Όταν ο Ιησούς είπε στους Ιουδαίους, «Εγώ είμαι το ψωμί που κατέβηκε από τον ουρανό («εγώ ειμί ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού»), αυτοί μουρμούριζαν («εγόγγυζον») κ’ έλεγαν: Μα δεν είναι αυτός ο Ιησούς, γιος του Ιωσήφ, που εμείς ξέρουμε («οίδαμεν») τον πατέρα του και τη μητέρα του; Πώς λοιπόν μας λέει ότι κατέβηκε από τον ουρανό;» (Ιωάννης, 6:41-42).

Εύλογη απορία. Αλλά ο Ιησούς επέμενε στις απόψεις του: «Εγώ είμαι το ζωντανό ψωμί («ο άρτος ο ζων») από τον ουρανό κατεβασμένο. Αν κάποιος φάει από αυτό το ψωμί («εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου»), θα ζήσει αιώνια. Και το ψωμί που εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου» (ό.π. 6:51).

Οι Ιουδαίοι δεν άντεχαν άλλο! Άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους («εμάχοντο προς αλλήλους»), λέγοντας: «Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει τη σάρκα του να τη φάμε;».

Ο Ιησούς προσπάθησε να τους καθησυχάσει: «Αλήθεια σας λέω, … Όποιος φάει τη σάρκα μου και πιει το αίμα μου, θα έχει ζωή αιώνια… Η σάρκα μου είναι αληθινό φαγητό («αληθής βρώσις»), και το αίμα μου αληθινό ποτό («αληθής πόσις»). Όποιος φάει τη σάρκα μου και πιει το αίμα μου, θα βρίσκεται εντός μου, κ’ εγώ σ’ αυτόν» (ό.π. 6:53-56).

ΘΕΟΦΑΓΙΑ

Ο λόγος που οι Ιουδαίοι ταράχτηκαν, ακούοντας τα πιο πάνω λόγια τού Ιησού, είναι πρόδηλος. Πού ακούστηκε να τρως τη σάρκα και να πίνεις το αίμα ενός ομοεθνή σου; Αυτό παραπέμπει σε ενδοκανιβαλισμό!

Αλλά και οι ίδιοι οι μαθητές τού Ιησού αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα παράξενα λόγια τού δασκάλου τους. Ακούγοντάς τον να μιλάει για τέτοιο φαγοπότι –ωμή σάρκα και φρέσκο αίμα– μουρμούριζαν: «Σκληρές κουβέντες είναι αυτές. Ποιος μπορεί να τις ακούει; («σκληρός εστιν ο λόγος ούτος. Τις δύναται αυτού ακούειν;») (ό,π. 6:60).

Οι άνθρωποι είχαν δίκιο. Όμως ο Ιησούς, μιλώντας για σάρκα και αίμα, στο μυαλό του είχε άλλο πράγμα: τη θεοφαγία, όχι την κανιβαλική ωμοφαγία. Ήθελε να τους δείξει πώς να γίνουν «ένθεοι εν Χριστώ», τρώγοντας τη σάρκα του και πίνοντας το αίμα του ή πώς να γίνουν «χριστοφόροι» (να κουβαλούν μέσα τους τον Χριστό).

Η τελετουργική θεοφαγία ήταν γνωστή στον αρχαίο κόσμο. Οι άνθρωποι «έτρωγαν» τον θεό τους (το θεϊκό σύμβολο) για να «κοινωνήσουν», να γίνουν ένα μαζί του.

Στην ελληνική μυθολογία η τελετουργία αυτή σχετίζεται με τη λατρεία του Διόνυσου, την οποία υιοθέτησαν οι πρώιμοι χριστιανοί. Ο διακεκριμένος (και ομήλικός μου) καθηγητής Barry Powell, στο βιβλίο του Classical Myth, λέει: «Christian notions of eating and drinking “the flesh” and “the blood” of Jesus […] was very much influenced by the cult of Dionysus. Certainly the Dionysus myth contains a great deal of cannibalism…»

Την ίδια άποψη είχε υποστηρίξει και ο Preserved Smith: «But of all the “mysteries” known to us, that of Dionysus bears the closest resemblance to that of Christ.

The god of wine died a violent death and was brought to life; his “passion”, as the Greeks called it, and his resurrection were enacted in his sacred rites» (The Monist, vol. XXVIII, April, 1918).

Αλλά δεν είναι μόνο ο διαμελισμός («σπαραγμός») τού Διόνυσου και η ωμοφαγία, που επηρέασε τον πρώιμο Χριστιανισμό: είναι και ο φρυγικός θεός Άττις, ο οποίος γεννήθηκε από παρθένα, πέθανε, αναστήθηκε την Άνοιξη και παρέδωσε στους οπαδούς του μυσταγωγική θεοφαγία.

Στην αρχαία Αθήνα οι Αθηναίοι θυσίαζαν τον Δία (με μορφή ταύρου), και μετά μοίραζαν τη σάρκα του και την έτρωγαν, αλλά όχι ωμή.

Η «ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

Είναι λοιπόν φανερό πως ο πρώιμος Χριστιανισμός πήρε την τελετουργική θεοφαγία από την ελληνική αρχαιότητα (και ίσως όχι μόνο). Στην «Αγία Τράπεζα» («θυσιαστήριο») του ναού, ο ιερέας «θυσιάζει» τον Θεό στον ίδιο τον Θεό και προσφέρει τη σάρκα και το αίμα του στους μυημένους ως «θεία μετάληψη».

Πιο συγκεκριμένα, ο Υιός του Θεού είναι ο «αγνός αμνός» («καθαρό πρόβατο»), που προσφέρεται «θυσία» στον Πατέρα, ενώ το σώμα και το αίμα του γίνονται «αληθής βρώσις» και «αληθής πόσις», που «μεταλαμβάνουν» οι πιστοί.

Βέβαια, δεν πρόκειται για αληθινή σάρκα και αληθινό αίμα του Χριστού (ο τύπος αίματος του Ιησού παραμένει άγνωστος και το σώμα του έγινε αέρας). Ο Χριστός, που «θυσιάζεται» στο «θυσιαστήριο» του ναού, είναι ένα στρογγυλό καρβέλι («λειτουργιά»), σφραγισμένο με τα κεφαλαιογράμματα ΙΣ-ΧΡ-ΝΙ-ΚΑ («Ιησούς Χριστός Νικά»). Το κόκκινο κρασί συμβολίζει το αίμα του.

Στο «θυσιαστήριο, με επέμβαση Αγίου Πνεύματος, γίνεται «θαύμα»: το στρογγυλό καρβέλι παύει να είναι απλό ψωμί, και το κρασί απλό κρασί: τα δύο αυτά πράγματα «μεταβάλλονται» σε αληθινό «σώμα και αίμα Κυρίου».

Ανακατεμένα σ’ ένα μεταλλικό ποτήρι, το μείγμα γίνεται «φάρμακον αθανασίας»! Έτσι ο μεταδοτικός κορονοϊός, λένε οι Έλληνες ορθόδοξοι παπάδες, δεν πλησιάζει αυτούς που με το ίδιο κουταλάκι («λαβίδα») «κοινωνούν», και με το ίδιο κόκκινο πανί σκουπίζουν το στόμα τους!

Τι να πει κανείς; Η καταφυγή στο «θαύμα» σταματά κάθε λογική συζήτηση.