Αγρότες μιας παραμελημένης υπαίθρου και ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι, απομονωμένοι κοινωνικά, στα όρια της οικογένειας και της φάρας, αμούστακα παιδιά που έπαιρναν την εντολή να ασκήσουν ποιμενικά καθήκοντα από τα μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια τους, και άκληροι, ουσιαστικά νέοι, που μοιράζονταν άγαμοι ή παντρεμένοι την πατρική οικία, τσοπάνηδες στα απέραντα βουνά και λόφους της Αρκαδίας και του Άργους, πατατοκαλλιεργητές στις αιματηρές πεδιάδες της Μαντινείας και της Τεγέας και άλλοι στερημένοι μικροκαλλιεργητές στις ορεινές περιοχές της Γορτυνίας, της Κυνουρίας και της Μεγαλόπολης, που έσφιγγαν τα δόντια και δούλευαν τις γονικές τους περιουσίες, έχοντας δίπλα τους τον Θεό της γης τους, τον Πάνα, λιτοδίαιτοι, ολιγαρκείς, με ανήσυχο πνεύμα και στραγγαλισμένα όνειρα για ένα μέλλον που δεν υποσχόταν, κι άλλοι που κατέφευγαν στην Λακωνία και τη Μεσσηνία για εποχική απασχόληση και μεροκάματα, κορίτσια που δεν έζησαν τα παιδικά τους χρόνια και το χαμόγελο δεν έσκαγε στα χείλη τους παρά μόνον τις Κυριακάδες, όταν ντύνονταν για την καθιερωμένη βόλτα του χωριού, αυτοί ήσαν στην πλειοψηφία τους οι Αρκάδες που εποίκισαν την Αυστραλία. Αυτοί ήσαν ουσιαστικά στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι Έλληνες μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου.

Αυτοί ήσαν οι γενναίοι και ανήσυχοι, οι ευαίσθητοι και περίεργοι, οι ανένταχτοι και επαναστάτες, αυτοί που δεν έστερξαν να ζήσουν το είδος της ζωής αυτής, και μίσεψαν αναζητώντας στην Αυστραλία το όνειρο και την προσδοκία. Αυτοί ήσαν οι Αρκάδες που εγκαταστάθηκαν, κόντρα στη φτώχεια και στη μοίρα τους, και αναζήτησαν την ελπίδα για ένα αύριο τόσο πολύ δικό τους όσο και των παιδιών τους που έμελλε να φέρουν στη ζωή αυτοί. Αυτοί ήσαν οι δεκάδες χιλιάδες των Αρκάδων και οι εκατοντάδες χιλιάδες των υπόλοιπων Ελλήνων που πλημμύρισαν την ήπειρο του Νότου, κόντρα στη τυραννία της απόστασης, γνωρίζοντας ότι πολλοί από αυτούς δεν θα ξανάβλεπαν ούτε τους γονείς τους, ούτε και τα αδέλφια τους, ούτε και τους φίλους τους. Σχεδόν το ενενήντα στα εκατό αυτών που ήρθαν στην Αυστραλία δεν επέστρεψαν.

Εγκαταστάθηκαν και ανάλωσαν έντιμο και σκληρό τον αγώνα της ζωής, στα εργοστάσια υάλου, στις γραμμές παραγωγής των βιομηχανιών αυτοκινήτου στη Μελβούρνη και στην Αδελαΐδα, στα υφαντουργεία και στα ραφτάδικα, μέχρι να μπορέσουν με αιματηρές οικονομίες να αγοράσουν το πρώτο τους σπίτι, να διασφαλίσουν ως πολίτες πλέον και όχι ως μετανάστες το μέλλον τους. Άλλους τους έστειλαν οι λειτουργοί του κράτους στα χωράφια και στις φυτείες μιας αφιλόξενης και αχανούς επαρχίας, άλλους τους εξόρισαν στις ερήμους της Σεντούνα να φτιάχνουν τις ράγες των σιδηροδρόμων, άλλους να τοποθετούν τα καλώδια του ηλεκτρισμού, άλλους στα λιμάνια και στις αποθήκες. Και μετά μπόρεσαν κι αγόρασαν τη μικρή τους επιχείρηση, το ταξί τους, το μαγαζί τους, λίγοι μπόρεσαν να εξασκήσουν ακόμη και το επάγγελμα που έφεραν στις βαλίτσες τους, και η ζωή τους χαμογέλασε, προσφέροντας τους άνεση και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Οι περισσότεροι προτίμησαν την ολιγάρκεια (όταν δεν επιθυμείς πολλά, και τα λίγα σου φαίνονται πολλά) και καταξιώθηκαν με μια αξιοπρεπή ζωή, με εικόνες προόδου, με παιδιά που τίμησαν τη θυσία των γονέων τους, και τους ξεπέρασαν.

