 χρόνια πριν το συμβάν για απόπειρα δωροδοκίας ενόρκων. Επιπλέον, εκείνη την εποχή, η αστυνομία της Βικτώριας ήταν άκρως πολιτικοποιημένη. Ο επικεφαλής της Blaney, σύμφωνα με έγκυρεw πηγές, υπήρξε μέλος τoυ τοπικoύ φασιστικού μορφώματος, «Λευκός Στρατός» και ήταν σφοδρός αντίπαλος του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Υποψίες άρχισαν να δημιουργούνται σε ορισμένους κύκλους γύρω από την ταχύτητα των συλλήψεων και θεωρήθηκε από πολλούς ότι τα δήθεν αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η αστυνομία ήταν σκοπίμως παραποιημένα έτσι ώστε να εμπλέξουν το εργατικό κίνημα.

Παρά το γεγονός ότι αριθμός μαρτύρων ισχυρίστηκε ότι είδαν τον O’Connell έξω από τη λέσχη Akropolis λίγο πριν εξερράγη η βόμβα, ο ίδιος προσέφερε ως άλλοθι ότι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στη λέσχη του Εργατικού Κόμματος, κάτι που επιβεβαιώθηκε από διαχειριστή της λέσχης ALP. Απαντώντας στον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι ο εισαγγελέας δεν είχε προτείνει κάποιο κίνητρο για την επίθεση, ο εισαγγελέας είπε ότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο και ότι το άλλοθι του κατηγορούμενου θα μπορούσε να είχε κατασκευαστεί εκ των προτέρων εν συνεννόηση με τρίτα πρόσωπα.

Κατόπιν εξάωρης συνεδρίασης, οι ένορκοι απήλλαξαν τους Williams και Norman McIver, ενώ οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι. Καταδικάστηκαν σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση με καταναγκαστικά έργα, ποινή που επικροτήθηκε από την εφημερίδα “Argus”: «Κάθε αξιοπρεπές νομοταγές μέλος της κοινωνίας, θα νιώσει ανακούφιση για το ότι τρεις από τους δράστες της βομβιστικής επίθεσης κατά της Ελληνικής Λέσχης έχουν καταδικασθεί και ότι, σε κάθε περίπτωση, η μέγιστη ποινή έχει επιβληθεί. Οι αλλοδαποί δικαιούνται ολόκληρη την προστασία που η ανώτατη αρχή της χώρας προσφέρει».

Ακούγοντας την ποινή του, ο O’Connell δήλωσε ότι είχε πέσει θύμα σκευωρίας, την οποία δεν είχε αποκαλύψει, επειδή ο δικηγόρος του τον είχε συμβουλέψει να μην αναφέρει στοιχεία που θα μπορούσαν να ενοχοποιήσουν μάρτυρες κατηγορίας. Άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι ο δικαστής είχε κατευθύνει λανθασμένα τους ενόρκους, αλλά το Εφετείο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την αρχική ποινή. Οι δικηγόροι του στη συνέχεια ζήτησαν να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, το οποίο, μετά την εξέταση της αίτησης για λιγότερο από δέκα λεπτά, αρνήθηκε την αίτηση έφεσης.

Εν τω μεταξύ, η αστυνομία συνέλαβε τρία άτομα με την κατηγορία της συνωμοσίας, τους Henry Stokes, Norman McIver και Thomas Taylor. Κατηγορήθηκαν για απόπειρα δωροδοκίας μιας μάρτυρος ώστε να καταθέσει στη δίκη ότι είχε δει έναν Percy Jenkins να παραδίνει δύο βόμβες στον Αστυφύλακα Dunn και να επιβαίνει σε ένα όχημα μαζί του. Οι ένορκοι απήλλαξαν τους κατηγορούμενους, αλλά εκφράστηκαν ανησυχίες ότι η καταδίκη των βομβιστών είχε βασιστεί σε νοθευμένα αποδεικτικά στοιχεία, ιδιαίτερα εφόσον ήρθαν στη συνέχεια στην επιφάνεια, ένορκες δηλώσεις που ενοχοποιούσαν τους Αστυφύλακες Jenkins και Dunn για την τοποθέτηση της βόμβας στο αυτοκίνητο του Delaney. Ένα φυλλάδιο κυκλοφόρησε απαιτώντας την επανεξέταση της υπόθεσης. Εικάζεται ότι συγγραφέας ήταν ο διάσημος δικηγόρος, Eugene Gorman, αργότερα επίτιμος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας. Όταν το φυλλάδιο έφτασε στα χέρια του αρχηγού της βικτωριανής αντιπολίτευσης, ο ίδιος παρέπεμψε το θέμα στην αστυνομία, η οποία συνέλαβε αμέσως τον εκτυπωτή για παράνομη χρήση μη εγγεγραμμένου τυπογραφείου.

