ΠΕΡΑΣΑ απ’ έξω από το σπίτι χτες το βράδυ κι είδα φώτα και κοντοστάθηκα. Άκουσα γέλια, μουσικές και δυνατές, χαρούμενες φωνές. Κάποια γιορτή θα είχανε θαρρώ. Ύστερα είδα τον «ψηλό» να κατεβαίνει από τη μηχανή, να παίρνει αγκαλιά την κοπελιά με τα μακριά ανέμελα μαλλιά και να ανεβαίνουν τη μεγάλη σκάλα. Εκείνη στάθηκε στο πλατύσκαλο, στράφηκε κατά το δρόμο και άρχισε να χαιρετά. Φοβήθηκα μήπως με δει και κρύφτηκα πίσω από τη μάντρα.

Ύστερα άκουσα πάλι γέλια, μύρισα καπνό από στριφτό τσιγάρο και τους είδα να κάθονται πλάι πλάι εκεί στο πιο ψηλό σκαλί, στην κορυφή του κόσμου τους. Μετά ένα δυνατό φως άστραψε και με τύφλωσε κι όταν έσβησε είδα δυο αγγέλους να πετούν γύρω από τον ψηλό και την κοπελιά. Κι ύστερα άκουσα πάλι γέλια παιδικά και φωνές και κλάματα.

Ξάφνου τα φώτα έσβησαν κι οι φιγούρες χάθηκαν. Άκουσα τρίξιμο πόρτας κι είδα τον πατέρα να φυτεύει χαρούμενος στον κήπο μια σαγκουινιά για να μετρά το χρόνο το μικρό κορίτσι, καθώς θα μεγάλωνε μαζί της. Έκανα να του φωνάξω, εκείνος έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος μου, έγνεψε κάτι αόριστο και χάθηκε. Τα φώτα άναψαν και πάλι μα δεν ακούγονταν πια γέλια ή φωνές.

Είδα τον «ψηλό» σκυμμένο και βαρύ να κρατά το κεφάλι του μέσα στα δυο του χέρια και δίπλα του μια γυναίκα, θαρρώ πως έμοιαζε στην κοπελιά, να κλαίει κρατώντας του το χέρι. Κάθονταν και πάλι εκεί στο πλατύσκαλο και κοίταζαν στο δρόμο, σαν κάτι να περίμεναν… Και τότε μια σκιά πέταξε και πέρασε μπροστά από τα μάτια μου. Κάτι σαν όνειρο που χάνεται, σαν μια μαυροφορεμένη ελπίδα.

Ανοιγόκλεισα γρήγορα τα βλέφαρά μου και όλα είχαν αλλάξει. Πόρτες κλειστές ερμητικά και παραθύρια σφαλισμένα. Ησυχία και σκοτάδια. Ξερά χορτάρια, μαραμένες τριανταφυλλιές κι εγκατάλειψη… Τρόμαξα! Έκανα να μπω, μα άκουσα το δυνατό γάβγισμα του Μπέλλου. Δεν με γνωρίζει πια και προσπαθεί να με διώξει. Τον ακούω, μα δεν τον βλέπω. Κάνω πίσω φοβισμένη κι απογοητευμένη.

Θυμήθηκα… Κάποτε, στη μεγάλη μου απελπισία επάνω είχα ευχηθεί να μπορούσα να ανοίξω την πόρτα της ζωής μου και να βγω. Οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί κι η ευχή μου έπιασε. Και τώρα, μονάχα απέξω από τη ζωή μου θα περνώ. Γιατί αυτή η πόρτα είχε μόνο έξοδο…

Μ’ αυτή τη σκέψη, κίνησα να φύγω… Γύρισα να ρίξω μια τελευταία ματιά, μήπως δω τον «Ψηλό» ή την «Κοπελιά» που κάποτε γνώριζα καλά. Τίποτα…

Μα για στάσου! Κάποιος είναι εκεί. Μα ναι, είναι η Μάνα. Η Μάνα σκουπίζει τη βρωμιά που φράζει το μονοπάτι που οδηγεί στη μεγάλη σκάλα κι αγναντεύει στο δρόμο προσμένοντας το Γυρισμό. “Μάνα κουράγιο!”, της φωνάζω, μα δε βγαίνει η φωνή. “Μάνα!”, ουρλιάζω, μα αντί για απάντηση δική της βλέπω πιο πίσω τον Πατέρα να τινάζει τη γροθιά του ψηλά στον αέρα σ’ ένα νικητήριο σχηματισμό κι ύστερα να μου γνέφει, “Στο καλό…”

Σηκώνω το κεφάλι ψηλά, παίρνω μια βαθιά ανάσα και τραβώ τον ανηφορικό δρόμο. Ναι, η ξενιτιά είναι ΘΑΝΑΤΟΣ μα όσο υπάρχουν ο ΠΑΤΕΡΑΣ κι η ΜΑΝΑ πίσω, γίνεται ΕΛΠΙΔΑ… Μ’ αυτή την ελπίδα μπορώ τώρα να πορευτώ στην καινούρια ΖΩΗ…