Παντρεύτηκαν και νυμφεύθηκαν οι Αρκάδες μετανάστες που έφτασαν από το 1953 και μετά, έκαναν παιδιά και απογόνους. Άλλοι καζάντησαν, άλλοι έζησαν χωρίς περιττά πλούτη αλλά με έντιμη αξιοπρέπεια (άλλωστε δεν χρειάζονται τα πλούτη- ο Αριστοτέλης έλεγε ότι «είμαστε προσωρινοί διαχειριστές ξένων περιουσιών, περιουσιών που δεν μάς ανήκουν» και ο Σεφέρης ακόμη πιο έντονα αναφωνούσε γυμνοί ήρθαμε στη ζωή αυτή γυμνοί θα φύγουμε). Άλλοι, κατάφεραν να στήσουν τα νοικοκυριά τους με μια οικονομική και κοινωνική αυτάρκεια, που τους προσέφερε ευτυχία. Άλλοι, δεν είχαν ανάλογη τύχη και κακόπαθαν από την ατυχία και την αρρώστεια. Σχεδόν όλοι, λίγο-πολύ, κατόρθωσαν να μορφώσουν τα παιδιά τους, να τα νοικυρεύσουν, να τα δουν πολύτιμους και ισοβαρείς πολίτες της νέας τους πατρίδας.

Στα χρόνια της επιβίωσης, στα πρώτα χρόνια της δοκιμασίας, ένιωσαν αδύναμοι και φοβισμένοι, ανήσυχοι και σοκαρισμένοι. Τότε έστησαν σωματεία αλληλεγγύης, οργανισμούς δικούς τους για να νιώθουν ασφαλείς, ενώθηκαν σε σωματεία για να έχουν στήριξη. Τα κοινοτικά σωματεία δοκιμάστηκαν από ημέρες δύσκολες και πέτρινες, όπου κυριάρχησε ο εγωισμός, η αλαζονεία, ο ναρκισσισμός (ο Σωκράτης έλεγε τα άδεια σακιά τα φουσκώνει ο αέρας και τους ανόητους ο ναρκισσισμός), η φιλαρέσκεια, το πάθος, ένας ανταγωνισμός που δεν φέρνει προκοπή και συχνά οδηγούσε σε ρήξη και οπωσδήποτε σε προσωρινά ή παγιωμένα σχίσματα. Έτσι αυγάτισαν οι κοινοτικοί οργανισμοί των Αρκάδων και των υπόλοιπων Ελλήνων, τουλάχιστον στα πρώτα πενήντα χρόνια της εγκατάστασης. Μετά άρχισε η δημογραφική παρακμή, η βιολογική έξοδος. Άλλοι με τα χρόνια ημέρεψαν, γαλήνεψαν (η αγάπη λένε είναι σύμβολο παρακμής, στα γεράματα έρχεται). Άλλοι επέμεναν. Έμειναν απτόητοι απέναντι στις εξελίξεις και δικαίως έθεσαν τον εαυτό τους εκτός των οργανισμών τους. Οι περισσότεροι έδειξαν κατανόηση και δέχτηκαν την αλλαγή και συμπορεύθηκαν ηθικά με όλους όσοι βρέθηκαν στο τιμόνι.

Στις 6 Οκτωβρίου 2019 στην αίθουσα «Νίκος Ανδριανάκος» του Ημερησίου Σχολείου Alphington Grammar, οι Αρκάδες θα γιορτάσουν την καταγραφή και ανάδειξη της ιστορία τους, ύστερα από εξήντα χρόνια οργάνωσης, εξήντα χρόνια αγώνων. Σε μία έκδοση 710 σελίδων, περιγράφεται το οδοιπορικό της εξόδου τους από τα χωριά τους και της εγκατάστασης στην Αυστραλία. Η ιστορία τους είναι, εν πολλοίς, ιστορία όλων των Ελλήνων μεταναστών. Κοινοτοπική, με σημεία γνώριμα σε όλους όσοι διέσχισαν τον Ινδικό, με γεγονότα που τα έζησαν ή τα θυμούνται ίσως όσοι αποφάσισαν να εκπατρισθούν. Η ιστορία των Αρκάδων είναι και ιστορία των Μεσσηνίων και ιστορία των Φλωριναίων. Είναι κυρίως η ιστορία των οργανωμένων Αρκάδων, αυτών που είχαν το χάρισμα και την αρετή να υπηρετήσουν στα κοινά και να θυσιάσουν μέρισμα από τη ζωή τους στα κοινά. Σίγουρα η ιστορία που καταγράφηκε και αναδείχθηκε δεν είναι το αφήγημα όλων των Αρκάδων, ιδιαίτερα αυτών που προτίμησαν είτε από χαρακτήρα, είτε από τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες να μην ενσωματωθούν σε σωματεία, αυτών που προτίμησαν την οικογενειακή σχόλη, την ασφάλεια του ιδιωτεύειν.