Όλως παραδόξως, οκτώ χρόνια μετά τη δίκη, το τμήμα του Εργατικού Κόμματος στο Port Melbourne κάλεσε το Victorian Trades Hall Council να πιέσει την Κυβέρνηση της Βικτώριας να αναστείλει το υπόλοιπο της ποινής των βομβιστών Οι αρχικές προσπάθειες δεν καρποφόρησαν, αλλά το Φεβρουάριο του 1937 το τμήμα του Εργατικού Κόμματος στο Geelong, σε συνεργασία με το Βικτωριανό Συνδικάτο Οινοπνευματοπαραγωγών και της Ομοσπονδίας Λιμενεργατών έπεισαν το Trades Hall Council να προβεί σε περαιτέρω διαβήματα. Η αίτηση έγινε από τον Δρ Evatt, νομική αυθεντία και αρχιδικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Αυστραλίας και τους επιφανείς δικηγόρους Maurice Blackburn και Brian Fitzpatrick. Λίγες ημέρες αργότερα, οι O’Connell και Delaney αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ ο Alexander McIver αφέθηκε ελεύθερος τον Οκτώβριο του 1939.

Το 1970, ο νομικός Sir Eugene Gorman επισκέφθηκε την Αθήνα και συζήτησε την υπόθεση με τον διπλωμάτη, ιστορικό και πρεσβευτή τη Αυστραλίας στην Ελλάδα Hugh Gilchrist. Σύμφωνα με τον Gilchrist, ο Gorman υποστήριξε ότι ο αστυφύλακας Dunn ήταν υπεύθυνος για την τοποθέτηση της βόμβας στο αυτοκίνητο του Delaney, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι η ενέργεια αυτή είχε πολιτικά κίνητρα. Ο Dunn τέθηκε σε διαθεσιμότητα το 1940 για ανάρμοστη συμπεριφορά.

Οι συνθήκες γύρω από τον βομβισμό της Akropolis Club μοιάζουν με σενάριο ταινίας όσον αφορά την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, και τις διάφορες θεωρίες περί συνωμοσίας. Εκείνη την εποχή, απορρόφησαν την προσοχή μιας ολόκληρης πόλης. Τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ, αν ο βομβαρδισμός είχε πραγματικά ως στόχο να τρομοκρατήσει την ελληνική κοινωνία ή στόχευε στο να απεικονίσει το εργατικό κίνημα ως φωλιά τρομοκρατών, όλα αυτά παραμένουν ανεξιχνίαστα. Λίγοι πλέον συμπάροικοι γνωρίζον ότι το κτήριο στο οποίο έγινε η βομβιστική επίθεση που τόσο απασχόλησε την κοινωνία της Μελβούρνης, εξακολουθεί να υπάρχει. Εκεί στεγάζεται το σχεδόν τελευταίο ελληνομάγαζο της οδού Lonsdale, το Caras Music, του Σπύρου Καρά, ενώ μέχρι πρόσφατα, φιλοξενούσε το νυχτερινό κέντρο «Αποκάλυψη». Ωστόσο, το γεγονός αποτελεί τεκμήριο της ιστορικής αμνησίας που διακατέχει την μεταπολεμική ελληνική παροικία όσον αφορά την αντίληψη της ιστορικής της συνέχειας η οποία έχει την αφετηρία μόλις στην άφιξη των δικών μας οικογενειών σε αυτήν την ήπειρο, και όχι στην διαχρονική εμπειρία του συνόλου. Έτσι το συνταρακτικό αυτό γεγονός παραμένει όχι μόνο ανεξιχνίαστο, αλλά και μυστηριωδώς, εκτός της παροικιακής μας, ταυτοτικής αφήγησης.