Η καταγραμμένη και εξιστορημένη πλέον ιστορία συγκεκριμένων γεγονότων που συνθέτουν το κοινωνικό, πολιτιστικό, και οικονομικό γίγνεσθαι των Αρκάδων θα παρουσιασθεί στα πλαίσια των εορταστικών εκδηλώσεων των 60 Χρόνων Οργανωμένης Παρουσίας του αρκαδικού στοιχείου της Αυστραλίας. Το συγγραφικό σώμα της ιστορίας σίγουρα θα έχει ελλείψεις, σίγουρα θα έχει και λάθη στην εκτίμηση αλλά και στην καταγραφή. Ωστόσο ένα είναι βέβαιο και εδώ δεν υπάρχει το «ίσως». Το σύγγραμμα θα προκαλέσει συζητήσεις, θα ενθουσιάσει τους περισσότερους, θα δυσαρεστήσει κάποιους που αλλιώς αντιλήφθηκαν τη ροή των γεγονότων, γιατί ερμήνευσαν τα γεγονότα με συναίσθημα, τα έζησαν με ένα δικό τους πάθος, που τους απομακρύνει από το πραγματικό γεγονός. Και η ιστορία είναι «το συγκεκριμένο γεγονός εν εξελίξει» και το «γιατί» έγινε όπως έγινε και με ποιο αποτέλεσμα. Το βέβαιο πάντως είναι ότι στην καταγραφή της ιστορίας δεν υπήρξε πάθος, αλλά αντικειμενικότητα, δεν υπήρχε πρόθεση αλλά καταλαγιασμένη ερμηνεία των πρωτογενών πηγών.

Επίσης, βέβαιο είναι ότι οι Αρκάδες συνετά επένδυσαν στην καταγραφή της ιστορίας τους, έτσι ένιωσαν την αποστολή τους μέσα από τη «διαδοχή», έτσι αφήνουν στους διαδόχους τους την καταγραμμένη ιστορία τους, έτσι η μνήμη τους θα είναι αιώνια, έτσι τα πρόσωπα και τα γεγονότα δεν θα χαθούν όπως χάθηκαν στα βάθη της ιστορίας όλοι και όλα, ακόμη και έθνη και λαοί που δεν πρόλαβαν να καταγράψουν την ιστορία τους ή δεν προνόησαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που τους δόθηκε. Οι Αρχαίοι Έλληνες δικαίως έβλεπαν την ευκαιρία ως νεαρή και ελκυστικόττατη γυναίκα που είχε μαλλιά μόνον μπροστά στο κεφάλι και ήταν φαλακρή στο υπόλοιπο μέρος της κεφαλής. Όποιος προλάβαινε να την πιάσει από μπρος τότε την είχε μαζί του, διαφορετικά, εάν του ξέφευγε δεν μπορούσε να την πιάσει…. Στον Παναρκαδικό Σύλλογο Μελβούρνης που είχε το σθένος να αποφασίσει να παραδώσει εγγράφως την ιστορία του Αρκάδων αξίζει η τιμή της εμφάνισης της καταγραμμένης ιστορίας τους, ενός βιβλίου που σύντομα θα βρεθεί στις παγκόσμιες βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια, σε εκατοντάδες νοικοκυριά και στα χρόνια που θα έρθουν το βιβλίο αυτό θα σηματοδοτεί το πάθος του Έλληνα για δημιουργία και θα προσφέρεται τιμητικά ως δώρο σε κάθε ξένο επισκέπτη.

Οι ηγέτες του Παναρκαδικού Συλλόγου Μελβούρνης τόλμησαν να κάνουν το ταξίδι αυτό και το έφεραν σε πέρας. Άξιοι! Ορισμένοι με διαφορετική γνώμη επιχείρησαν να τους σταματήσουν, προβάλλοντας εμπόδια, υφάλους. Ο εθνικός πατέρας της Νεότερης Ελλάδος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έδειξε, άλλωστε, τον δρόμο: «…Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα….»